Βεβαία ἐλπίδα
Μερικοὶ
ἀδημονοῦν γιὰ τὸ τέλος. Πρὶν καλὰ-καλὰ μποῦν στὸν στίβο τοῦ ἀγώνα, ἐπιζητοῦν τὸ
στεφάνι. Πρὶν νὰ κουραστοῦν, θέλουν τὴν ἀμοιβή. Ἄλλοι πάλι ἐπιμένουν «ἐδῶ
καὶ τώρα» νὰ ζήσουν τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἢ παρερμηνεύουν αὐτὴ τὴν δόξα καὶ
τὴν ἐννοοῦν ὡς ἐπίγεια ἀπόλαυση. Τοὺς προσγειώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἔχουμε
ἐλπίδα». «Ἔχοντες οὖν τοιαύτην ἐ λ π ί δ α πολλῇ παρρησίᾳ χρώμεθα…» (Β΄ Κορ. γ΄ 12).
Ὁ δρόμος τῆς ἐπίγειας χριστιανικῆς μας
πορείας ἔχει τρεῖς ὀνομασίες.
Στὴν ἀρχὴ ὀνομάζεται: «Ὁδὸς Πίστεως».
Στὴν μέση ὀνομάζεται: «Ὁδὸς Ἐλπίδας».
Στὸ τέλος ὀνομάζεται: «Ὁδὸς Σωτηρίας».
Ὅποιος δὲν φοβᾶται τίποτε, μιλάει καθαρά,
χωρὶς σκοπιμότητες, χωρὶς δειλίες, χωρὶς ἀναστολές. Καὶ δὲν φοβᾶται ὅποιος ἔχει
ὑπερνικήσει τὸν φόβο τοῦ πόνου καὶ
τὸν φόβο τοῦ θανάτου.
Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ κινεῖται μ᾿ αὐτὴ τὴν
δύναμη, ποὺ τῆς χαρίζει ἡ βεβαία ἐλπίδα. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Παῦλος συγκρίνει τὰ
παθήματα αὐτῆς, τῆς λιγόχρονης ζωῆς, μὲ τὴν αἰώνια δόξα, ποὺ μᾶς περιμένει: «Λογίζομαι, ὅτι οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν
καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς» (Ρωμ. η΄ 18).
[Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Ἰωάννης ὁ
Βαπτιστής», τεῦχ. 552, Μάρτιος 2011, σ. 44.]