Πέμπτη 24 Μαρτίου 2022

Ἔγινε τίμιος ἄνθρωπος…




Ἔγινε τίμιος ἄνθρωπος…


τοῦ Στρατηγοῦ Ἰωάννη Μακρυγιάννη*


   νας ἔκλεψε ἕναν γροῦπον μὲ χρήματα κι᾿ ἐκεῖνος ὁποῦ τὰ εἶχε χάσει ἦρθε καὶ μοῦ εἶπε τὸν κλέφτη. Τὸν φώναξα καὶ τοῦ εἶπα μὲ τὸ καλὸ νὰ τοῦ δώση τὰ χρήματα πίσου, καὶ νὰ τοῦ δώσω καὶ τὸ παχτζίσι του. Δὲν στάθη τρόπος νὰ τὰ μαρτυρήση· τὸν παίδεψα, δὲν μαρτύραγε.

   Λέγω τῶν ἀξιωματικῶν μου· «Θὰ τὸν δέσω εἰς τὸ κλαρὶ καὶ θὰ βγάλω τὸ μαχαίρι πὼς θὰ τὸν κόψω. Ἐσεῖς θὰ μοῦ κάμετε ριτζὰ κι᾿ ἐγὼ θὰ σᾶς βαρέσω ἀπό ’να δυὸ ξυλιὲς καὶ θὰ σᾶς βγάλω ὄξω ἀπὸ τὸ σαράγι, διὰ νὰ ἰδῆ αὐτὸς ὁποὺ βαρῶ ἐσᾶς τοὺς ἀξιωματικοὺς ν᾿ ἀπολπιστῆ ἀπὸ ριτζάδες, κι᾿ ἂν ἔχη κάμη τὴν κλεψιά, νὰ τὴν μαρτυρήση».

   Ἀκολουθήσαμε αὐτό· τὸν ἔδεσα εἰς τὸ κλαρί, τοῦ εἶπα· «Νὰ μοῦ δώσεις τὰ χρήματα καὶ νὰ σοῦ δώσω τὰ βρετικά σου, ὅτι τἄβρες, δὲν τἄκλεψες· καὶ νὰ φᾶμε ψωμὶ μαζὶ καὶ νὰ πᾶς εἰς τὴν δουλειά σου». Αὐτὸς δὲν στέργεταν μὲ κάναν τρόπον, νὰ μὴ μαθευτῆ ὅτ’ εἶναι κλέφτης. Τότε ἔβαλα σ’ ἐνέργεια ὅλα αὐτά· βάρεσα τοὺς ἀξιωματικοὺς ἀπό ’να δυὸ ξυλιές, χωρὶς βλάβη, νὰ ἰδῆ αὐτός· τοὺς ἔβγαλα ἔξω κι᾿ ἔκλεισα τὴν πόρτα· μείναμε οἱ δυό μας. Τότε, ἀφοῦ βλέπει τὸ μαχαίρι ὁποὔλαμπε· «Νὰ πάγω νὰ σοῦ τὰ δώσω, καπετάνε, καὶ νὰ μοῦ δώσης τὰ βρετικά! φωνάζει. —Καὶ τὰ βρετικά σοῦ δίνω καὶ ψωμὶ θὰ φᾶμε μαζὶ κι᾿ ὕστερα θὰ πᾶς εἰς τὴν δουλειά σου, ἅμα θὰ σ᾿ ἀπολύσω· καὶ τοιούτως ὁρκίστηκα». Πῆρε τοὺς ἀνθρώπους τῆς φρουρᾶς ὁποὺ τὄδωσα, πῆγε σὲ μίαν κοπριά, τἄχε χωμένα καὶ μαγαρισμένα ἀπὸ πάνου. Τότε κατὰ τὸν ὅρκο μου· «Ὅσο νὰ σ᾿ ἀπολύσω, τοῦ εἶπα, θὰ τρῶμε μαζί».

   Ἐγὼ εἶχα ἀνάγκη νὰ τὸν βαστήσω μαζί μου πέντ᾿ ἕξι ἡμέρες, νὰ μάθω γνώση αὐτόν, νὰ μὴ ματακλέψη ξένα χρήματα, καὶ νὰ λάβουν προσοχὴ κι᾿ οἱ ἄλλοι.

   Τὸ παζάρι εἰς τὴν Ἀθήνα, ὁποὺ συνάζονται τὰ χωριὰ κι᾿ ἄλλος κόσμος καὶ ψωνίζουν, γίνεται τὴν Δευτέρα· τὸν κλέφτη τὸν ἔπιασα τὴν Τρίτη· τὸν εἶχα ἀνάγκη ἕξι μέρες ὡς τὴν Δευτέρα. Τὸν πῆρα, ἀφοῦ ἔλαβα τὰ χρήματα σωστὰ καὶ τἄδωσα τοῦ ἀνθρώπου ὁποὺ τἄχασε, καὶ φάγαμε ψωμὶ κατὰ τὴν συνφωνίαν μας. Τοῦ φκιάνω κι᾿ ἕνα γκιουλὲ1 ὡς πέντε ὀκάδες καὶ βάνω ἀπάνου εἰς τὸν γκιουλὲ αὐτά· «Ὅποιος θέλει νὰ κλέβη, καθὼς ἡ ἀφεντιά του, ἂς τηράγη τὸν ἴδιον· κι᾿ ἂς κλέβη ὅποιος ἀγαπάει». Τοῦ πέρασα εἰς τὸν λαιμὸν τὸν γκιουλέ, καὶ τὰ γράμματα ἀπάνου, τὸν πῆγα εἰς τὴν μέση τὸ παζάρι, ὁποὔναι ἡ καμάρα τοῦ παζαριοῦ, τὄδωσα μόνος μου ἑκατὸ ξυλιὲς καὶ κάμποση ὥρα κρεμασμένος ἀπὸ τὰ χέρια – ὅτι ἐκεῖνα ἔκλεψαν. Τὸν κατέβαζα, πηγαίναμε τρώγαμε ψωμί. Τὸ δειλινὸ μισὴ ὤρα κρεμασμένος καὶ δέκα ξυλιὲς ὅσο ὁποὔρθε ἡ Δευτέρα. Τελειώσαμε· φάγαμε μαζί, ἔπιαμε ὡς ἀδελφοί, τὄδωσα καὶ τ᾿ ἀγώγι καὶ τὸν ἔδιωξα.

   Εἰς τ᾿ Ἀνάπλι τὸν ἀντάμωσα καὶ μὄκαμε ἕνα τραπέζι καὶ μοῦ συχώρεσε τὴν μάνα καὶ τὸν πατέρα, ὅτι ἔγινε τίμιος ἄνθρωπος καὶ καζάντησε ἀπὸ τὴν δουλειά του. Καὶ τ᾿ ἀργαστήρια τῶν Ἀθηναίων μέναν ἀνοιχτὰ τὴν νύχτα καὶ κλεψιὲς δὲν ματάγιναν.


* Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη, Ἀπομνημονεύματα, ἔκδοσις Β΄, Ἀθῆναι 1947, τόμ. Α΄, κεφ. πέμπτον, σελ. 181, 182.


1. Γκιουλὲς κυρ. σφαῖρα· καὶ κάθε ἀντικείμενο, ὅπως σιδερένια στεφάνια κλπ., ἀναρτώμενα ἀπ’ τὸν λαιμὸ γιὰ τιμωρία ἢ διαπόμπευση.