«Οὐδεὶς ὀφθαλμὸς δύναται ν’ ἀντικρίσει τὴν δόξα Του…»
Κάποτε
ὁ αὐτοκράτορας Τραϊανὸς εἶπε σ’ ἕναν πιστό:
– Ἐσεῖς οἱ Χριστιανοὶ διδάσκετε ὅτι ὁ Θεός
σας εἶναι πανταχοῦ παρών, θέλω νὰ τὸν δῶ!
– Δὲν μπορεῖ κανείς, εἶπε ὁ πιστός, νὰ δεῖ τὸν Θεό, διότι οὐδεὶς ὀφθαλμὸς
δύναται ν’ ἀντικρίσει τὴν δόξα Του.
– Ἐγὼ θὰ ἐπιθυμοῦσα πολὺ νὰ τὸν ἔβλεπα!
– Ἔ, ἀφοῦ ἐπιμένεις νὰ δεῖς τὸν Θεό μας, κοίταξε
πρῶτα ἕνα τῶν δημιουργημάτων Του, κοίταξε τὸν ἥλιο!
Κι ὁ αὐτοκράτορας κοίταξε τὸ καταμεσήμερο τὸν
ἥλιο, ποὺ ἔλαμπε στὸ μέσο τ’ οὐρανοῦ. Ἀλλὰ πάραυτα τὸν θάμπωσε καὶ εἶπε:
– Δὲν μπορῶ νὰ τὸν κοιτάξω, διότι ἡ μεγάλη
του λαμπρότητα μὲ θαμπώνει.
Καὶ τότε ὁ πιστὸς τοῦ λέγει:
– Ἀφοῦ τὸ δημιούργημά Του, ὁ ἥλιος, σὲ
θαμπώνει καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τὸν ἀτενίσεις, τότε πῶς θέλεις νὰ δεῖς τὸν Θεό;!
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μικρὲς κι’ Ὠφέλιμες Διηγήσεις», Β΄
ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)