Κυριακή 6 Μαρτίου 2022

Ὁ ὅσιος Ἡσύχιος ὁ θαυματουργός




Ὁ ὅσιος Ἡσύχιος ὁ θαυματουργός

Ἑορτάζει τὴν ς΄ () Μαρτίου.

 

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*

 

Δούς, Ἡσύχιε, σαυτὸν ἡσύχῳ βίῳ,

Τέλους φθάσαντος, ἡσυχάζεις ἐκ βίου.

 

 

   Τοῦτος ὁ περιβόητος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ Ἡσύχιος ἀνατράφηκε εὐλαβῶς ἀπ’ αὐτὰ σχεδὸν τὰ βρεφικὰ σπάργανα, καὶ γι’ αὐτὸ μίσησε τὶς ὑλικὲς προσπάθειες καὶ χρημάτισε κατοικητήριο τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διότι ποθοῦσε τὴν ἀπόλαυση τῆς ἄνω Σιών. Γιὰ τούτη τὴν αἰτία ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν πατρίδα του, ὀνομαζόμενη Ἄνδραπα καὶ βρισκόμενη στὴν Γαλατία (ἡ ὁποία πρωτύτερα ὀνομαζόταν νέα Κλαυδιούπολις1, καὶ νομίζουν κάποιοι ὅτι εἶναι ἡ κοινῶς λεγομένη Καστάμπολις), καὶ πῆγε στὶς ἐρήμους στὴν θάλασσα τῆς Ἀρδανίας, καθὼς πρόσταξε τὸ πνεῦμά του ὁ Θεὸς ποὺ τὸν ὁδηγοῦσε. Πῆγε καὶ στὸ βουνὸ τὸ ὀνομαζόμενο τοῦ Μαίωνος.

   Βλέποντας τὸν ἅγιο οἱ δαίμονες ποὺ κατοικοῦσαν στὸ βουνὸ ἔκαμαν κάθε τρόπο καὶ μηχανεύτηκαν τὰ πάντα γιὰ νὰ τὸν διώξουν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ μεταχειρισθέντες ὡς ὄργανα κάποιον Ἰωάννη καὶ Ἱλαρίωνα, διὰ μέσου αὐτῶν ρωτοῦσαν τὸν ἅγιο ποῦ ἔχει σκοπὸ νὰ κατοικήσει. Καὶ λέγοντας τοῦ ἁγίου ὅτι θέλει νὰ κατοικήσει στὸ βουνὸ ἐκεῖνο ἀντέλεγαν οἱ κακοῦργοι ἐκεῖνοι ἔτσι: «Ἄνθρωπε, δὲν ξέρεις τὴν δυσκολία τοῦ τόπου καὶ γιὰ τοῦτο ζητεῖς νὰ κατοικήσεις μέσα στὸν θάνατο· διότι ὁ τόπος αὐτὸς εἶναι κατοικία τῶν θηρίων καὶ κλεπτῶν καὶ ὅσοι κατοικήσουνε σ’ αὐτὸν οὔτε μία ἡμέρα δὲν θὰ ζήσουν». Σὰν ἄκουσε αὐτὰ ὁ θεῖος πατὴρ στάθηκε συλλογισμένος καὶ στοχάσθηκε τὰ πρόσωπα αὐτῶν ποὺ ἔλεγαν τοῦτα κι ἀφοῦ γνώρισε μὲ τὴν διορατικὴ δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὅτι ὑπὸ δαιμόνων λαλοῦν καὶ ἐνεργοῦν ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι, μὲ τὸν τύπο τοῦ σταυροῦ ἔδιωξε ἀπ’ τὰ σώματα αὐτῶν τοὺς ἀσώματους δαίμονες, καὶ πῆγε σὲ μία ράχη τοῦ βουνοῦ ἐκείνου καὶ κατοίκησε ἀκολουθῶντας τὶς ὁδηγίες τοῦ Θεοῦ.

   Ἐκεῖ λοιπὸν κατοίκησε ὁ Ὅσιος καὶ δούλεψε τὴν γῆ ὅσο μποροῦσε καὶ ἀπὸ ἐκείνη παρηγοροῦσε τὴν ἀνάγκη τῆς φύσεως. Κ’ ἐπειδὴ ἦλθαν πουλιὰ κ’ ἔτρωγαν τὰ γεννήματά του, ὅταν ἦσαν στὴν βλάστηση, διὰ τοῦτο ταχέως ἔλαβαν τὴν ἐκδίκηση, διότι εὐθὺς ἅμα ἔτρωγαν τὰ βλαστάρια ἔπεφταν νεκρὰ στὴν γῆ. Ἐπειδὴ δὲ πάλι ἦλθαν ἄλλα πουλιὰ καὶ ἔβλαπταν τοὺς καρπούς, ὁ Ὅσιος ἀφοῦ σήκωσε τὰ μάτια στοὺς οὐρανοὺς καὶ τρόπον τινὰ ἐμβριμησάμενος (μιλῶντας αὐστηρά), ἐπετίμησε τὰ πουλιά, λέγοντας: «Φύγετε ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς καὶ μὴ βλάπτετε τοὺς κόπους αὐτῶν». Ἔτσι τὰ πουλιά, σὰν νὰ ἦσαν λογικά, ἄκουσαν τὴν φωνὴ τοῦ Ὁσίου κι ἀναχώρησαν καὶ πλέον δὲν φάνηκαν στὸν τόπο ἐκεῖνο. Ὕστερα, ὁ Ὅσιος κατέβηκε στὸ κατώτερο μέρος τοῦ βουνοῦ καὶ κεῖ ἀφοῦ βρῆκε νερὸ ἔκτισε ἐκκλησία στὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἀνδρέου καὶ σ’ αὐτὴν ἡσύχαζε προσευχόμενος στὸν Κύριο.

   Μιὰ φορὰ ἔφεραν κάποιοι Χριστιανοὶ στὸν Ὅσιο τὴν θυγατέρα τους ἐνοχλουμένη ὑπὸ δαιμόνων καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τὴν γιατρέψει· ὁ δὲ ἅγιος χωρὶς νὰ χὰσει καιρὸ τὴν γιάτρεψε μὲ τὴν συνεργία τοῦ πρωτοκλήτου ἀποστόλου καὶ ἀπέδωκε τὴν κόρη στοὺς γονεῖς της ὑγιαίνουσα· ἀποδίδοντάς την δέ, εἶπε καὶ τὰ προφητικὰ τοῦτα λόγια στοὺς γονεῖς καὶ τὴν θυγατέρα τους: «Τάδε μοι προλέγει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ὅτι μετὰ τὴν ἀποβίωσή μου θέλει κατασταθῆ ὁ τόπος τοῦτος σεμνῶν καὶ παρθένων ἀσκητήριο καὶ μὲ τὶς ἄπαυστες ἐκείνων προσευχὲς θὰ διωχθεῖ ἀπ’ ἐδῶ ὅλη ἡ παράταξη τῶν δαιμόνων», κ’ ἐκπληρώθηκαν τὰ λόγια τοῦτα τοῦ ἁγίου σὲ λίγο καιρό.

   Ἄλλη φορὰ ἐξερχόμενος ὁ Ὅσιος ἀπ’ τὸ κελλί του, ὡς ἐκ θείας προνοίας, βλέπει ἕναν ἄνθρωπο ἄγροικο (χωριάτη, ἀγρότη), ὁ ὁποῖος εἶχε μπροστά του βόδια, τὰ ὁποῖα ἔσυραν ἁμάξι φορτωμένο, συνέβη δὲ νὰ συμποδισθεῖ τὸ ἕνα ἀπ’ τὰ βόδια καὶ νὰ πέσει πρηνὲς στὴν γῆ, ὁ δὲ βοηλάτης ἔτρεξε γιὰ νὰ τὸ σηκώσει, ἀλλ’ εἰς μάτην κοπίαζε, ἐπειδὴ τὸ βόδι μεταβλήθηκε σχεδὸν σὲ λίθο ἀναίσθητο καὶ νὰ κινηθεῖ ἀπ’ τὸν τόπο του δὲν μποροῦσε· κ’ ἔτσι ἀπορῶντας καὶ μὴ ξέροντας τί νὰ κάμει καθόταν θρηνῶντας καὶ βρέχοντας τὸν ἑαυτό του μὲ δάκρυα. Τὸν εἶδε ὁ συμπαθὴς Ἡσύχιος καὶ συμπονῶντας τὴν συμφορά του ἔρχεται στὸ πεσμένο βόδι κι ἀφοῦ ἔτριψε μὲ τὸ χέρι του τὸν λαιμὸ τοῦ ζώου «σήκω ἐπάνω, εἶπε, ὦ ὀκνηρό, καὶ τέλειωσε τὸν ἐπίλοιπο δρόμο, μήπως ὁ ἐχθρὸς σὲ σφάξει μὲ τὴν μάχαιρα». Τοῦτα λέγοντας ὁ Ὅσιος καὶ σημειώνοντας ἐπάνω στὸ βόδι τὸν τίμιο σταυρὸ ἔκαμε τὸ ζῶο ν’ ἀναστηθεῖ καὶ νὰ σύρει τὸ ἁμάξι μὲ ἐλευθερία. Τοῦτο τὸ θαῦμα βλέποντας ὁ βοηλάτης ἐξεπλάγη καὶ πέφτοντας στὴν γῆ εὐχαριστοῦσε τὸν ἅγιο, ὅτι τὸν συμπόνεσε κι ἀνέστησε τὸ ζῶο του καὶ στὴν ὁδὸ τὸν εὐόδωσε.

   Τοῦτος ὁ μακάριος Ἡσύχιος, ἐπειδὴ ἐπεκτεινόταν στὴν ἀρετὴ καὶ σπούδαζε νὰ ὑποτάξει τὸ «χεῖρον εἰς τὸ κρεῖττον», δηλαδὴ νὰ ὑποτάξει τὸ σῶμα στὴν ψυχή, ἀξιώθηκε νὰ ὁμιλεῖ μὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους· καὶ ἄγγελος Κυρίου ἦλθε καὶ εἶπε σ’ αὐτὸν ὅτι μετὰ ἀπὸ τριάντα ἡμέρες θὰ ἀπέλθει πρὸς Κύριον. Ἔτσι ὁ Ὅσιος εὐφράνθηκε γιὰ τὸ χαροποιὸ μήνυμα, προσκάλεσε τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ ἦσαν μαζί του καὶ τοὺς μίλησε τὰ ἐξόδια καὶ ὁλοϋστερινὰ (τελευταῖα) λόγια, φέρνοντας στὸ μέσο τὸν φόβο τῆς μελλούσης κολάσεως μὲ τὸν ὁποῖο ἔκαμε ὅλους νὰ φρίξουν. Καὶ κατὰ τὸ μεσονύκτιο, ἐνῶ ἀκόμη νουθετοῦσε τοὺς ἀδελφοὺς ὁ ἅγιος, ἔλαμψε σ’ αὐτὸν φῶς οὐράνιο· καὶ λέγοντας «Κύριε, εἰς χεῖράς σου παρατίθημι τὸ πνεῦμά μου» ἀπεδήμησε στὶς αἰώνιες μονὲς ὁ ἀοίδιμος. Τότε οἱ παρατυχόντες ἀδελφοὶ κηδεύσανε μ’ εὐλάβεια τὸ καὶ στοὺς ἀγγέλους σεβάσμιο σῶμα του ἔβαλαν αὐτὸ σὲ πέτρινη θήκη πλησίον στὴν βασιλικὴ πύλη τῆς ἐκκλησίας. Κι ὅταν βασίλευσε ὁ Κωνσταντῖνος καὶ ἡ μητέρα του Εἰρήνη, ἐν ἔτει ψπα΄ (781), ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἀμασείας Θεοφύλακτος ἀνακόμισε τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ ἁγίου καὶ μετέθεσε στὴν Ἀμάσεια καὶ τὸ ἀπέθεσε στὸ δεξιὸ μέρος τοῦ ἁγίου Βήματος, στὸ ὁποῖο βρίσκεται καὶ μέχρι σήμερα τιμώμενο παρὰ πάντων.

 

Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

 

* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 4ος, σελ. 38-41. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).

 

 

1. Ἄδραπα (Andrapa:AdraSuyu) ἢ Νεοκλαυδιούπολη (Neoclaudiopolis), σημερινὸ Vezirköprü.

 

 

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον…

 

Τὴν σὴν κλῆσιν σφραγίζων Πάτερ τῷ τρόπῳ σου, ἐν ἡσυχίᾳ διῆλθες τὴν σὴν ὁσίαν ζωήν, καὶ ἐδόξασας Χριστὸν τῇ πολιτείᾳ σου· καὶ θαυμάτων αὐτουργός, ἀνεδείχθης ἀληθῶς, Ἡσύχιε θεοφόρε, διὰ παντὸς ἱκετεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Κοντάκιον

Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν…

 

Χριστὸν τὸν Θεόν, ποθήσας ἐκ νεότητος, αὐτοῦ τὸν Σταυρόν, ἄρας σοφὲ ἐπ’ ὤμων σου, αὐτῷ κατηκολούθησας, καὶ ἰσάγγελον βίον ἐβίωσας· καὶ νῦν δυσώπει ὑπὲρ ἡμῶν, Ἡσύχιε Πάτερ τῶν τιμώντων σε.

 

Μεγαλυνάριον

 

Χαίροις ἡσυχίας θεῖος πυρσός, Ἡσύχιε Πάτερ, καὶ θησαύρισμα ἀρετῶν· χαίροις τῆς Τριάδος, θεράπων θεοφόρος, καὶ πρέσβυς ἡμῶν μέγας, πρὸς τὸν φιλάνθρωπον.