Σάββατο 23 Μαΐου 2020

Ὀρθοδοξία καὶ Θρησκεία (B΄)




Ὀρθοδοξία καὶ Θρησκεία (B΄)

Τοῦ μακαριστοῦ πρωτοπρεσβυτέρου
 π. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδου
Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου*

Ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι θρησκεία

(συνέχεια ἀπ’ τό προηγούμενο…)

   Τώρα ἡ κάθαρση καί ὁ φωτισμός γιά ποιόν λόγο χρειάζονται; Γιά νά πάει ὁ ἄνθρωπος στόν Παράδεισο καί νά ἀποφύγει τήν Κόλαση; Γι᾿ αὐτό χρειάζονται; Σέ τί συνίσταται ἡ κάθαρση καί ὁ φωτισμός καί γιά ποιόν λόγο ἐπιδιώκονται ἀπό τούς Ὀρθοδόξους; Γιά νά βρεῖ κανείς τόν λόγο καί νά δώσει ἀπάντηση στήν ἐρώτηση αὐτή, πρέπει νά κατέχει τό βασικό κλειδί, τό ὁποῖο εἶναι τοῦτο: Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐπάνω στή γῆ ἔχουν τό ἴδιο τέλος ἀπό Ὀρθόδοξη θεολογική ἄποψη. Εἴτε εἶναι κανείς Ὀρθόδοξος εἴτε εἶναι Βουδιστής εἴτε Ἰνδουϊστής εἴτε ἀγνωστικιστής εἴτε ἄθεος, ὅ,τιδήποτε καί ἄν εἶναι, δηλαδή κάθε ἄνθρωπος ἐπάνω στή γῆ, εἶναι προωρισμένος νά δεῖ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Θά δεῖ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ κατά τό κοινό τέλος τῆς ἀνθρωπότητος κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά δοῦν τήν δόξαν (τό ἄκτιστο φῶς) τοῦ Θεοῦ καί ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως ἔχουν τό ἴδιο τέλος. Ὅλοι βέβαια θά δοῦν τή δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μέ μία διαφορά: Οἱ μέν σεσωσμένοι θά δοῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς Φῶς γλυκύτατο καί ἀνέσπερο, οἱ δέ κολασμένοι, θά δοῦν τήν ἴδια δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς πῦρ καταναλίσκον, σάν φωτιά, πού θά τούς καίει. Αὐτό, τό ὅτι ὅλοι θά δοῦμε τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἕνα ἀληθινό καί ἀναμενόμενο γεγονός. Τό νά δεῖ κανείς τόν Θεό, δηλαδή τήν δόξα Του, τό Φῶς Του, αὐτό εἶναι κάτι, πού θά γίνει εἴτε τό θέλουμε εἴτε ὄχι. Ἡ βίωση, ὅμως, αὐτοῦ τοῦ Φωτός θά εἶναι διαφορετική στούς μέν, ἀπό τούς δέ.

   Ὁπότε τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν κληρικῶν δέν εἶναι νά μᾶς βοηθήσουν νά δοῦμε αὐτή τήν δόξα, διότι αὐτό θά γίνει ὁπωσδήποτε. Τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας ἑστιάζεται στό πῶς θά δεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος τόν Θεό. Ὄχι στό ἄν θά δεῖ τόν Θεό. Δηλαδή τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά κηρύττει στούς ἀνθρώπους ὅτι ὑπάρχει Θεός ἀληθινός, ὅτι ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται εἴτε ὡς Φῶς εἴτε ὡς πῦρ καταναλίσκον, ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ θά δοῦμε τόν Θεό καί νά προετοιμάζει τά μέλη της, ὥστε νά δοῦν τόν Θεό ὄχι σάν φωτιά, ἀλλά σάν Φῶς.
   Αὐτή ἡ προετοιμασία τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί ὅλων τῶν ἀνθρώπων, πού θέλουν νά δοῦν τόν Θεό ὡς Φῶς, εἶναι στήν οὐσία της, μία θεραπευτική ἀγωγή, ἡ ὁποία πρέπει νά ἀρχίσει καί νά τελειώσει σ᾿ αὐτήν τή ζωή. Πρέπει σ᾿ αὐτήν τή ζωή νά γίνει ἡ θεραπεία καί νά περατωθεῖ. Διότι μετά θάνατον οὐκ ἐστι μετάνοια. Αὐτή ἡ θεραπευτική ἀγωγή εἶναι ἡ οὐσία καί τό κύριο περιεχόμενο τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης καί ἡ κύρια μέριμνα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Συνίσταται δέ καί ἀποτε-λεῖται ἀπό τά ἀκόλουθα τρία στάδια πνευματικῆς ἀναβάσεως:
   Τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη,
   τόν φωτισμό ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί
   τήν θέωσι, πάλι ἀπό τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
   Συμβαίνει δέ καί τοῦτο: Ἄν δέν φθάσει κανείς τουλάχιστον σέ κατάσταση μερικοῦ φωτισμοῦ, σ᾿ αὐτήν τή ζωή, δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό σάν Φῶς οὔτε σ᾿ αὐτήν τή ζωή, ἀλλά οὔτε καί στήν ἄλλη.
   Ἔτσι εἶναι φανερό ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐνδιαφέρονται γιά τόν ἄνθρωπο, ὅπως εἶναι σήμερα, αὐτήν τή στιγμή. Καί ἐκεῖνος, πού χρειάζεται θεραπεία, εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει τήν εὐθύνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νά ἀρχίσει αὐτό τό ἔργο σήμερα, σ᾿ αὐτήν τή ζωή, διότι σ᾿ αὐτήν τή ζωή μπορεῖ. Ὄχι μετά θάνατον. Καί αὐτό ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος, πού θά ἀποφασίσει γιά τό ἄν θά ἀκολουθήσει αὐτόν τόν δρόμο τῆς θεραπείας ἤ ὄχι.
   Ὁ Χριστός εἶπε: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδός». Ἡ ὁδός πρός τί; Ὄχι μόνον πρός τήν ἄλλη ζωή. Ὁ Χριστός εἶναι πρῶτα ἡ ὁδός σ᾿ αὐτήν τή ζωή. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ὁδός πρός τόν Πατέρα Του καί Πατέρα μας. Ὁ Χριστός ἀποκαλύπτεται στόν ἄνθρωπο πρῶτα σ᾿ αὐτήν τή ζωή καί τοῦ δείχνει τόν δρόμο πρός τόν Πατέρα. Αὐτός ὁ δρόμος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
   Τό ἐρώτημα τώρα εἶναι: Ἡ θρησκεία ταυτίζεται μέ μία διδασκαλία περί τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, καθώς καί μέ μία διδασκαλία περί τῆς ὑπάρξεως Θεοῦ γιά τήν μέλλουσα ζωή; Ἐπίσης ταυτίζεται μέ τήν ἐπικράτηση τῆς πλήρους δικαιοσύνης; Δηλαδή πρέπει νά ἔχουμε θρησκεία, ἐπειδή πρέπει νά ὑπάρχει ἕνας δίκαιος Θεός, ὁ ὁποῖος θά κάνει καί τήν τελική κρίση ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νά τιμωρηθοῦν οἱ ἄδικοι στήν Κόλαση καί νά βραβευθοῦν οἱ δίκαιοι (τά καλά παιδιά) στόν Παράδεισο; Ἄν ἡ ἀπάντηση εἶναι ναί, ἔ τότε πρέπει νά ὑπάρχει θρησκεία, ἀφ᾿ ἑνός γιά νά ἐπικρατήσει τελικά ἡ δικαιοσύνη καί ἀφ᾿ ἑτέρου γιά νά μή μείνει ἀνεκπλήρωτος ὁ πόθος τοῦ ἀνθρώπου γιά εὐδαιμονία. Εἶναι δυνατόν δηλαδή τό καλό παιδί νά μή ζεῖ μετά θάνατον εὐδαίμονα ζωή; Δέν εἶναι δυνατόν! Κι ἄς ἦταν ἀδικημένο σ᾿ αὐτήν τή ζωή. Ὅλοι δηλαδή αὐτοί οἱ ἀδικημένοι ἤ τά καλά παιδιά εἶναι δυνατόν νά μή δικαιωθοῦν στή μέλλουσα ζωή; Δέν εἶναι δυνατόν! Καί δέν θά πρέπει ἐκεῖ νά ζήσουν μία ζωή εὐχάριστη, μία ζωή εὐδαιμονίας; Βεβαίως! Μά, γιά νά γίνει αὐτό, θά πρέπει νά ὑπάρχει ζωή μετά θάνατον, καθώς καί ἕνας καλός καί δίκαιος Θεός, ὁ ὁποῖος θά πρέπει νά κάνει μία καλή καί δίκαιη μοιρασιά! Ἔτσι δέν εἶναι; Θά πρέπει νά ὑπάρχει. Σύμφωνα μέ τήν ἀντίληψη τοῦ Μεσαίωνα, δηλαδή, τῆς Δυτικῆς θεολογίας.
   Ὅμως, σέ σχέση μέ ὅλα αὐτά, ἔρχεται ἡ μοντέρνα ψυχολογία καί τά τινάζει ὅλα αὐτά στόν ἀέρα. Μᾶς λέγει ὅτι αὐτές οἱ ἀντιλήψεις εἶναι ψυχολογικές, διότι ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του τό αἴσθημα τῆς δικαιοσύνης, τό ὁποῖο εἶναι ἐκεῖνο, πού ἀπαιτεῖ νά τιμωρηθοῦν τά κακά παιδιά καί νά βραβευθοῦν τά καλά παιδιά! Καί, ἐφ᾿ ὅσον ἡ βράβευση ἀποτυγχάνει νά πραγματοποιηθεῖ σ᾿ αὐτήν ἐδῶ τή ζωή, προβάλλει ἡ ἀνθρώπινη φαντασία τήν ἰδέα ὅτι αὐτά πρέπει νά ἐκπληρωθοῦν σέ μιά ἄλλη ζωή καί γι᾿ αὐτό ὁ ἀδύνατος ἄνθρωπος, καθώς καί ἐκεῖνος, πού ἀγαπάει τήν δικαιοσύνη καί ἔχει βαθειά καί σοβαρά αἰσθήματα γιά τήν δικαιοσύνη, γίνεται θρησκευόμενος καί πιστεύει στά δόγματα τῆς θρησκείας, πού ἀκολουθεῖ. Γι᾿ αὐτούς τούς λόγους δηλαδή πιστεύει, ἐπειδή τό δόγμα, στό ὁποῖο πιστεύει, τοῦ ἐξυπηρετεῖ τήν ψυχολογική του ἀνάγκη γιά ἀπόδοση δικαιοσύνης. Οἱ λόγοι αὐτοί δέν ἔχουν φιλοσοφικά, μεταφυσικά δηλαδή θεμέλια, ἀλλά μόνο ψυχολογικά θεμέλια.
   Τό σωστό, ὅμως, στό παραπάνω σκεπτικό εἶναι ὅτι, ἐάν ποτέ ἐπικρατήσουν ἡ δικαιοσύνη καί ἡ εὐδαιμονία γιά τούς καλούς ἀνθρώπους, θά πρέπει νά ἐπικρατήσουν σ᾿ αὐτήν τή ζωή. Διότι ἄλλη ζωή οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δέν ξέρουν ἄν θά ἔχουν, ἐφ᾿ ὅσον τά ἐπιχειρήματα, πού ἀναφέραμε γιά τήν ὕπαρξη ἄλλης ζωῆς, εἶναι καθαρά ψυχολογικά ἐπιχειρήματα καί δέν εἶναι ἐπιστημονικά ἐπιχειρήματα, δηλαδή ἐπιχειρήματα, πού θά θεμελιώνονται ἐπάνω στήν ἐμπειρία καί στήν ἐπιστημονική μεθοδολογία. Ἔτσι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί πιστεύουν σέ μία ζωή μετά θάνατον ἁπλῶς, ἐπειδή θέλουν νά πιστεύουν. Καί γι᾿ αὐτό ἡ οὐσία τῆς θρησκείας τους εἶναι νά ὑπάρχει μία ἄλλη ζωή, ὅπου τιμωρεῖται ἡ ἀδικία καί βραβεύεται ἡ δικαιοσύνη.
   Ἔτσι, γι᾿ αὐτούς τούς λόγους, βλέπει κανείς ὅτι σήμερα σοβαροί ἄνθρωποι στήν Εὐρώπη καί στήν Ἀμερική δέν παραδέχονται πλέον αὐτά τά θεμέλια τῆς θρησκείας καί πάρα πολλοί ἐπιστήμονες ἔχουν ἀπορρίψει τή θρησκεία καί ἔχουν ὁδηγηθῆ στόν ἀγνωστικισμό, ἐνῶ οἱ ἀντίστοιχοί τους τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, στήν ἀθεΐα. Τά τελευταῖα χρόνια, ὅμως, βρίσκει κανείς πολλούς κομμουνιστές, οἱ ὁποῖοι ἐγκατέλειψαν τή σκληρή ἀθεΐα τοῦ παρελθόντος καί ἔχουν γίνει ἀγνωστικιστές. Καί ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως μοιάζουν μέ τούς ἀγνωστικιστές τῆς Εὐρώπης καί τῆς Ἀμερικῆς. Ἀπ’ τήν ἄλλη μεριά ὑπάρχουν οἱ θρησκευόμενοι στά κομμουνιστικά κράτη καί στήν Ἀμερική, οἱ ὁποῖοι συνεχίζουν νά πιστεύουν στή μετά θάνατον ζωή, διότι, ὅπως ἐξηγήσαμε, θέλουν νά πιστεύουν, χωρίς νά ἔχουν ἐπιστημονικά ἐπιχειρήματα γιά τή στήριξη αὐτῶν τῶν πεποιθήσεων. Αὐτή εἶναι ἡ γενική κατάσταση.
   Τώρα ποιά εἶναι ἡ θέση τῆς Ὀρθοδοξίας γιά ὅλα αὐτά;

(συνεχίζεται…)

* Ἀποσπάσματα ἀπ’ τὸ βιβλίο Πατερικὴ Θεολογία (πανεπιστημιακαὶ παραδόσεις τοῦ ἀκαδ. ἔτους 1983), ἔκδ. «Παρακαταθήκη», Θεσσαλονίκη 2004. (Οἱ μικρὲς φραστικὲς παρεμβάσεις καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ἡμέτερα.)