Τετάρτη 6 Μαΐου 2020

Μπορῶ νά τρυπηθῶ…




Μπορῶ νά τρυπηθῶ…


   Κάποτε, πρίν πολλά - πολλά χρόνια, ἕνα χωριό ἀπειλοῦνταν ἀπό μία φυλή βαρβάρων. Οἱ κάτοικοι, λίγοι λίγοι, ἐγκατέλειπαν τά σπίτια τους καί κατέφευγαν σ᾿ ἕνα πιό ἀσφαλές μέρος. Ὕστερ’ ἀπό ἕνα χρόνο εἶχαν φύγει ὅλοι, ἐκτός ἀπό μιά μικρὴ ἀδελφότητα μοναχῶν, πού ζοῦσαν κοντά στό χωριό.
   Ὁ στρατός τῶν βαρβάρων μπῆκε στήν πόλη χωρίς νά συναντήσει καμμιά ἀντίσταση κ’ ἔκανε ἕνα μεγάλο γλέντι γιά νά γιορτάσει τή νίκη. Στά μέσα τοῦ δείπνου ἐμφανίστηκε ἕνας ἱερομόναχος.
   ― Ἤρθατε ἐδῶ καί διώξατε τή γαλήνη τῆς περιοχῆς. Σᾶς παρακαλῶ νά φύγετε ἀμέσως, τούς εἶπε.
   ― Γιατί δέν τό ἔσκασες ἀκόμα; οὔρλιαξε ὁ ἀρχηγός τῶν βαρβάρων. Δέν βλέπεις ὅτι μπορῶ νά σέ τρυπήσω μέ τό σπαθί μου χωρίς νά μέ νοιάξει καθόλου;
   Κι ὁ μοναχός ἀπάντησε ἤρεμα:
   ― Δέν βλέπεις ὅτι μπορῶ νά τρυπηθῶ ἀπό ἕνα σπαθί χωρίς νά μέ νοιάξει καθόλου;
   Ἔκπληκτος ἀπ’ τήν ἀταραξία μπροστά στό θάνατο, ὁ ἀρχηγός τῶν βαρβάρων κ’ ἡ φυλή του ἐγκατέλειψαν τήν περιοχή τήν ἑπόμενη κιόλας ἡμέρα!

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μικρὲς κι’ Ὠφέλιμες Διηγήσεις», Β΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)