Μπορῶ νά τρυπηθῶ…
Κάποτε,
πρίν πολλά - πολλά χρόνια, ἕνα χωριό ἀπειλοῦνταν ἀπό μία φυλή βαρβάρων. Οἱ
κάτοικοι, λίγοι λίγοι, ἐγκατέλειπαν τά σπίτια τους καί κατέφευγαν σ᾿ ἕνα πιό
ἀσφαλές μέρος. Ὕστερ’ ἀπό ἕνα χρόνο εἶχαν φύγει ὅλοι, ἐκτός ἀπό μιά μικρὴ ἀδελφότητα
μοναχῶν, πού ζοῦσαν κοντά στό χωριό.
Ὁ στρατός τῶν βαρβάρων μπῆκε στήν πόλη χωρίς
νά συναντήσει καμμιά ἀντίσταση κ’ ἔκανε ἕνα μεγάλο γλέντι γιά νά γιορτάσει τή
νίκη. Στά μέσα τοῦ δείπνου ἐμφανίστηκε ἕνας ἱερομόναχος.
― Ἤρθατε ἐδῶ καί διώξατε τή γαλήνη τῆς
περιοχῆς. Σᾶς παρακαλῶ νά φύγετε ἀμέσως, τούς εἶπε.
― Γιατί δέν τό ἔσκασες ἀκόμα; οὔρλιαξε ὁ
ἀρχηγός τῶν βαρβάρων. Δέν βλέπεις ὅτι μπορῶ νά σέ τρυπήσω μέ τό σπαθί μου χωρίς
νά μέ νοιάξει καθόλου;
Κι ὁ μοναχός ἀπάντησε ἤρεμα:
― Δέν βλέπεις ὅτι μπορῶ νά τρυπηθῶ ἀπό ἕνα
σπαθί χωρίς νά μέ νοιάξει καθόλου;
Ἔκπληκτος ἀπ’ τήν ἀταραξία μπροστά στό θάνατο, ὁ ἀρχηγός τῶν βαρβάρων κ’ ἡ φυλή του
ἐγκατέλειψαν τήν περιοχή τήν ἑπόμενη κιόλας ἡμέρα!
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μικρὲς κι’ Ὠφέλιμες Διηγήσεις», Β΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)