Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

«Ρουμπίνια» καί «σμαράγδια»…




«Ρουμπίνια» καί «σμαράγδια»…


   Στό Λαυσαϊκό διαβάζουμε τήν ἀκόλουθη διδακτική καί ὠφέλιμη διήγηση:

   Κάποια Παρθένος στήν Ἀλεξάνδρεια, ἡ ὁποία ἀγαποῦσε μέ πόθο μεγάλο τόν χρυσό κι ὄχι τόν Χριστό, ἔφτασε σέ τόση φιλαργυρία, ὥστε ποτέ δέν ἔδωσε ἐλεημοσύνη, οὔτε σέ ξένο, οὔτε σέ γνώριμο, οὔτ’ ἁπλῶς σέ κανένα φτωχό. Ἀλλ’ οὔτε καί σ’ Ἐκκλησία πρόσφερε ποτέ κάτι τι. Πολλές φορές, ὁσιώτατοι Πατέρες καί Πνευματικοί τήν συμβούλεψαν· δυστυχῶς ὅμως, τήν εἶχε τόσο κυριέψει τό δαιμόνιο τῆς φιλαργυρίας, πού δέν τούς ἄκουγε καθόλου.

   Εἶχε μιάν ἀνεψιά ἀπ᾿ τήν ἀδελφή της, τήν ὁποία ἔκαμε θυγατέρα, γιά νά τήν κληρονομήσει ὅταν πεθάνει, καί δέν φρόντιζε ἡ ταλαίπωρη, νά καταθέσει τόν πλοῦτο της στίς ἀποθῆκες τ᾿ οὐρανοῦ μέ τήν ἐλεημοσύνη, ἀλλ᾿ ἤθελε νά τόν ἀφήσει στά χέρια μιᾶς ἀνάξιας γυναίκας, γιά νά γίνει τροφή τῆς αἰωνίου κολάσεως. 
   Ἐπειδή εἶναι κι αὐτή μεγάλη πονηριά τοῦ σατανᾶ, πού προφασίζονται δηλαδή πολλοί, πώς ἔχουν συγγενεῖς, ἤ παιδιά, ἤ γονεῖς καί γιά τοῦτο τάχα συνάζουν, γιά νά τούς τ᾿ ἀφήσουν κληρονομιά καί νά ζοῦν κατόπιν μ᾿ αὐτά. Αὐτή ὅμως, εἶναι πλάνη τοῦ διαβόλου γιά τούς πλεονέκτες. Οἱ ὁποῖοι, πολλές φορές, φαρμακώνουν τούς γονεῖς, φονεύουν τ᾿ ἀδέλφια, κ᾿ ἐπιβουλεύονται τούς συγγενεῖς. Κ’ ἐνῶ προφασίζονται δῆθεν ὅτι θά τ᾿ ἀφήσουν πρός βοήθεια ἄλλων, ὁ βαθύτερος σκοπός καί ἡ διάθεσή τους εἶναι νά πλεονεκτοῦν. Ἐκεῖνος ὅμως πού φοβᾶται τήν αἰώνια κόλαση, -ἡ ὁποία ἀναμένει ὅλους τούς φιλάργυρους-, μπορεῖ καί τούς δικούς του νά βοηθήσει στήν ἀνάγκη τους, καί τήν ἐλεημοσύνη νά μήν τήν παραμελεῖ.
   Αὐτήν, λοιπόν, τήν πλανεμένη φιλοχρήματη Παρθένο, ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Πρεσβύτερος (ὁ ὁποῖος εἶχε τήν φροντίδα ἐκείνων τῶν ἀσθενῶν πού ἦσαν καί ἀκρωτηριασμένοι), θέλησε, ἀπό θεϊκό ζῆλο, νά τήν ὠφελήσει στήν ψυχή της μέ τόν ἑξῆς πρωτότυπο κι ἀποτελεσματικό τρόπο. Μιά μέρα τῆς λέγει κρυφά:
   - Στό χέρι μου ἔτυχαν ἀτίμητες πέτρες, πολύ θαυμαστές καί φθηνές, οἱ ὁποῖες εἶναι ρουμπίνια καί σμαράγδια. Δέν ξέρω ὅμως, ἄν τίς ἔκλεψαν ἤ τίς ἔχουν ἀπό ἐμπόρους. Ἡ ἀξία τους εἶναι πολλή κι ἀνυπολόγιστη, ἀλλ᾿ αὐτός πού τίς πουλάει ἀρκεῖται καί σέ πεντακόσια φλουριά. Μή χάνεις, λοιπόν, τόν καιρό· ἔλα νά πᾶμε νά δεῖς τίς πέτρες καί δῶσε πεντακόσια φλουριά, πού μπορεῖς νά τά βγάλεις ἀπό μιά καί μόνο, ὥστε οἱ ἄλλες νά σοῦ ἀπομείνουν κέρδος.
          Καθώς τ᾿ ἄκουσε αὐτό ἡ φιλάργυρη ἐκείνη γυναῖκα, ἔπεσε στόν τράχηλο τοῦ Ἁγίου, παρακαλώντας τον νά τῆς ἀγοράσει τούς πολύτιμους λίθους, δίνοντας ἀμέσως καί τά πεντακόσια φλουριά καί λέγοντας ὅτι “δέν θέλω νά φανῶ ἐγώ στόν πωλητή’’.
          Παίρνοντας, λοιπόν, ὁ Ὅσιος Μακάριος τά φλουριά, τά ξόδιασε ὅλα στίς ἀναγκαῖες ὑπηρεσίες τῶν φτωχῶν καί ἀναπήρων…

          Μετά ἀπ᾿ αὐτό πέρασε πολύς καιρός καί ἡ Παρθένος ἐκείνη, ἐπειδή ὁ Μακάριος ἦταν τόσο ἁγιώτατος ἄνθρωπος, ντρεπόταν νά τοῦ ὑπενθυμήσει γιά τά φλουριά πού τοῦ ἔδωκε. Ὅμως μιά μέρα τόν βρῆκε ἰδιαιτέρως στήν Ἐκκλησία καί τοῦ λέγει:
          - Τί ὁρίζεις Πάτερ γιά τούς λίθους ἐκείνους, γιά τούς ὁποίους ἔδωσα τά πεντακόσια φλουριά;
          Τῆς λέγει ὁ Ἅγιος:
          - Ἐκείνη ἀκριβῶς τήν ἡμέρα, πού μοῦ ἔδωσες τά νομίσματα, ἐκείνη τήν ἴδια τά πλήρωσα γιά τήν τιμή τῶν λίθων, κι ἄν θέλεις, ἔλα στό πτωχοκομεῖο νά τούς δεῖς πού εἶναι κεῖ φυλαγμένοι.
          Ἐκείνη, καθώς ἄκουσε, ἦλθε μετά χαρᾶς στό πτωχοκομεῖο πού ἦταν διώροφο. Στό ἀνώγειο εἴχανε τίς γυναῖκες τίς ταλαίπωρες καί παραμορφωμένες ἀπ᾿ τούς ἀκρωτηριασμούς, ἐνῶ στό κατώγειο κείτονταν οἱ ἄνδρες.
          Τότε λέγει ὁ Ἅγιος:
          - Ποιούς ἔχεις τήν γνώμη νά δεῖς πρῶτα, τά «ρουμπίνια» ἤ τά «σμαράγδια»;
          Κ᾿ ἐκείνη ἀποκρίθηκε:
          - Ὅ,τι εἶναι στό θέλημά σου.
          Τότε τήν ἀνέβασε στίς γυναῖκες, πού κείτονταν ἄθλιες, καί λέγει:
          - Νά τά «ρουμπίνια»!
          Ἔπειτα τῆς ἔδειξε κάτω τούς ἄνδρες, λέγοντας:
          - Νά τά «σμαράγδια»! Τοῦτοι εἶναι οἱ πολύτιμοι λίθοι, ἀπ᾿ τούς ὁποίους δέν βρίσκεις ἀκριβότερους.
          Ἀκούγοντας ἐκείνη ὅλ᾿ αὐτά, ἀπ’ τήν πολλή λύπη δέν μίλησε διόλου, ἀλλά πῆγε στό σπίτι της κ’ ἔπεσε στό κρεββάτι ἄρρωστη ἀπό τήν πίκρα.
          Ἀργότερα ὅμως, ἀφοῦ πάντρεψε τήν ἀνηψιά της, κ’ ἐπειδή πέθανε ἄτεκνη αὐτή ἡ ἀνεψιά, εὐχαριστοῦσε γιά κείνη τήν ἀκούσια ἐλεημοσύνη τόν Ὅσιο Μακάριο, ὁ ὁποῖος τελείωσε τήν ἁγία ζωή του στήν Ἀλεξάνδρεια, ἑκατό ἐτῶν γέροντας, ἔχοντας μέχρι τέλους τήν φροντίδα τῶν ἀκρωτηριασμένων ἀδελφῶν.