Κυριακή 31 Μαΐου 2020

Ὀρθοδοξία καὶ Θρησκεία (Γ΄)




Ὀρθοδοξία καὶ Θρησκεία (Γ΄)


Τοῦ μακαριστοῦ πρωτοπρεσβυτέρου
 π. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδου
Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου*


(συνέχεια ἀπ’ τό προηγούμενο…)

Ἡ μεταφυσική θεώρηση τῆς θρησκείας

   Ὀρθοδοξία ἐνδιαφέρεται πρωτίστως γι᾿ αὐτήν ἐδῶ τή ζωή. Οἱ Πατέρες τονίζουν ὅτι «μετά θάνατον οὐκ ἐστι μετάνοια». Οἱ Νεοέλληνες θεολόγοι, ὅμως, ἀκολουθοῦντες τόν δάσκαλό τους τόν Ἀδαμάντιο Κοραῆ ἔχουν μία μεταφυσική ἀντίληψη περί τοῦ θέματος καί ἔχουν ἀντιγράψει τήν μεθοδολογία τῶν Λατίνων καί τῶν Προτεσταντῶν ἐπάνω στό θέμα τῆς θρησκείας.
   Τήν περίοδο, πού ἔφυγαν αὐτοί, γιά νά σπουδάσουν Θεολογία στήν Εὐρώπη καί Ρωσία, ἀλλά καί στήν Ἀμερική μετά τόν πόλεμο, εἶχε ἤδη ἀρχίσει ἀπό πολλά χρόνια πρίν ἡ μεγάλη διαμάχη μεταξύ ἀφ᾿ ἑνός τῶν ἐμπειριστῶν, πού εἶναι διάδοχοι τοῦ Διαφωτισμοῦ, τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1789 καί τῶν μεταφυσικῶν ἀφ᾿ ἑτέρου. Ἡ βασική διάκριση μεταξύ ἐμπειριστῶν καί μεταφυσικῶν εἶναι ὅτι ἡ οὐσία τῆς ἐμπειρικῆς γραμμῆς εἶναι ἡ παρατήρηση, ἐνῶ τῆς μεταφυσικῆς ὁ φιλοσοφικός στοχασμός.

   Τότε ὅλοι οἱ θρησκευόμενοι ἦσαν ὀπαδοί τῆς μεταφυσικῆς καί μέχρι πρότινος ἀκόμη, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἐμπειριστές ἦταν ἀγνωστικιστές καί μερικοί ἐξ αὐτῶν καί ἄθεοι. Γιατί; Διότι ἡ οὐσία τῆς ἐμπειρικῆς γραμμῆς δέν εἶναι κἄν φιλοσοφία. Βέβαια παρουσιάζεται σάν ἐμπειρική φιλοσοφία, σάν φιλοσοφία τῶν ἐμπειριστῶν. Αὐτοί ἐπεκράτησαν ἐπί τῶν μεταφυσικῶν στήν Ἀμερική καί ἐπετέλεσαν ἕνα μεγάλο ἔργο ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὑπῆρξαν, ὅμως, καταστροφικοί γιά τήν Νεοελληνική Θεολογία.
   Σήμερα στήν Ἑλλάδα ὅλοι οἱ Μαρξιστές εἶναι ἐμπειριστές, χωρίς νά τό ξέρουν βέβαια. Διότι οἱ Ἕλληνες ἰδεολόγοι Μαρξιστές δέν ξέρουν ποιό εἶναι τό οἰκογενειακό δένδρο τοῦ Μαρξισμοῦ, ὅπως τό ξέρουν οἱ συνάδελφοί τους στήν Εὐρώπη καί τήν Ἀμερική, διότι ἐδῶ ἁπλῶς ἔχουν ἀποστηθίσει μηχανικά τά μαθήματά τους, ὅπως οἱ Ἰεχωβάδες.
   Νομίζω ὅτι εἶναι μεγάλη τραγωδία, ὄχι τοῦ Αἰσχύλου, ἀλλά τοῦ αἴσχους, τό ὅτι δέν ὑπάρχουν δυνατοί διανοούμενοι Μαρξιστές στήν Ἑλλάδα. Εὐτυχῶς βέβαια γιά τήν Ἀστυνομία καί τούς Δεξιούς, καθώς καί τούς Νεοέλληνες θεολόγους, ἀλλά δυστυχῶς γιά τήν ἔρευνα τῆς ἀλήθειας. Διότι ὁ Μαρξισμός ξεκίνησε ἐπάνω σέ ἐμπειρικές βάσεις καί ἔφθασε ἐκεῖ πού ἔφθασε. Τό θεμέλιο τοῦ Μαρξισμοῦ καί τό θεμέλιο τῆς Πατερικῆς θεολογίας ἀπό ἐπιστημονική ἄποψη εἶναι τό ἴδιο, ὁπότε μποροῦσαν μεταξύ τους οἱ Μαρξιστές καί οἱ Πατερικοί θεολόγοι νά συνεννοηθοῦν.
   Ὁ Μαρξισμός, ὅμως, συγκρούσθηκε μέ τή θρησκεία. Ναί, ἀλλά μέ ποιά θρησκεία; Ὄχι μέ τήν Ἀποκάλυψη, ἀλλά μέ τή θρησκεία, πού ταυτίζεται μέ τή μεταφυσική. Ἕνας δέ ἀπό αὐτούς τούς μεταφυσικούς, πού ταύτισε τήν τύχη τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ τήν Μεταφυσική, εἶναι ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς.
   Ἡ οὐσιαστική διαφορά μεταξύ ἐμπειριστοῦ καί μεταφυσικοῦ εἶναι ὅτι ὁ μεταφυσικός ἔχει ὡς κύριο γνώρισμά του τήν τάση νά ταυτίζει μέ τήν πραγματικότητα κάτι, πού τοῦ φαίνεται ὅτι εἶναι λογικά βέβαιο. Βέβαια μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νά ἔχει λογική βεβαιότητα γιά κάτι μέ λογικά ἐπιχειρήματα. Ἐφ᾿ ὅσον, ὅμως, αὐτή δέν ὑποπίπτει στήν ἐμπειρική ἐξακρίβωση, στήν ἐμπειρική ἐπιβεβαίωση, πῶς μπορεῖ νά εἶναι βέβαιος περί ἐκείνου, πού σκέπτεται καί λογικά συμπεραίνει; Ἐπειδή εἶναι ἁπλῆ σκέψη; Πῶς μπορεῖ κανείς νά ταυτίσει τή σκέψη του μέ τή βεβαιότητα; Ὁ μεταφυσικός τό κάνει αὐτό τό πρᾶγμα, ἐνῶ ὁ ἐμπειριστής ἀποδέχεται καί κατατάσσει σέ ὁμάδες μόνον, ὅ,τι ὑποπίπτει στήν ἀντίληψί του ἀπό ἐμπειρική παρατήρηση.
   Μέσα σ᾿ αὐτά τά πλαίσια οἱ Καλβινιστές ἔχουν κάποια δυσκολία μαζί μέ τούς Παπικούς. Οἱ Λουθηρανοί, ὅμως, ζοῦν σ᾿ ἄλλον κόσμο γύρω ἀπ’ αὐτά τά θέματα.
   Ἐκεῖνος τώρα, πού εἶναι ἄθεος, γιατί δέν πιστεύει; Διότι δέν ἔχει τό δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό δῶρο τῆς ἐνδιαθέτου πίστεως. Καί ἐκεῖνος, πού λέγει ὅτι πιστεύει, εἶναι πράγματι πιστός; Ὄχι πάντα. Ὅπως π.χ. οἱ Καλβινιστές, οἱ ὁποῖοι λένε πολλές φορές ὅτι πιστεύουν, ἐπειδή εἶναι προωρισμένοι. Κατ᾿ αὐ-τόν, ὅμως, τόν τρόπο βαδίζουν τόν ἀντιεπιστημονικό δρόμο, ἐκεῖνον δηλαδή, πού δέν κατοχυρώνεται ἀπό κάποια ἐμπειρική πραγματικότητα· ἀλλά οὔτε μεταφυσική κατοχύρωση ἔχουν γι᾿ αὐτά, πού πιστεύουν. Αὐτοί βέβαια τό ξέρουν αὐτό, διότι εἶναι διανοούμενοι καί ξέρουν πῶς ἔχουν τά πράγματα, ὅμως, συνεχίζουν νά κινοῦνται κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο. Γι᾿ αὐτό, ὅμως, παρατηρεῖται ὅτι καί οἱ Καλβινιστές καί οἱ Λουθηρανοί καταφεύγουν στόν Ὑπαρξισμό. Τό ἴδιο, ὅμως, συμβαίνει καί μέ τούς Προτεστάντες τῆς Ἀμερικῆς, οἱ ὁποῖοι προσθέτουν στά προηγούμενα καί τόν συναισθηματισμό. Οἱ Προτεστάντες τῆς Ἀμερικῆς εἶναι πάρα πολύ συναισθηματικοί καί στή λατρεία τους καί στόν τρόπο συμπεριφορᾶς τους.


Ἡ Ὀρθοδοξία ὡς ἐπίσημη θρησκεία τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους

   χοντες τώρα αὐτά ὑπ᾿ ὄψιν, βλέπουμε γιατί τό Βυζαντινό κράτος ἐπεδίωξε νά ἔχει ὡς ἐπίσημη θρησκεία τήν Ὀρθοδοξία καί γιατί ἔκανε τόσες πολλές προσπάθειες, ὥστε νά διαφυλάσσεται ἀκέραιο τό Ὀρθόδοξο δόγμα. Γιατί τό ἔκανε; Γιά νά διαφυλάξει ἁπλῶς τό δόγμα ὡς δόγμα; Ἤ μᾶλλον, ἐπειδή τό συγκεκριμένο Ὀρθόδοξο δόγμα ἦταν ἡ προϋπόθεση γιά μία θεραπεία τῶν πολιτῶν, ἡ ὁποία θά ἐπέφερε κοινωνική ἐξυγίανση, μέσῳ τῆς θεραπείας τῆς προσωπικότητας ἑνός ἑκάστου πολίτη; Μᾶλλον, τό δεύτερο. Ὁ Ἐθνικός Ὕμνος τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ποιός ἦταν; Δέν ἦταν τό: «Σῶσον, Κύριε, τὸν λαόν Σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν Σου· νίκας τοῖς βασιλεῦσι κατὰ βαρβάρων δωρούμενος, καὶ τὸ Σὸν φυλάττων διὰ τοῦ Σταυροῦ Σου πολίτευμα»;
   Αὐτός ὁ ὕμνος ἐκφράζει τήν ἰδεολογία -ἄν μποροῦμε νά τήν ὀνομάσουμε ἔτσι- τῆς ἐφαρμογῆς τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας, πίστεως καί ζωῆς στό Κράτος, σέ πανεθνική δηλαδή κλίμακα. Ἀφοῦ τό Κράτος διεῖδε τήν κοινωνική συμβολή καί ὠφέλεια, πού θά προέκυπτε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη θεραπευτική διδασκαλία καί μέθοδο, ἐάν ἐφαρμοζόταν, θέσπισε καί προέβαλε τήν Ὀρθόδοξη πίστι ὡς τήν ἐπίσημη θρησκεία τοῦ Κράτους, ὥστε τό Κράτος νά γεμίσει ἀπό ἐνορίες, στίς ὁποῖες οἱ ἱερεῖς θά ἀσκοῦσαν αὐτήν τή θεραπευτική ἀγωγή. Ἔτσι οἱ ἐνορίες θά αὔξαναν σύν τῷ χρόνῳ σέ ὑγιεῖς πολίτες καί κατ᾿ ἐπέκτασιν καί τό ἴδιο τό Κράτος. Σ᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία δέν εἶπε φυσικά ὄχι, ἀλλά συνεργάσθηκε μέ τό κράτος.
   Συνέβη, ὅμως, αὐτή ἡ ἐξουσία, πού ἐδόθη στήν Ἐκκλησία, μαζί μέ τήν ἀναγκαιοῦσα διοικητική ἐκκλησιαστική ὀργάνωση νά δημιουργήσει ἕνα δημοσιοϋπαλληλικό πρόβλημα ὡς ἀναγκαῖο κακό. Πολλοί δηλαδή, πού ἐποφθαλμιοῦσαν δημόσιες θέσεις, ὑποκρίνονταν τούς Ὀρθοδόξους, ἐνῶ δέν ἦσαν, ἡ δέ Ἐκκλησία ἄρχισε νά ἐκκοσμικεύεται.
   Παρ᾿ ὅλα αὐτά ἡ Ἐκκλησία εἶχε ὡς παράλληλο ἔργο της τό νά προστατεύει τό Κράτος ἀπό τούς κομπογιαννίτες γιατρούς, δηλαδή ἀπό τούς αἱρετικούς. Οἱ Τοπικές καί Οἰκουμενικές Σύνοδοι φρόντιζαν ἀκριβῶς γι᾿ αὐτό. Στά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων βρίσκουμε τή φράση: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν». Δηλαδή: Ἐφάνη καλόν εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα καί εἰς ἡμᾶς… Αὐτό τό ἔλεγαν οἱ παρευρισκόμενοι στίς Συνόδους αὐτές, διότι, εἶχαν στήν κατοχή τους τήν νοερά προσευχή, διά τῆς ὁποίας ἐπληροφοροῦντο περί τῆς ἀληθείας τῶν Ὅρων, πού διετύπωναν.
   Σήμερα, ὅμως, πού σπανίζει ἡ νοερά προσευχή στούς ἐπισκόπους, ἄν συνέλθει μία Σύνοδος ἐξ ἐπισκόπων καί σηκωθοῦν κατά τήν ἔναρξη καί ποῦν ὅλοι μαζί «Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν…», θά ἔλθει ὁπωσδήποτε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο νά τούς φωτίσει; Ἐπειδή δηλαδή εἶναι κανονικοί ἐπίσκοποι καί συνέρχονται σέ Σύνοδο καί κάνουν προσευχή; Ὅμως, δέν ἐνεργεῖ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἔτσι. Μόνο, δηλαδή, κάτω ἀπό αὐτές τίς προϋποθέσεις. Χρειάζονται καί ἄλλες. Χρειάζεται ὁ προσευχόμενος νά ἔχει ἤδη ἐνεργουμένη τήν νοερά προσευχή μέσα του, ὅταν προσέρχεται στή Σύνοδο, γιά νά τόν φωτίσει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Στίς ψευδοσυνόδους οἱ προσερχόμενοι δέν εἶχαν αὐτή τήν προσευχητική κατάσταση.
   Οἱ παλαιοί ἐπίσκοποι, ὅμως, εἶχαν τέτοια πνευματική ἐμπειρία καί ὅταν προσήρχοντο ὡς Σῶμα, ἤξεραν τί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο τούς πληροφοροῦσε μέσα στήν καρδιά γιά ἕνα συγκεκριμένο θέμα. Καί, ὅταν ἔβγαζαν ἀποφάσεις, ἤξεραν ὅτι οἱ ἀποφάσεις τους ἦταν σωστές. Διότι βρίσκονταν σέ κατάσταση φωτισμοῦ, ἐνῶ ὁρισμένοι ἀπό αὐτούς εἶχαν φθάσει καί στόν δοξασμό, δηλαδή στή θέωση.
   Ὁπότε βλέπουμε ὅτι στήν ἀρχαία Ἐκκλησία κυριαρχοῦσε τό χαρισματικό στοιχεῖο (δηλαδή κυριαρχοῦσαν τά μέλη μέ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος), ἐνῶ τά καθιδρυματικά στοιχεῖα, δηλαδή τά τυπικά ἐκκλησιαστικά καί διοικητικά προσόντα ἀκολουθοῦσαν. Αὐτό εἶναι σαφέστατο καί στή Καινή Διαθήκη καί στήν ἀρχαία Ἐκκλησία καί στούς μεγάλους Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀπό τήν 1η Οἰκουμενική Σύνοδο (4ος αἰών), μέχρι τήν 9η Οἰκουμενική Σύνοδο, πού ἔλαβε χώρα ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (14ος αἰών).
   Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν συμμαρτυρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδιά τήν ξέρουν καλά μόνο ὅσοι ἔχουν τή νοερά προσευχή ἐνεργουμένη μέσα στήν καρδιά τους. Ἡ νοερά προσευχή εἶναι μία ἐμπειρική ἐξακρίβωση καί ἐπιβεβαίωση τῆς θεραπείας τοῦ νοός τοῦ ἀνθρώπου. Μία τέτοια θεραπεία εἶναι ἐφικτή σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐφ᾿ ὅσον πληροῦνται οἱ πνευματικές προϋποθέσεις τῆς θεραπευτικῆς μεθόδου. Δέν εἶναι δηλαδή προορισμένη ἤ σχεδιασμένη μόνο γιά κάτι καλογήρους, μόνο δηλαδή γιά κάποιους, πού φορᾶνε ράσα, ἀλλά γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Διότι στήν Ἁγία Γραφή δέν φαίνεται πουθενά νά γίνεται διάκριση μεταξύ μοναστικῆς πνευματικότητας καί λαϊκῆς πνευματικότητας. Ἡ Ἁγία Γραφή μιλάει μόνο γιά μία πνευματικότητα. Ἔχετε βρεῖ ποτέ στήν Ἁγία Γραφή κάποιο χωρίο, πού νά μιλάει ξεχωριστά γιά πνευματικότητα λαϊκῶν ἤ γιά πνευματικότητα κληρικῶν; Δέν ὑπάρχει τέτοιο πρᾶγμα στήν Ἁγία Γραφή. Ἡ ἐν Χριστῷ πνευματικότητα εἶναι μία γιά ὅλους τούς πιστούς.
   Αὐτή ἡ ἐν Χριστῷ πνευματικότητα εἶναι στήν οὐσία της μία θεραπευτική ἀγωγή, ἡ ὁποία προσφέρεται ἀπό τόν Χριστό σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Εἶναι σχεδιασμένη γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Δέν εἶναι μόνο γιά μοναχούς ἤ τούς κληρικούς ἤ τούς μορφωμένους ἤ διανοουμένους, διότι μέσα της δέν ἔχει καθόλου διανόηση. Οὔτε ἔχει σχέση μέ τά ἐξωτερικά καί φαινόμενα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά μέ τά ἐσωτερικά καί κρυπτά.


* Ἀποσπάσματα ἀπ’ τὸ βιβλίο Πατερικὴ Θεολογία (πανεπιστημιακαὶ παραδόσεις τοῦ ἀκαδ. ἔτους 1983), ἔκδ. «Παρακαταθήκη», Θεσσαλονίκη 2004. (Οἱ μικρὲς φραστικὲς παρεμβάσεις καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ἡμέτερα.)