Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε




Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε


ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Ἁγίου Νικολάου (Βελιμίροβιτς), Μητροπολίτου Ἀχρίδος


ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ (ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ)
   Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη καὶ ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι.
   Οἱ ἐχθροί μου μὲ ἔχουν ὁδηγήσει μέσα στὴν ἀγκάλη Σου περισσότερο, ἀπὸ ὅ,τι οἱ φίλοι μου. Οἱ φίλοι μὲ ἔχουν προσδέσει στὴν γῆ, ἐνῶ οἱ ἐχθροὶ μὲ ἔχουν λύσει ἀπὸ τὴν γῆ καὶ ἔχουν συντρίψει ὅλες τὶς φιλοδοξίες μου στὸν κόσμο.
   Οἱ ἐχθροὶ μὲ ἀποξένωσαν ἀπὸ τὶς ἐγκόσμιες πραγματικότητες καὶ μὲ ἔκαναν ἕναν ξένο καὶ ἄσχετο κάτοικο τοῦ κόσμου. Ὅπως ἀκριβῶς ἕνα κυνηγημένο ζῶο βρίσκει ἀσφαλέστερο καταφύγιο ἀπὸ ἕνα μὴ κυνηγημένο, ἔτσι καὶ ἐγώ, καταδιωγμένος ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἔχω βρεῖ τὸ ἀσφαλέστερο καταφύγιο, προφυλασσόμενος ὑπὸ τὸ σκήνωμά Σου, ὅπου οὔτε φίλοι οὔτε ἐχθροὶ μποροῦν νὰ ἀπωλέσουν τὴν ψυχή μου.

   Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη καὶ ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι.
   Αὐτοὶ μᾶλλον, παρὰ ἐγώ, ἔχουν ὁμολογήσει τὶς ἁμαρτίες μου ἐνώπιον τοῦ κόσμου.
   Αὐτοὶ μὲ ἔχουν μαστιγώσει, κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα διστάσει νὰ μαστιγωθῶ.
   Μὲ ἔχουν βασανίσει, κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα προσπαθήσει νὰ ἀποφύγω τὰ βάσανα.
   Αὐτοὶ μὲ ἔχουν ἐπιπλήξει, κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα κολακεύσει τὸν ἑαυτό μου.
   Αὐτοὶ μὲ ἔχουν κτυπήσει, κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα παραφουσκώσει  μὲ ἀλαζονεία.
   Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη καὶ ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι.
   Κάθε φορὰ ποὺ εἶχα κάνει τὸν ἑαυτό μου σοφό, αὐτοὶ μὲ ἀποκάλεσαν ἀνόητο.
   Κάθε φορὰ ποὺ εἶχα κάνει τὸν ἑαυτό μου δυνατό, αὐτοὶ μὲ περιγέλασαν σὰ νὰ ἤμουν νάνος.
   Κάθε φορὰ ποὺ θέλησα νὰ καθοδηγήσω ἄλλους, αὐτοὶ μὲ ἔσπρωξαν στὸ περιθώριο.
   Κάθε φορὰ ποὺ ἔσπευδα νὰ πλουτίσω, αὐτοὶ μὲ ἐμπόδισαν μὲ σιδηρᾶ χεῖρα.
   Κάθε φορὰ ποὺ εἶχα σκεφθεῖ ὅτι θὰ κοιμόμουν εἰρηνικά, αὐτοὶ μὲ ξύπνησαν ἀπὸ τὸν ὕπνο.
   Κάθε φορὰ ποὺ προσπάθησα νὰ κτίσω σπίτι γιὰ μία μακρὰ καὶ ἤρεμη ζωή, αὐτοὶ τὸ κατεδάφισαν καὶ μὲ ἔβγαλαν ἔξω.
   Στ’ ἀλήθεια, οἱ ἐχθροὶ μὲ ἔχουν ἀποσυνδέσει ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἅπλωσαν τὰ χέρια μου στὸ κράσπεδο τοῦ ἱματίου Σου.
   Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη καὶ ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι.
   Εὐλόγησέ τους καὶ πλήθυνέ τους! Πλήθυνέ τους καὶ κάνε τους ἀκόμη πιὸ σκληροὺς ἐναντίον μου!
   Ὥστε ἡ καταφυγή μου σὲ Σένα νὰ μὴν ἔχει ἐπιστροφή·
ὥστε κάθε ἐλπίδα μου στοὺς ἀνθρώπους νὰ διαλυθεῖ ὡς ἱστὸς ἀράχνης·
ὥστε ἀπόλυτη γαλήνη νὰ ἀρχίσει νὰ βασιλεύει στὴν ψυχή μου·
ὥστε ἡ καρδιά μου νὰ γίνει ὁ τάφος τῶν δύο κακῶν διδύμων μου ἀδελφῶν: τῆς ἀλαζονείας καὶ τοῦ θυμοῦ·
ὥστε νὰ μπορέσω νὰ ἀποθηκεύσω ὅλους τοὺς θησαυρούς μου ἐν οὐρανοῖς·
ἄ! ὥστε νὰ μπορέσω γιὰ πάντα νὰ ἐλευθερωθῶ ἀπὸ τὴν αὐταπάτη, ἡ ὁποία μὲ περιέπλεξε στὸ θανατηφόρο δίχτυ τῆς ἀπατηλῆς ζωῆς.
   Οἱ ἐχθροὶ μὲ ἐδίδαξαν νὰ μάθω —αὐτὸ ποὺ δύσκολα μαθαίνει κανεὶς— ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἐχθροὺς στὸν κόσμο, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του!…
   Μισεῖ κάποιος τοὺς ἐχθρούς του μόνον ὅταν ἀποτυγχάνει νὰ ἀναγνωρίσει ὅτι δὲν εἶναι ἐχθροί, ἀλλὰ σκληροὶ καὶ ἄσπλαγχνοι φίλοι!…
   Εἶναι πράγματι δύσκολο γιὰ μένα νὰ πῶ ποιός μοῦ ἔκανε περισσότερο καλὸ καὶ ποιός μοῦ ἔκανε περισσότερο κακὸ στὸν κόσμο: οἱ ἐχθροὶ ἢ οἱ φίλοι.
   Γι᾿ αὐτό, εὐλόγησε, ὦ Κύριε, καὶ τοὺς φίλους μου καὶ τοὺς ἐχθρούς μου!…