Τὸν
δέχθηκαν…
Σὲ
κάποιον μοναχὸ ποὺ ἔμενε στὸ κοινόβιο μοναστήρι τοῦ ἀββᾶ Ἠλία, συνέβη κάποτε ἕνας
μεγάλος πειρασμός. Γι᾿ αὐτὸ τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ κεῖ καὶ πῆγε κοντὰ στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο,
στὸ ὄρος. Ἀφοῦ ἔμεινε ὁ ἀδελφὸς κοντά του κάποιο χρονικὸ διάστημα κι᾿ ὠφελήθηκε,
τὸν ἔστειλε ὁ ἀββᾶς στὸ κοινόβιο ἀπ᾿ ὅπου εἶχε φύγει. Ἐκεῖνοι ὅμως μόλις τὸν εἶδαν,
τὸν ξανάδιωξαν καὶ ὁ μοναχὸς γύρισε πάλι στὸν ὅσιο Ἀντώνιο καὶ τοῦ εἶπε:
― Δὲν θέλησαν νὰ μὲ δεχθοῦν, πάτερ.
Τὸν ἔστειλε πάλι ὁ Γέροντας καὶ τοὺς μήνυσε τὸ ἑξῆς:
― Ἕνα καράβι ναυάγησε μέσα στὸ πέλαγος, ἔχασε τὸ φορτίο
του καὶ μὲ κόπο πολὺ ἔφθασε στὴ στεριά. Καὶ σεῖς, ὅ,τι σώθηκε κ’ ἔφθασε στὴ
στεριά, θέλετε νὰ τὸ καταποντίσετε;
Κι
ἐκεῖνοι ὅταν ἄκουσαν ὅτι ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος τὸν ἔστειλε, ἄλλαξαν γνώμη κι εὐθὺς τὸν
δέχθηκαν…