Τετάρτη 20 Μαΐου 2020

Τό τρελό νερό…


   Παρουσιάζουμε τὴν πολὺ χαριτωμένη διήγηση ποὺ ἀκολουθεῖ· ὁποιαδήποτε ὁμοιότητα μὲ τὴ σημερινὴ σκληρὴ καὶ σχιζοφρενικὴ πραγματικότητα… ἐντελῶς τυχαία!


Τό τρελό νερό…


   Μιά φορά κι᾿ ἕνα καιρό, ἦταν ἕνας Σουλτᾶνος, καλός καί δίκαιος, κ᾿ εἶχε ἕναν βεζύρη πού ἤτανε κι αὐτός καλός καί δίκαιος καί διάβαζε τ᾿ ἄστρα. Μιά μέρα, λοιπόν, ὁ βεζύρης λέγει τοῦ σουλτάνου, πώς εἶδε κάποια σημάδια στόν οὐρανό ὅτι θά βρέξει στόν κόσμο μιά βροχή, ὄχι σάν τίς συνηθισμένες βροχές, ἀλλά τό νερό της θἆναι τρελό· καί, ὅποιος πιεῖ ἀπ’ αὐτό τό τρελό νερό θά τρελαίνεται. Ἐπίσης εἶδε, πώς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦνε στήν ἐπικράτειά τους θά τό πιοῦνε καί θά χάσουνε τά λογικά τους, καί δέν θά καταλαβαίνουν ποιό εἶναι τό σωστό καί ποιό τό λάθος, τί εἶναι καλό καί τί κακό, ποιό εἶναι τό δίκαιο καί ποιό τό ἄδικο.
   Σάν τ᾿ ἄκουσε τά λόγια τοῦτα ὁ Σουλτᾶνος, γυρίζει καί λέγει στόν βεζύρη:
   - Ἀφοῦ θά τρελαθεῖ ὅλος ὁ κόσμος, πρέπει νά κοιτάξουμε νά μήν τρελαθοῦμε καί μεῖς, γιατί ἀλλιῶς δέν θά μποροῦμε νά διοικήσουμε σωστά καί νά τούς κρίνουμε δίκαια.
    Συμφώνησε ὁ βεζύρης καί τοῦ λέγει πώς θἄπρεπε νά προστάξει νά μαζέψουνε σέ μεγάλες δεξαμενές ἀπ᾿ τό καλό νερό πού πίνανε καί νά τό φυλάξουνε· ἔτσι, δέν θά πίνουνε ἀπ’ τό παλαβό νερό καί χαλάσει τό λογικό τους καί κρίνουνε παλαβά καί κυβερνοῦν ἄδικα τόν λαό. Τοῦτο κ᾿ ἔγινε.
   Σέ λίγο καιρό, ἔβρεξε πράγματι τό τρελό νερό, καί τρελαθήκανε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καί δέν γνωρίζανε οἱ ταλαίπωροι τί τούς γίνεται, κ’ εἴχανε τό ψεύτικο γιά ἀληθινό, τό καλό γιά κακό, τ᾿ ἄδικο γιά δίκιο.
   Μά ὁ Σουλτᾶνος κι ὁ βεζύρης πίνανε ἀπ᾿ τό καλό νερό πού᾿ χανε φυλαγμένο στίς στέρνες, κ᾿ ἔτσι δέν τρελαθήκανε, ἀλλά διοικοῦσαν λογικά καί κρίνανε τόν κόσμο μέ δικαιοσύνη.
   Ὁ λαός, ὅμως, -ἐπειδή εἶχε παλαβώσει-, τἄβλεπε ἀνάποδα, καί δέν ἤταν ἱκανοποιημένος ἀπ᾿ τήν κρίση τοῦ Σουλτάνου καί τοῦ βεζύρη, καί φωνάζανε συνέχεια πώς τούς ἀδικοῦνε, κ᾿ εἴχανε παράπονα καί διαμαρτυρίες, καί κοντεύανε νά σηκώσουν ἐπανάσταση…

   Ὕστερ’ ἀπό καιρό, βλέποντας ὁ Σουλτᾶνος κι ὁ βεζύρης τήν κατάσταση αὐτή ἀπελπίστηκαν, καί λέγει ὁ Σουλτᾶνος:
   - Τοῦτοι οἱ φουκαράδες στ᾿ ἀλήθεια χάσανε τά λογικά τους, καί τά βλέπουν ὅλα ἀνάποδα, κι ὅπως βαδίζουμε, μπορεῖ καί νά μᾶς σκοτώσουν ἀκόμη, ἐπειδή θέλουμε νά τούς διοικοῦμε δίκαια καί ὀρθά. Τό λοιπόν, βεζύρ ἐφέντη, ἄντε ν᾿ ἀδειάσουμε τό καλό νερό ἀπ᾿ τίς δεξαμενές, καί ν᾿ ἀρχίσουμε νά πίνουμε καί μεῖς ἀπ᾿ τό τρελό νερό· νά γίνουμε σάν καί κείνους, καί τότε νά δεῖς πώς θά μᾶς καταλαβαίνουνε καί θά μᾶς ἀγαπᾶνε.
   Ἔτσι κ᾿ ἔγινε. Ἤπιανε κι αὐτοί ἀπ᾿ τό παλαβό νερό καί παλαβώσανε. Καί κυβερνούσανε τρελά κι ἄδικα, καί ὁ λαός πού ἤταν ἀκόμα χειρότερος, ἀπόμενε εὐχαριστημένος καί ἱκανοποιημένος, καί δέν λησμονοῦσε νά πολυχρονίζει τόν Σουλτᾶνο…
   Κατά τόν λαό, καί οἱ ἄρχοντές του!