Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

«Χαῖρε κεχαριτωμένη Μαρία»



«Χαῖρε κεχαριτωμένη Μαρία»


   νας χριστιανός ὀνόματι Ἰωάννης, πού ἦταν πολύ εὐλαβής καί πλούσιος ἀλλ’ ἀγράμματος, ἔδωσε τήν περιουσία του στούς φτωχούς κ’ ἔγινε Μοναχός. Ὅμως στενοχωριόταν, ἐπειδή δέν ἤξερε νά διαβάζει προσευχές ὅπως οἱ ἄλλοι μοναχοί, γιατί εἶχε δύσκολο νοῦ καί δέν ἔπαιρνε τά γράμματα. Δέν γνώριζε οὔτε μιά εὐχή. Οἱ Πατέρες προσπάθησαν νά τοῦ μάθουν γράμματα, τοῦ ἑρμήνευσαν τούς Ψαλμούς καί τίς Εὐχές, ἀλλά δέν μποροῦσε νά μάθει τίποτα.

   Κάποιος ἔμπειρος κ’ ἐνάρετος ἀδελφός προσφέρθηκε τότε νά τόν βοηθήσει. Τοῦ διάβασε μία πρός μία ὅλες τίς εὐχές, καί τόν ρώτησε ποιά τοῦ φαινόταν ὡραιότερη, γιά νά τοῦ μάθει αὐτήν.
   -Πιό πολύ μ᾿ ἀρέσει τό «Χαῖρε Μαρία», ἀπάντησε κεῖνος.
   Κι ὁ ἐνάρετος Μοναχός ἔβαλε κόπο πολύ, καί τοὔμαθε τήν ὡραία εὐχή πρός τήν γλυκειά Παναγία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἑξῆς:

   «Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε, κεχαριτωμένη Μαρία, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ εὐλογημένη, σὺ ἐν γυναιξί, καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου, ὅτι Σωτῆρα ἔτεκες τῶν ψυχῶν ἡμῶν.»

   Ὅταν, μέ τήν συνεχῆ ἐπανάληψη καί τήν πολυκαιρία, τήν ἀποστήθισε ὁ ἀμαθής Μοναχός, χάρηκε πολύ, ὡς ν᾿ ἀπέκτησε θησαυρό πολύτιμο. Καί τήν ἔλεγε ἀσταμάτητα, ἑκατοντάδες καί χιλιάδες φορές τό 24ωρο! Τά χείλη του συνεχῶς κινοῦνταν! Ἀπέφευγε νά λέγει λόγια περιττά, κι ἀπομακρυνόταν ἀπ᾿ τούς ἄλλους Μοναχούς, γιά νά λέγει ὅλο καί περισσότερο τήν προσευχή αὐτήν καί ν᾿ ἀπολαμβάνει τήν γλυκύτητά της!

   -Γιατί μᾶς ἀποφεύγεις εὐλογημένε; τοῦ εἶπε μιά μέρα ἕνας Μοναχός.
   -Γιά νά λέγω καμμιά φορά τό «Χαῖρε Μαρία» ἀδελφέ μου, διότι εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀπάντησε.
   Ἀπό τότε, λοιπόν, οἱ Πατέρες τόν ἔλεγαν «Χαῖρε Μαρία», κι ὄχι Ἰωάννη πού ἦταν τό ὄνομά του! «Ἔλα ἐδῶ Χαῖρε Μαρία, πήγαινε ἐκεῖ Χαῖρε Μαρία, κάνε τοῦτο ἤ ἐκεῖνο Χαῖρε Μαρία» κ.λπ.
   Ἐτοῦτος ὅμως ὁ μακάριος, τά δεχόταν ὅλα μέ χαρά καί ἀγαλλίαση· ἔλεγε δέ, ἀδιάκοπα ἐπί χρόνια, μέ πολλήν εὐλάβεια καί ἡδύτητα, τήν ἁγία αὐτήν εὐχή στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἕως τήν ὥρα τῆς κοιμήσεώς του πού χωρίσθηκε ἡ μακαρία κ᾿ εὐλογημένη ψυχή του ἀπό τό σῶμα.

   Οἱ Μοναχοί κατά τόν θάνατό του, καθώς διάβαζαν τό Ψαλτήριο, καί ἐν συνεχείᾳ τή νεκρώσιμη Ἀκολουθία του, αἰσθάνθηκαν ὅλοι τους μιάν ἄρρητη εὐωδία, προερχομένη ἀπ᾿ τό ἱερό του λείψανο, καί γι᾿ αὐτόν τόν λόγο, τόν ἐνταφίασαν σ᾿ ἕναν ξεχωριστό τόπο, ὄπισθεν τοῦ Ἱεροῦ Βήματος. Ἡ εὐωδία αὐτή, ὄχι μόνο δέν λιγόστεψε μετά τήν ταφή, ἀλλά καθημερινά αὔξανε.
   Τήν ἐνάτη μέρα, ὅταν πῆγαν μέ τόν Ἡγούμενο νά διαβάσουν Τρισάγιο καί νά τόν μνημονεύσουν, εἶδαν ἕνα παράδοξο θαῦμα κι ἐξέστησαν ἅπαντες· εἶχε φυτρώσει στόν τάφο του ἕνας ὡραιότατος κρίνος, καί στό κάθε φύλλο του ἦσαν γραμμένες μέ χρυσᾶ γράμματα οἱ λέξεις:

ΧΑΙΡΕ  ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ  ΜΑΡΙΑ!

   Καί ἡ εὐωδία τοῦ κρίνου ἐκείνου δέν ἔμοιαζε μέ τήν μοσχοβολιά κανενός ἐπίγειου ἄνθους!

   Τότε ὁ Ἡγούμενος εἶπε στούς Ἀδελφούς:
   -Πατέρες μου, ἀπ᾿ αὐτό τό θαυμάσιο ἄς γνωρίσουμε πόση ἁγιωσύνη εἶχε τοῦτος ὁ τρισμακάριος ἄνθρωπος, καί πόσο πόθο καί ἀγάπη ἔτρεφε πρός τήν Κυρία μας τ᾿ Οὐρανοῦ! Ἀλλά, μοῦ φαίνεται πώς εἶναι πρέπον νά δοῦμε καί τήν ρίζα τούτου τοῦ εὔοσμου κρίνου, γιά νά καταλάβετε πόσο χαριτώνεται ὅποιος ἀγαπᾶ ἐξ ὅλης του τῆς καρδίας τήν Ἀειπάρθενο Μαρία.

   Ἀφοῦ, λοιπόν, ἔσκαψαν, βλέπουν ὅτι ἀπ᾿ τό στόμα τοῦ Ὁσίου ἔβγαινε ὁ ὁλόλευκος καί θαυμαστός αὐτός κρίνος!
   Ἔπειτα ὁ Ἡγούμενος πρόσταξε κ᾿ ἔσχισαν τό ἱερό Λείψανο, καί τότε εἶδαν καί θαύμασαν, ὅτι στήν καρδιά του ἦταν ἱστορισμένη (δηλ. ζωγραφισμένη) ἡ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου!  Ἀπό κεῖ εἶχε φυτρώσει ὁ ἱερός ἐκεῖνος κρίνος!…

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ», Γ΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)