Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

Δεινὸς παραδειγματισμός




Δεινὸς παραδειγματισμός

 


   Τὸ παρακάτω συγκλονιστικὸ ἱστορικὸ καὶ ἀληθινὸ γεγονός, δημοσίευσε πρὸ ἐτῶν, σὲ ὀρθόδοξο χριστιανικὸ ἔντυπο, ἕνας ἁγιορείτης ἱερομόναχος· ἂς τὸ προσέξουμε ἰδιαιτέρως.

 

   Στὸ Καρλόβασι τῆς Σάμου, κατὰ τὸ ἔτος 1910, στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου συνέβη κάτι πολὺ φοβερό, ἄξιο γραφῆς καὶ διηγήσεως.

   Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἱερέως-Ἐφημερίου τῆς ἐκκλησίας αὐτῆς, ὁ Ἐπίσκοπος Σάμου χειροτόνησε ἄλλον Ἱερέα ἔγγαμο γι᾿ αὐτὴν τὴν ἐνορία, Σαμιώτη στὴν καταγωγὴ ἀλλ᾿ ὄχι Καρλοβασίτη. Οἱ ἐνορίτες ἐκεῖνοι δὲν δέχθηκαν εὐχαρίστως τὸν νεόφερτο Ἱερέα τους, ὄχι γιατὶ δὲν ἦταν Καρλοβασίτης, ἀλλὰ διότι δὲν εἶχε τὸ ἰδιαίτερο χάρισμα τῆς καλλιφωνίας ποὺ κι αὐτὸ στολίζει τὸν Ἱερέα.

   Μετὰ τὴν τοποθέτησή του στὴν ἐνορία, πέρασε λίγος καιρὸς κι ἄρχισαν οἱ ψίθυροι μεταξὺ τῶν Ἐπιτρόπων, τῶν Ἱεροψαλτῶν κ.ἄ. Ὕστερ᾿ ἀπ᾿ αὐτὰ ἄρχισαν οἱ ὕπουλοι ἐκβιασμοί, νὰ κλειδώνουν, δηλαδή, τὴν ἐκκλησία καὶ νὰ περιμένει ὁ Ἱερέας ἔξω, πότε νὰ ἔλθει ὁ Ἐπίτροπος γιὰ ν᾿ ἀνοίξει, νὰ κρύβουν τὸ σχοινὶ τῆς καμπάνας, νὰ κλειδώνουν τὸ Διακονικὸ1 ὅπου εἶχε τὰ ἱερὰ ἄμφια, κι ἄλλα πολλά, τὰ ὁποῖα ὑπέμεινε ὁ Ἱερέας σιωπηλῶς καὶ ἀδιαμαρτύρητα. Ὅταν οἱ Ἐπίτροποι ἀντιλήφθηκαν ὅτι ὁ Ἱερέας ἐννόησε τὸν σκοπό τους καὶ ὑπομένει χωρὶς ν᾿ ἀναχωρεῖ κατὰ τὸν πόθο τους, δύο ἀπ᾿ αὐτοὺς ἀποφάσισαν καὶ πῆγαν, στάθηκαν μπροστά του καὶ μὲ πολλὴν αὐθάδεια τοῦ λέγουν:

   - Νὰ φύγεις, δὲν σὲ θέλουμε.

   Κι ὁ Ἱερέας τοὺς ἀποκρίθηκε μὲ πραότητα:

   - Οὔτε σεῖς μὲ φέρατε ἐδῶ οὔτε ἐγὼ ἦλθα μὲ τὸ θέλημά μου. Ἑπομένως, οὔτε σεῖς μπορεῖτε νὰ μὲ βγάλετε ἀπ᾿ ἐδῶ οὔτε ᾿γὼ μπορῶ νὰ φύγω καὶ νὰ πάω ἀλλοῦ. Ὁ Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος μὲ χειροτόνησε καὶ μὲ διόρισε σ᾿ αὐτὴν τὴν ἐνορία, μόνον ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ μὲ μεταθέσει καὶ νὰ μὲ στείλει ὅπου νομίζει. Πηγαίνετε, λοιπόν, στὸν Ἀρχιερέα νὰ πεῖτε τὸ αἴτημα καὶ τὸ παράπονό σας καὶ ὅταν ἐκεῖνος μὲ ἀνακαλέσει θὰ φύγω ἀμέσως. 

 

   Ὁ Ἀρχιερέας τῆς Σάμου ὅταν ἄκουσε νὰ τοῦ λένε γιὰ τὸν Ἐφημέριο τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου ὅτι «δὲν εἶναι καλός, νὰ τὸν πάρετε ἀπὸ κεῖ» κ.ἄ., ἀποροῦσε καὶ ρωτοῦσε νὰ μάθει τὴν αἰτία. Ἐκεῖνοι δὲν ἔλεγαν τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ μόνον ὅτι δὲν εἶναι καλός· καὶ ὁ Δεσπότης ρώτησε συγκεκριμένα:

   - Μήπως εἶναι ἀνήθικος; Μήπως εἶναι ἱερόσυλος, ἢ μέθυσος;

   Καὶ κεῖνοι εἶπαν, «ὄχι, ὄχι, δὲν ἔχει τέτοια».

   Τέλος, ἀναγκασθέντες ἀπ᾿ τὸν Ἐπίσκοπο ὁμολόγησαν τὴν αἰτία, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ διέγνωσε ὅτι χωρὶς σοβαρὸ λόγο ἀλλὰ γιὰ μεγαλεῖα καὶ ἐπιδείξεις ἤθελαν νὰ διώξουν τὸν Ἱερέα, τοὺς ἔδιωξε ἀπὸ τὴν Μητρόπολη μετὰ θυμοῦ λέγοντάς τους:

   - Ὄχι, δὲν θὰ γίνει τὸ θέλημά σας· δὲν θὰ φύγει ὁ Ἱερέας ἀπὸ τὴν θέση του· αὐτὸν θὰ ἔχετε.

 

   Ἀφοῦ ἐπέστρεψαν οἱ Ἐπίτροποι στὴν ἐνορία τους, εἶπαν τοῦ Ἀρχιερέως τὴν ἀπάντηση κι ὅλοι ἐξεμάνησαν καὶ πῆραν τὴν ἀπόφαση οἱ ἴδιοι νὰ τὸν διώξουν. Ἀπ᾿ ἐδῶ καὶ μπρὸς ἀρχίζουν τὰ βάσανα τοῦ Ἱερέως, ὁ ὁποῖος ἐπειδὴ ἦταν φύσει πραότατος οὔτε μὲ ἔργο οὔτε μὲ λόγο ἔκανε καμμιὰ ἀντεκδίκηση.

   Μία Κυριακὴ (αὐτὴ ἦταν ἡ τελευταία τοῦ Ἱερέως σ᾿ αὐτὴν τὴν ἐκκλησία), ἐνῶ ἐτελεῖτο ἡ Θεία Λειτουργία, μετὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἐπιτρόπους, γεμᾶτος θυμὸ καὶ ἀγανάκτηση εἶπε μεγαλοφώνως στὸν Ἱερέα:

   - Τί κάθεσαι καὶ γαυγίζεις σὰν τὸ σκυλί; Νὰ σηκωθεῖς νὰ φύγεις· δὲν σὲ θέλουμε.

   Ὕστερα ἀπὸ τόση ὑπομονὴ ποὺ ἔκαμε πρωτύτερα ὁ Ἱερέας, ἐκείνη τὴν στιγμὴ πόνεσε πολὺ ἡ ψυχή του, δὲν συγκρατήθηκε ἀλλ᾿ ἔχασε τὴν ὑπομονή του κι ἀποκρίνεται στὸν Ἐπίτροπο, μὲ πραότητα καὶ πάλι:

   - Εὔχομαι, νὰ γαυγίσεις σὰν τὸ σκυλὶ πρὸ τοῦ θανάτου σου.

   Ἀμέσως μετὰ ἀκούγεται φωνὴ δυνατὴ μιᾶς γυναίκας (αὐτὴν τὴν γυναῖκα, διὰ τὸ ἄγριο τοῦ ἤθους της, τὴν ἔλεγαν «τσακάλα»), ἡ ὁποία ἔλεγε στὸν Ἱερέα:

   - Νὰ βγάλεις τὴν φάγουσα (δηλ. καρκίνο) στὴν γλῶσσα σου καὶ νὰ ξεκουμπιστεῖς νὰ φύγεις ἀπὸ δῶ· δὲν σὲ θέλουμε.

   Ἀποκρίνεται ὁ Ἱερέας:

   - Καὶ σύ, νὰ βγάλεις τὴν φάγουσα στὴν γλῶσσα σου πρὸ τοῦ θανάτου σου.

   Τρίτη φωνὴ ἀκούγεται μέσα στὸ πλῆθος ἀπὸ ἄλλον Ἐπίτροπο, ὁ ὁποῖος ἔλεγε:

   - Τί φουσκώνεις καὶ ξεφουσκώνεις σὰν τὸ ἀσκί; Νὰ κυλιστεῖς νὰ φύγεις ἀπὸ δῶ· δὲν σὲ θέλουμε.

   Ἀποκρίνεται καὶ σ᾿ αὐτὸν ὁ Ἱερέας:

   - Καὶ σύ, νὰ φουσκώσεις καὶ νὰ γίνεις σὰν τὸ ἀσκὶ πρὸ τοῦ θανάτου σου.

 

   Μετὰ ταῦτα, συνέχισε τὴν Θεία Λειτουργία, μὲ κατώδυνη τὴν ψυχὴ καὶ μὲ «κομμένα» τὰ πόδια του ὁ Ἱερέας, καὶ ἡ λύπη τῆς καρδιᾶς του δὲν ἦταν ἄλλη, παρὰ τὸ γιατὶ νὰ φτάσει σὲ τέτοια θέση νὰ «εὐχηθεῖ» ἄνθρωπο τὰ πρὸς τιμωρία. Ὅταν τελείωσε ἐκείνη ἡ Θεία Λειτουργία, μὲ τὰ μάτια στραμμένα κάτω καὶ δίχως νὰ μιλήσει σὲ κανένα, ὁ Ἱερέας ἐπῆγε στὴν κατοικία του καὶ λέει στὴν Πρεσβυτέρα του:

   - Σὲ παρακαλῶ, μάζεψε ὅ,τι πράγματα ἔχουμε δικά μας καὶ νὰ φύγουμε σήμερα. Δὲν θέλω νὰ ξημερωθῶ αὔριο σὲ τούτη τὴν πόλη.

   - Ναί, παπᾶ μου, ἀποκρίνεται ἡ Πρεσβυτέρα, νὰ φύγουμε, γιατὶ καί ᾿γὼ δὲν ἀντέχω ἄλλο. Δὲν ὑποφέρεις μόνο σύ, ὑποφέρω κ᾿ ἐγώ, γιατί, δὲν σοῦ εἶπα τὶ ἀκούω ἀπ᾿ τὶς γυναῖκες, ἐκεῖ ποὺ στέκομαι.

   Ἔφυγε, λοιπόν, αὐθημερὸν ἡ οἰκογένεια, ἔφθασε στὸ Βαθὺ (Πρωτεύουσα τῆς Σάμου), καὶ ὁ Ἱερέας ἀνήγγειλε στὸν Ἀρχιερέα περὶ τῶν γεγονότων. Μετάνοιωσε τότε ὁ Ἐπίσκοπος γιὰ τὴν στάση του ἀπέναντι στοὺς Ἐπιτρόπους, ἀλλὰ ποτὲ δὲν φανταζόταν ὅτι θὰ ἔπαιρναν τέτοια ἐξέλιξη τὰ πράγματα…

 

   Πέρασαν δυὸ χρόνια ἀπὸ τότε…

   Ἕνα πρωϊνό, καθὼς οἱ μαθητὲς ἐβάδιζαν στὸν δρόμο γιὰ τὸ σχολεῖο τους, ξαφνικὰ ἀκούγονται ἀνατριχιαστικὰ γαυγίσματα σκύλου ποὺ ἔρχονταν μέσ᾿ ἀπὸ κάποιο σπίτι. Τὰ συνεχῆ κ᾿ ἐπίμονα γαυγίσματα κίνησαν τὴν περιέργεια τῶν παιδιῶν, τὰ ὁποῖα μπῆκαν στὸ σπίτι καὶ βλέπουν -ὦ δυστυχία!- δὲν ἦταν σκύλος, ἦταν ἄνθρωπος! Ναί, ὁ πρῶτος Ἐπίτροπος, ὁ ὁποῖος εἶπε στὸν Ἱερέα «τί γαυγίζεις σὰν τὸ σκυλὶ» καὶ κεῖνος τοῦ «εὐχήθηκε» νὰ γαυγίσει πρὸ τοῦ θανάτου του. Ἐπὶ τρεῖς μῆνες λοιπόν, οὔτε μιὰ λέξη ἀνθρώπινη δὲν μίλησε, ἀλλὰ συνεχῶς γαύγιζε μέχρις ὅτου ξεψύχησε!

 

   Μιὰ βδομάδα μετά, ἔβγαλε τὴν «φάγουσα» στὴν γλῶσσα της ἡ γυναῖκα ἐκείνη, καὶ τόσο πολὺ φαγώθηκε κυριολεκτικῶς ἡ γλῶσσα της, ὅπου δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ φάει οὔτε νὰ πιεῖ τίποτε παρὰ μόνο λίγο γάλα μέσα στὸ κουταλάκι, ποὺ τὸ ἔβαζαν πίσω ἀπὸ τὴν γλῶσσα καὶ τὸ κατάπινε. Ἔτσι ταλαιπωρήθηκε κι αὐτὴ γιὰ τρεῖς μῆνες καὶ πέθανε!

         

   Ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγες ἡμέρες διαδόθηκε στὸ Καρλόβασι ὅτι καὶ ὁ ἄλλος Ἐπίτροπος, ὁ ὁποῖος κι αὐτὸς ἔβρισε τὸν Ἱερέα, πρίσθηκε, φούσκωσε καί ᾿γινε σὰν ἕνα μεγάλο ἀσκί, κ᾿ ἔτσι βασανιζόμενος καὶ παραφουσκωμένος πέθανε! Ὅταν δέ, δοκιμάσανε νὰ τὸν βγάλουν ἀπ᾿ τὸ σπίτι γιὰ νὰ τὸν κηδεύσουν, ἡ πόρτα δὲν χωροῦσε τὸ σῶμα του!

 

   Κι ὅλ᾿ αὐτά, εἶναι τὰ βλεπόμενα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ γίνανε στὸ σῶμα γιὰ παραδειγματισμὸ τῶν ἄλλων. Ὅσα ὅμως, συμβαίνουν στὶς ψυχές, ποιός μπορεῖ νὰ τὰ γνωρίζει γιὰ νὰ πληροφορήσει καὶ μᾶς;

   Διὰ τοῦτο, «μὴ ἅπτεσθε τῶν χριστῶν»2 Κυρίου μὲ πονηρὴ διάθεση, μήτε διὰ τῶν χειρῶν, μήτε διὰ τῆς γλώσσης!!

 

 

«Ἐν ὅλῃ ψυχῇ σου εὐλαβοῦ τὸν Κύριον καὶ τοὺς ἱερεῖς αὐτοῦ θαύμαζε. Ἐν ὅλῃ δυνάμει ἀγάπησον τὸν ποιήσαντά σε καὶ τοὺς λειτουργοὺς αὐτοῦ μὴ ἐγκαταλίπῃς. Φοβοῦ τὸν Κύριον καὶ δόξασον ἱερέα»3, δηλαδή: Μὲ ὅλη σου τὴν ψυχὴ νὰ εὐλαβεῖσαι τὸν Κύριο καὶ νὰ σέβεσαι τοὺς ἱερεῖς του. Μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς καρδιᾶς καὶ τῆς διανοίας σου ἀγάπησε τὸν Πλάστη σου καὶ μὴ ἐγκαταλείψεις τοὺς λειτουργούς Του. Νὰ φοβᾶσαι εὐλαβικὰ τὸν Κύριο καὶ νὰ δοξάσεις τὸν Ἱερέα

 


(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ», Γ΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)

 

1. Διακονικό: Τὸ νότιο κλίτος (δεξιὸ μέρος) τοῦ Ἁγίου Βήματος ὅπου συνήθως βρίσκεται καὶ τὸ σκευοφυλάκιο. Στὸ Ἅγιον Ὄρος λέγεται καὶ Τυπικαριό, διότι ἐκεῖ βρίσκονται - φυλάσσονται τὰ βιβλία τοῦ τυπικοῦ τῶν ἱερῶν  Ἀκολουθιῶν, τὰ ὁποῖα συμβουλεύεται ὁ Τυπικάρης.

«Τὸ Σκευοφυλάκιον ἢ Διακονικόν. Εἰς τὸ δεξιὸν μέρος τοῦ Ἁγίου Βήματος ὑπάρχει τὸ Σ κ ε υ ο φ υ λ ά κ ι ο ν. Ἄλλοτε ἦτο ἰδιαίτερον δωμάτιον. Σήμερον εἶναι συνήθως ἕνα μεγάλο ἑρμάριον ἐντοιχισμένον, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον φυλάσσονται τὰ ἱερὰ Σ κ ε ύ η, δηλ. τὰ ἱερὰ ἄμφια τῶν κληρικῶν, τὰ πολύτιμα κοσμήματα, τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, τὸ ἅγιον Μύρον, τὰ Ἐκκλησιαστικὰ βιβλία, τὸ θυμιατήριον…κ.π.ἄ. Ἡ φύλαξις τῶν ἱερῶν τούτων ἀντικειμένων ἀνετίθετο παλαιότερον εἰς ὡρισμένον κληρικόν, ὁ ὁποῖος εἶχε καὶ τιμητικὸν τίτλον (ὀφφίκιον). Ὠνομάζετο “Σκευοφύλαξ”. Ὁ Σκευοφύλαξ πολλάκις ἐλάμβανε καὶ βοηθοὺς διακόνους, διὰ τοῦτο καὶ τὸ μέρος τοῦτο λέγεται καὶ Δ ι α κ ο ν ι κ ό ν.» (Κων/νου Γ. Μπόνη, Καθ. Πανεπ/μίου Ἀθηνῶν, «ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ», ἐκδόσεις τοῦ περιοδικοῦ “Ἐκκλησία”, ἔκδοση Β΄, Ἀθῆναι 1999, σελ. 121).

2. Ψαλμ. ρδ΄ 15. «Μὴν ἀγγίζετε (μὲ διαθέσεις κακὲς) αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὸ χρίσμα μου».

3. Σοφίας Σειρὰχ ζ΄ 29-31.