Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

Ὁ «Πονηρὸς» (κακὸς) ἄνθρωπος




Ὁ «Πονηρὸς» (κακὸς) ἄνθρωπος

 

Μέσα στὴ μαύρη τὴν ψυχή, δράκοντας «ἐμφωλεύει»

«καὶ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ κακοῦ, καὶ ἡ πνοὴ φονεύει»*.

Ἀγάπα τον καὶ βοήθα τον σ’ τοῦ βίου τὰ συμβάντα

μὰ πρόσεχε: ἀπόφευγε τὴ συντροφιά του πάντα.

Κι’ ὅταν στὸ δρόμο τὸν ἰδῇς, πές του τὴν «Καλὴ-μέρα»

μὰ καὶ τὸ βῆμα τάχυνε καὶ φύγε μακρυὰ πέρα.

Γιατ’ εἴπαμε τοῦ Πονηροῦ καὶ ἡ πνοή του μόνη

φαρμάκι χύνει γύρω της καὶ φθείρει καὶ σκοτώνει.

Ναί! τὸν κακὸ τὸν ἄνθρωπο ἀγάπα καὶ βοήθει

κι’ ἂν σ’ ἔβλαψε πίκρα γι’ αὐτὸ μὴν ἔχῃς μέσ’ στὰ στήθη.

Καὶ εὔχου ἀπὸ τὴ βαρειὰ ἀρρώστεια νὰ γλυτώσῃ

καὶ ὁ Θεὸς ἀπ’ τοῦ Κακοῦ τὰ νύχια νὰ τὸν σώσῃ.

Μὰ συντροφιὰ μαζὶ μ’ αὐτὸν ποτέ σου νὰ μὴν κάνῃς

καὶ ξεμακραίνου ἀπ’ αὐτόν, ὅσο ’μπορεῖς καὶ φθάνεις.

Κι’ ἂν τῆς φιλανθρωπίας σέ, δὲν βιάζῃ τὸ καθῆκον

τὸν ἀσεβῆ καὶ ἄνομον, μὴ δέχεσαι σ’ τὸν οἶκον.

Ναί, εἶναι νόμος τοῦ Χριστοῦ ἀγάπη ἐντὸς νὰ ἔχῃς

ἀλλὰ καὶ Νόμος εἶν’ Αὐτοῦ ἀπ’ τοὺς κακοὺς ν’ ἀπέχῃς.

Σὺ μοὔδωκες τὸ Πνεῦμα Σου τὸ Ἅγιον ἐντός μου

νὰ μὲ κρατῇ σ’ τὸν φωτισμόν, μακρὰν κι’ ἔξω τοῦ κόσμου.

Σὺ τὴν Μητέρα Σου ἔστερξες νἄχω κι’ ἐγὼ Μητέρα

κι Ἐσένα μείζον’ ἀδελφὸν καὶ τὸν Θεὸν Πατέρα.

Σ’ Ἐσὲ τὸ πνεῦμα μου, Σωτήρ, πάντοτε προσκολλᾶται

καὶ δὸς ποτὲ νὰ μὴ βρεθῇ μακράν Σου νὰ πλανᾶται.

’Σένα ἔχω ὁμαίμονα, ‒φρικτόν! κι’ ὅμως ἀλήθεια

Τέλος πλὴν Σοῦ ἄλλον, Σωτήρ, δὲν ἔχω μέσ’ σ’ τὰ στήθια.

 

Σ’ Ἐσὲ τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς πάντ’ ἔχω κεκλιμένον

Σ’ Ἐσὲ τὰ χείλη διαρκῶς τοῦ νοῦ προσφέρουν αἶνον.

Σ’ Ἐσὲ πάντα τὸ πνεῦμά μου δεήσεις ἀναφέρει

ἂν καὶ μόνον τὸ Πνεῦμα Σου τί πρέπει νὰ ’πῶ ξέρη.

Σύ ’σαι Θεός μου, Κύριος, Πλάστης καὶ Λυτρωτής μου,

Ἀρχιερεύς μου, Βασιλεύς, Καθηγητής, Κριτής μου.

 

Τὰ ποιήματα τοῦ καλόγερου». Τόμος Α΄, Ἀθῆναι 1971, σελ 152,153.)

 

* «Τοῦ πονηροῦ καὶ ἡ πνοὴ φονεύει». Ρῆσις ξένου σοφοῦ εὐσεβοῦς Χριστιανοῦ, τοῦ Pascal ἂν δὲν ἀπατῶμαι, ἣν εἶχον ἀκούσει εἰς τὰ κηρύγματα τοῦ ἀειμνήστου πατρὸς Τιμοθέου.