Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020

ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ ΠΑΤΡΙΚΕΣ (Δ΄)




ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ ΠΑΤΡΙΚΕΣ (Δ΄)

 

Ὁσίου Γέροντος ΕΦΡΑΙΜ Φιλοθεΐτου (Ἀριζόνας)*

 


Ἡ ἐλεημοσύνη γιά τίς ψυχές τῶν κεκοιμημένων μας εἶναι μεγάλης πνευματικῆς ἀξίας καί μετράει μπροστά στόν ἐλεήμονα Κύριο

 

   πολύαθλος Ἰώβ, αὐτός ὁ γίγας τῆς ὑπομονῆς καί τῆς καρτερίας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶπε: «τέρας ἐστὶν ὅποιος διῆλθε τὸν βίον αὐτοῦ ἄλυπος». Ἑρμηνεύεται ὡς ἑξῆς: «Ἄνθρωπος πού περπάτησε πάνω στή γῆ χωρίς πόνο, χωρίς θλίψη, χωρίς ἀναστεναγμό, χωρίς κόπο, εἶναι τέρας». Τέρας σημαίνει ἐξωφυσικός ἄνθρωπος. Ἄρα φυσιολογικός ἄνθρωπος εἶναι φύσει ἀδύνατον, νά διέλθει τήν ζωήν αὐτοῦ χωρίς πόνο καί θλίψη. Ὁ πόνος καί ἡ θλίψη εἶναι οἱ σύντροφοι κάθε θνητοῦ ἀνθρώπου. Ποιός δέν πόνεσε καί ποιός δέν ἔκλαψε στή ζωή; Ἀπό νήπιο, ἀπό τήν στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος γεννιέται, μέ κλάματα ἀρχίζει ν᾿ ἀναπνέει τόν ἀέρα τῆς παρούσας ζωῆς. Καί μέ κλᾶμα καί δάκρυ ἐγκαταλείπει τήν παρούσα ζωή. Ὅπως βλέπουμε στούς νεκρούς, ὅταν πρόκειται νά ἐξέλθει ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τό λιγότερο ἕνα δάκρυ κυλάει ἀπό τό μάτι. Ὄχι μόνο στούς ἀνθρώπους πού λογιζόμεθα ὅτι εἶναι μεγάλοι μέ ἁμαρτίες, ἀλλά καί σέ βρέφος καί σέ παιδάκι θά δεῖς τό δάκρυ νά κυλήσει.

   Ὁ Ἰώβ, αὐτός ὁ μεγάλος ἅγιος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πόνεσε τόσο πολύ, παρ᾿ ὅτι ἦταν ὁ καλύτερος ἄνθρωπος πάνω στή γῆ. Ἦταν ὁ πλέον δίκαιος καί ἅγιος. Αὐτό τ᾿ ὁμολόγησε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καί ὅμως βλέπουμε τόν πόνο νά τόν θερίζει. Νά τοῦ σκοτώνονται ὅλα τά παιδιά σέ μιά νύχτα. Ἡ καταστροφή τῆς περιουσίας, ἡ καταστροφή τῆς ὑγείας του, ἡ πρόκληση τῆς γυναικός πρός βλασφημία κατά τοῦ Θεοῦ. Ὅλα ἐνάντια. Καί ὅμως ὁ Θεός εἶπε ὅτι: «διά τοῦτο σέ δοκίμασα, διά τοῦτο ἐπέτρεψα ὅλα αὐτά νά γίνουν, γιά νά σέ ἀναδείξω Ἅγιο. Ἅγιο γιά παράδειγμα ὑπομονῆς καί καρτερίας στίς θλίψεις, μέ τήν ἔννοια ὅτι τίποτε ἀπολύτως δέν γίνεται χωρίς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ».

   Ὁ πόνος καί οἱ θλίψεις συνοδεύουν τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Πόσα πλάσματα πάνω στή γῆ ὑποφέρουν τρομερά ἀπό ποικίλη θλίψη καί πόνο; Ὁ φοβερότερος πόνος, ἡ μεγαλύτερη θλίψη, ἡ τρομερή ἀπόγνωση πού θερίζει σάν δίστομο μαχαίρι καί ὑποφέρει ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι γι᾿ αὐτούς τούς ἀνθρώπους, γι᾿ αὐτές τίς ψυχές πού ἔφυγαν ἀπό τόν κόσμο αὐτό καί βρίσκονται στόν ἄλλο κόσμο. Ὄχι γιά τούς ἁγίους, ὄχι γιά τούς δικαίους πού ἔφυγαν ἀπό τόν κλαυθμό αὐτῆς τῆς ζωῆς καί ἀνεπαύθησαν εἰς τήν ἀνάπαυση τοῦ Θεοῦ καί εἰς τήν δόξα Του, ὄχι. Αὐτοί τερμάτισαν τήν ζωή τῆς θλίψεως καί τοῦ πόνου καί τώρα εἶναι στήν ἀνάπαυση. Ἀλλά γι᾿ αὐτές τίς ψυχές, γι᾿ αὐτούς τούς ἀνθρώπους πού ἀπέτυχαν. Γι᾿ αὐτούς πού βρίσκονται στό κρατητήριο τό αἰώνιο καί πού θά περάσουν κατά τή Δευτέρα Παρουσία ἀπό τή μεγάλη κρίση καί τήν τρέμουν καί τήν φοβοῦνται, στή σκέψη καί μόνο ὅτι θά ᾿ρθει αὐτή ἡ φοβερά ἡμέρα τῆς Κρίσεως πού μέλλει νά τούς κατακρίνει στή φοβερά ἔννοια τῆς κολάσεως.

   Τόσο ἀπό δικούς μας ἀνθρώπους, ὅσο καί ἀπό ἄγνωστους, θά εἶναι ἑκατομμύρια, ἴσως καί δισεκατομμύρια ἄνθρωποι πού βρίσκονται σέ μεγάλη, σέ ἀπέραντη δυστυχία καί κρατοῦνται ὁριστικά ἀπό τό μεγάλο δικαστήριο, ἀπό τό μεγάλο κακουργοδικεῖο γιά νά πᾶνε κατ᾿ εὐθεῖαν ἁλυσοδεμένοι στά κάτεργα καί στίς φυλακές. Ἀλλά βρίσκονται σέ κρατητήρια μέ μικρή ἄνεση ἕως ὅτου γίνει τό οὐσιῶδες δικαστήριο. Ἔτσι βρίσκονται ἐκεῖ οἱ ψυχές πού πονοῦν τρομερά καί ἀφάνταστα διότι καί προγεύονται τήν κατάσταση καί προβλέπουν, σύμφωνα μέ τό θεῖο νόμο, πού δέν τούς λανθάνει πλέον ὁ θεῖος νόμος, ὅπως ἐδῶ κάτω πού ἀδιαφοροῦσαν καί δέν τόν πρόσεξαν, καί τώρα βρίσκονται πιασμένοι στήν ἐνοχή τοῦ νόμου καί δέν μποροῦν νά τοῦ διαφύγουν πλέον.

   Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται πραγματικά σ᾿ ἕνα φοβερό καί ἀπαίσιο πόνο καί θερίζουν μεγάλη κακουχία. Σέ ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, ἔδειξε ὁ Θεός ποῦ εἶναι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, ποῦ εἶναι αὐτές οἱ ψυχές. Τίς ἔχουν ἐπισκεφθεῖ καί τίς ἔχουν γνωρίσει καί ζητοῦν βοήθεια καί μέ τό βλέμμα τους ἀκόμη πού εἶναι πάρα πολύ ἱκετευτικό, ἀλλά ποιός μπορεῖ νά τούς βοηθήσει; Βέβαια ἡ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων καί τῶν δικαίων προσεύχονται, ἀλλά καί μεῖς οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι, πού δέν ἔχουμε ἀκόμη πάει ἐκεῖ, ὀφείλουμε νά τό κάνουμε αὐτό. Γιατί καί ἐμεῖς πονοῦμε ἐδῶ κάτω. Μήπως ἐμεῖς δέν ἔχουμε πόνο; Δέν ἔχουμε θλίψη; Ἄς ρωτήσει ὁ καθένας τόν ἑαυτό του καί πόσα καί πόσα δέν μᾶς θερίζουν πατόκορφα καί δίστομα τήν ψυχή μας οἱ πόνοι τῆς ὀρφάνιας, τῆς ἀρρώστιας, τῆς δυστυχίας, τοῦ θανάτου. Χίλιες δυό θλίψεις πού παρουσιάζονται ἐνίοτε καί μᾶς κάνουν ἀνθρωπίνως ὅπως λέμε τή ζωή μαύρη.

 

Ὁ πόνος ξεκίνησε ἀπό τούς πρωτοπλάστους

 

   Ναί, ὁ πόνος ξεκίνησε ἀπό τούς πρωτοπλάστους. Αὐτοί οἱ πρωτόπλαστοι ἐπλάσθησαν ἅγιοι, βασίλευαν μέσα εἰς τό βασίλειον τοῦ Παραδείσου, ἦταν τά πιό ὄμορφα πλάσματα. Κατοικοῦσαν στόν παρθενικό παράδεισο, τόν πρῶτο πού βγῆκε ἀπό τήν ἀγάπη καί τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, ἀπό τή σοφία καί τή μεγαλωσύνη Του. Καί ἐκεῖ μέσα στόν Παράδεισο εὐφραινόντουσαν θαυμάσια κυρίως ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα πού ἀναπαυόταν μέσα τους πλούσια. Ἀλλά ἀπό τήν στιγμή πού προσέκρουσαν στήν ὑπακοή τοῦ Θεοῦ καί ἀσέβησαν, ἐξέπεσαν ἀπό τή Χάρη. Τούς ἐγκατέλειψε τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἔστειλε ὁ Θεός τόν ἄγγελο μέ τή ρομφαία καί τούς ἐξεδίωξε.

   Σκεφθῆτε τόν πόνο καί τήν θλίψη τῶν πρωτοπλάστων νά ἐγκαταλείπουν τόν παράδεισο καί νά τούς ὁδηγεῖ ὁ ἄγγελος εἰς τήν ἐξορία τῆς παρούσης ζωῆς. Ἐμεῖς ἄν μᾶς ἔβγαζε κάποιος ἀπό τό σπίτι μας τό ἁπλό καί μᾶς ἄφηνε ἔτσι, ὦ! ποία θλίψη; ποῖος πόνος θά μᾶς κατεῖχε, καί ἀπορία καί δυστυχία; Γιά σκεφθῆτε αὐτοί νά ἐγκαταλείπουν μιά ζωή ἀθάνατη, γιατί δέν ἦταν τότε θάνατος, δέν εἶχε ἀκολουθήσει θάνατος εἰς τήν ἀθανασία τῆς ζωῆς τους. Ὁ θάνατος ἀκολούθησε σάν ἀποτέλεσμα τῆς παρακοῆς καί ὁ πόνος ἀπό τότε καί ἡ θλίψη συντρόφευσε κάθε ἀνθρώπινη φύση πάνω στή γῆ καί θερίζουμε συνεχῶς τά τῆς ἐξορίας ἀποτελέσματα καί τούς καρπούς.

   Ἀναλογιζόμενοι λοιπόν κυρίως ἀπό τόν δικό μας πόνο, ἀπό τά δικά μας θλιβερά, τό τί συμβαίνει εἰς τούς ἀνθρώπους τοῦ πόνου καί τῆς δυστυχίας τοῦ αἰωνίου κρατητηρίου τῆς ἄλλης ζωῆς, ὁ πόνος καί ἡ θλίψη τους ἄς γίνουν δικός μας πόνος καί θλίψη καί ἄς προσευχώμεθα γιά νά γίνη ἵλεως ὁ Θεός καί εὐαρεστηθῆ καί ἀφήση τά παραπτώματά τους πρίν τῆς μεγάλης κρίσεως, πού τότε τίποτα δέν θά μπορεῖ νά γίνει.

 

Εἶναι μεγάλη ἐλεημοσύνη ἡ προσευχή γιά τούς κεκοιμημένους μας

 

   Λίγο - πολύ ὅλοι ἔχουμε ἀνθρώπους πού ἔφυγαν ἀπό τή ζωή. Πρέπει ὁ συγγενικός πόνος νά γίνει γενικός γιά τήν ἐκκλησία τοῦ ἄλλου κόσμου. Δέν εἶναι μόνο ἡ θριαμβεύουσα στόν οὐρανό, ἀλλά εἶναι καί οἱ ἄνθρωποι τῆς κολάσεως, καί αὐτοί εἶναι ἀδελφοί μας, εἶναι ψυχές πού ὁ Χριστός σταυρώθηκε. Εἶναι μεγάλη ἐλεημοσύνη νά κάνουμε γι᾿ αὐτούς τούς ἀνθρώπους, εἰ δυνατόν καί κάθε μέρα νά σταλάζουμε κι ἕνα δάκρυ. Γι᾿ αὐτούς τούς ἀνθρώπους, ὁ πόνος τους, ἡ δυστυχία τους, ἡ κόλασή τους, ἡ ἀπελπισία τους, ἡ ἀπόγνωσή τους, νά γίνουν δικός μας πόνος, δική μας ἀνησυχία καί νά λέμε: Τί θά γίνουν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι; ἔτσι θά πᾶνε στήν αἰώνια κόλαση;

   Καί κανέναν νά μή βγάλουμε μέ τίς προσευχές μας, ὁ Θεός γι᾿ αὐτή τή μεγάλη μας ἐλεημοσύνη θά μᾶς ἐλεήση, θά μᾶς βοηθήση νά ἀπαλλαγοῦμε ἐμεῖς ἀπό τήν κόλαση. Ὁ Χριστός μας ὁ Θεάνθρωπος, σάν Θεός πού κατέβηκε στή γῆ νά θυσιάσει τόν ἑαυτό Του, καί Αὐτός ἔπαθε πάνω στή γῆ τόν πόνο καί τήν θλίψη, ὅπως βλέπουμε στά Ἅγια Πάθη Του, τόν ὑπέμεινε καί τόν σήκωσε.

   Καί ποιός ἔχει τό δικαίωμα νά ἐξαιρεθεῖ καί νά περάσει τή ζωή του χωρίς τόν πόνο καί τή θλίψη; Κανείς δέν ἔχει αὐτό τό δικαίωμα. Ὅταν ἔρχεται κανείς καί σκέφτεται, ἄπονα ἀπό τή ζωή νά φύγει, ἔρχεται ἡ σκέψη καί λέει: Πῶς ἐγώ θά ζητήσω αὐτό τό δικαίωμα καθ᾿ ἥν στιγμή ὁ Σωτήρας καί Θεός μου, ἄφησε τήν τελευταία του πνοή πάνω στό Σταυρό μ᾿ ἕνα μεγάλο πόνο, ὄχι μόνο σωματικό ἀλλά καί ψυχικό. Διότι ἐγνώριζε σάν Θεός, ὅτι ὁ σταυρός Του, ἡ θυσία Του, τό Πανάγιον Αἷμα Του, δέν θά φτάσουν νά σώσουν ὅλη τήν ἀνθρωπότητα, ἀλλά θά σωθῆ ἕνα μικρό ποίμνιο. Καί αὐτός ἦταν ἕνας πολύ μεγάλος πόνος, ἤξερε ὅτι ὁ Σατανᾶς καί αὐτός θά πάρη τή μερίδα του καί ἡ μερίδα του θά εἶναι μεγαλύτερη ἀπό τή δική Του· ὀλίγοι οἱ σωζόμενοι. Ἄς ὑπομείνουμε τόν πόνο καί τή θλίψη.

 

* Ἐκ τοῦ ψυχωφελοῦς τεύχους «ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ ΠΑΤΡΙΚΕΣ», ἐκδόσεις “Ὁρθόδοξος Κυψέλη’’, Θεσσαλονίκη χ.χρ., σελ. 25-28 καί 31-32.