Τὸ trac καὶ μία ἐκ τῶν αἰτιῶν του
Τὸν Χριστιανὸ
στὸν κόσμο, αὐτὸ τιμὲς δὲν τὸν ᾿ξιππάζουν
γιατὶ ᾿ψηλά, πολὺ ψηλά, οἱ σκέψεις
του ἀράζουν.
Κι᾿ ὅταν τὰ μάτια του ποτέ, στὴ γῆ
᾿δῶ κάτω στρέφῃ
βλέπει σκιὲς περαστικιές, κονιορτοὺς
καὶ νέφη.
Μὰ ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἔπαινο ζητάει τῶν
ἀνθρώπων
κι᾿ ἀρέσκεται στὸ βούϊσμα πανευτελῶν
κωνώπων,
σ᾿ ἀνησυχίας πέλαγος μέσα του
ταξειδεύει
κι᾿ ἡ ταραχὴ τοῦ λογισμοῦ πάντα τὸν συντροφεύει.
Καὶ ἡ πολλὴ συνταραχὴ ποὺ μέσα τὸν
κρατάει
καὶ σὲ σταμάτημα τοῦ νοῦ, πολλὲς
φορὲς, ξεσπάει.
Δὲν λέω, εἶν᾿ καὶ νευρικό, ἀσθένεια
ἀπ᾿ τὴ φύσι
μὰ κι᾿ ἀπ᾿ τὸν φόβο εἶν᾿ φορές,
ποὔχει ἐντός του κλείσει
καθένας ποὺ βαθειὰ ποθεῖ τὸν ἔπαινον
τῶν ἄλλων
καὶ τρέμει μήπως φωραθῆ στὰ ὄμματά
των σφάλλων.
Στὴ σκέψι μου δός, Κύριε, διαύγεια
κι᾿ εἰρήνη
χωρὶς τὸ Φῶς Σου οὔτε στιγμή, ποτέ
της ἂς μὴ μείνῃ.
(«Τὰ ποιήματα τοῦ καλόγερου». Τόμος Α'. 1971. σελ 31.)