Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

ΧΑΡΤΙΝΗ ΚΡΕΜΑΛΑ




ΧΑΡΤΙΝΗ ΚΡΕΜΑΛΑ

 

Τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου

Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου

Μητροπολίτου Φλωρίνης*

 

    παλιός, ἀγαπητοί μου, ὁ παλιός χρόνος πέρασε. Νέος χρόνος ἦρθε. Πῶς τόν ὑποδέχτηκαν οἱ ἄνθρωποι; Πῆγαν στήν ἐκκλησία; Ἄναψαν τό κερί τους; Ἄκουσαν τή θεία λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου; Ἔκαναν τήν προσευχή τους γιά νά τούς βοηθήσει ὁ Θεός; Ἄρχισαν τόν καινούργιο χρόνο μέ καμμιά καλή πράξη; Τίποτα ἀπ᾿ αὐτά. Ἔμειναν στά σπίτια τους, περίμεναν τά μεσάνυχτα, καί μόλις χτύπησε τό ρολόι δώδεκα καί τελείωσε ὁ ἕνας χρόνος κι᾿ ἄρχισε ὁ ἄλλος, ἔστρωσαν τήν πράσινη τσόχα στό τραπέζι καί ἄρχισαν νά παίζουν χαρτιά. Νά παίζουν ἄντρες, γυναῖκες καί παιδιά. Νά παίζουν γιά τό καλό τοῦ χρόνου, ὅπως λένε. Δέν εἶναι ὑπερβολή ἄν ποῦμε ὅτι λίγα σπίτια δέν παίζουν χαρτιά τήν πρωτοχρονιά.

   Μά τό κακό τῆς χαρτοπαιξίας δέν περιορίζεται μόνο στήν πρωτοχρονιά παίζουν καί τίς ἄλλες μέρες. Παίζουν στίς γιορτές, παίζουν στά πανηγύρια, παίζουν καί τίς καθημερινές ἀκόμη. Βασιλεύει ὁ ἥλιος; Φαίνονται τά ἄστρα; Νυχτώνει; Τά πουλιά πηγαίνουν καί κοιμοῦνται στίς φωλιές, ἀλλ᾿ οἱ χαρτοπαῖχτες δέν κοιμοῦνται. Τρέχουν στά καφενεῖα, στά κέντρα, στά μπάρ, στά καζῖνα, κι᾿ ἐκεῖ παίζουν μαζί μέ τούς ἄλλους χαρτοπαῖχτες. Μιά ἄγρια πάλη γίνεται μεταξύ τῶν χαρτοπαιχτῶν. Παλεύουν ὄχι μέ μαχαίρια καί μέ πιστόλια· παλεύουν μέ τό χαρτί, πού εἶναι χειρότερο ἀπό τό μαχαίρι καί τό πιστόλι. Προσπαθοῦν μέ κάθε τρόπο νά νικήσουν καί νά πάρουν τά χρήματα τῶν ἄλλων. Ὄχι νά πάρουν, ἀλλά νά κλέψουν. Γιατί ἡ χαρτοπαιξία εἶναι κλοπή καί ὁ χαρτοπαίχτης εἶναι κλέφτης. Ὁ χαρτοπαίχτης διαφέρει ἀπό τόν κλέφτη μόνο σέ τοῦτο, ὅτι ὁ κλέφτης, ἄν τόν πιάσει ἡ ἀστυνομία, φυλακίζεται καί καταδικάζεται μέ αὐστηρές ποινές, ἐνῶ ὁ χαρτοπαίχτης μπορεῖ νά παίζει καί μέ τό χαρτί νά κλέψει ἑκατομμύρια, κι᾿ ὅμως δέν θεωρεῖται κλέφτης, ἀλλά θεωρεῖται ἔξυπνος καί ἱκανός ἄνθρωπος, πού «ξέρει νά ζεῖ καί νά κερδίζει».

   Ἀλλά κερδίζει ὁ χαρτοπαίχτης; Ἀλλοίμονο! Τά κέρδη του εἶναι μαῦρα, καταραμένα κέρδη. Κερδίζει σήμερα ἕνα ποσό, γιά νά χάσει αὔριο διπλάσιο καί τριπλάσιο. Ὁ Σατανᾶς ξέρει τί κάνει. Εἶναι πιό ἔξυπνος ἀπ᾿ τόν χαρτοπαίχτη. Χρησιμοποιεῖ τό σημερινό κέρδος σάν δόλωμα, γιά νά τόν ξεγελάσει καί νά ξαναπαίξει καί νά τά χάσει ὅλα, κι᾿ ἔτσι στό τέλος νά φύγει ἀπ᾿ τή χαρτοπαιχτική λέσχη χωρίς ρολόι, χωρίς βέρα, χωρίς σακκάκι. Πλούσιος μπαίνει, γυμνός βγαίνει. Νομίζετε πώς θά ἡσυχάσει; Ὄχι! Τό χαρτί τοῦ ἔχει γίνει πάθος. Ὁ χαρτοπαίχτης εἶναι σάν τόν ἀλκοολικό. Ἄν ἐκεῖνος μπορεῖ ν᾿ ἀφήσει τό κρασί, μπορεῖ κι᾿ ὁ χαρτοπαίχτης ν᾿ ἀφήσει τό χαρτί. Δουλεύει -ἄν δουλεύει- κι᾿ ὁ νοῦς του εἶναι στό χαρτί. Κοιμᾶται -ἄν κοιμᾶται- καί ὀνειρεύεται τά χαρτιά.

   Ὁ χαρτοπαίχτης εἶναι ἀδιάφορος γιά ὅλα καί μόνο γιά τό χαρτί ἐνδιαφέρεται. Ἡ οἰκογένειά του ὑποφέρει. Τά παιδιά του νηστικά. Ἡ μητέρα του ἄρρωστη. Ὁ πατέρας του χαροπαλεύει μέ τό θάνατο. Νομίζετε πώς θά συγκινηθεῖ; Ὁ χαρτοπαίχτης ἀδιάφορος θά παίζει καί τή μέρα ἀκόμη πού ἡ μητέρα του πεθαίνει! Κανένα εὐγενικό αἴσθημα δέν μένει μέσα του. Ἡ καρδιά του ἔχει γίνει πέτρα. Ὑπάρχουν περιπτώσεις πού οἱ χαρτοπαῖχτες ἔγιναν κλέφτες, καταχραστές, διαρρῆκτες, κι᾿ ἔσπρωξαν κι᾿ αὐτές τίς γυναῖκες τους στήν ἀτιμία, γιά νά βρίσκουν χρήματα καί νά παίζουν. Ἀχόρταγο πάθος ἡ χαρτοπαιξία.

   Τή στιγμή πού ἔπαιρνα τό στυλό γιά νά γράψω τό κήρυγμα αὐτό, ἦρθε στά γραφεῖα τῆς Μητροπόλεως μιά γυναῖκα ἀπό ἕνα φτωχό συνοικισμό τῆς πόλεως. Μέ κλάματα καί πόνο μοῦ λέει:

   - Πάτερ μου, σῶσε μας. Ὁ ἄντρας μου -τόν ξέρεις- εἶναι ἕνας ἐργατικός ἄνθρωπος. Βγάζει λεφτά. Μά ἐμεῖς ἐδῶ κι᾿ ἕνα μῆνα δραχμή δέν εἴδαμε. Ρώτησα κι᾿ ἔμαθα πώς τή νύχτα πηγαίνει σέ σπίτια, κλείνεται καί παίζει μέ ἄλλους χαρτιά. Χτές τό βράδυ ἔχασε τρεῖς χιλιάδες δραχμές.** Δέν τοῦ ἔμεινε τίποτα. Ἦρθε τίς πρωϊνές ὧρες. Μόλις τόλμησα καί τοῦ ἔκανα παρατήρηση, ὅρμησε πάνω μου κι᾿ ἄρχισε νά μέ χτυπάει. Ποτέ δέν τόν εἶδα τόσο ἀγριεμένο. Φοβήθηκα μήπως μέ σκοτώσει. Ἔβαλα τίς φωνές. Μαζεύτηκε ὁ κόσμος. Γινήκαμε ρεζίλι. Ἀλλ᾿ αὐτός δέν ἐννοεῖ νά κόψει τό χαρτοπαίγνιο. Ἔρχονται οἱ γιορτές, καί θά μείνουμε νηστικοί. Σέ παρακαλῶ φώναξέ τον καί κάνε του συστάσεις, γιατί τό σπίτι μας διαλύεται…

   Δέν εἶναι αὐτό μιά φανταστική, εἶναι μιά πραγματική ἱστορία. Καί δέν εἶναι τό μοναδικό περιστατικό. Πόσα ἄλλα θλιβερά γεγονότα συμβαίνουν μέσα στίς οἰκογένειες ἐξ αἰτίας τοῦ πάθους τῆς χαρτοπαιξίας!


   Ἡ χαρτοπαιξία συμφορά, πάθος ὀλέθριο. Ἡ χαρτοπαιξία σπαταλάει χρήματα, πού βγαίνουν μέ ἱδρῶτα. Ἡ χαρτοπαιξία τρώει τό χρόνο, πού εἶναι πιό πολύτιμος ἀπ᾿ τό χρῆμα. Ὧρες ὁλόκληρες πηγαίνουν χαμένες. Ἡ χαρτοπαιξία σπάει νεῦρα, ζαλίζει τό μυαλό, χτυπάει στήν καρδιά, γεμίζει τά πνευμόνια μέ τό μολυσμένο ἀέρα τῶν καφενείων καί τῶν χαρτοπαιχτικῶν κέντρων, δηλητηριάζει τό αἷμα, καταστρέφει τήν ὑγεία. Ἡ χαρτοπαιξία σπρώχνει στό ἔγκλημα. Ρίχνει στίς φυλακές, στά φθισιατρεῖα, στά φρενοκομεῖα, κάνει τόν ἄνθρωπο κουρέλι. Καί τέλος ὁ χαρτοπαίχτης ἀπελπισμένος πηγαίνει καί αὐτοκτονεῖ καί παραδίνει τήν ψυχή του στό Σατανᾶ.

   Θέλεις νά δεῖς τί εἶναι ὁ χαρτοπαίχτης; Ρίξε μιά ματιά στό Χριστό. Βρίσκεται πάνω στό σταυρό. Πονάει ἀπ᾿ τά καρφιά. Τό αἷμα στάζει. Τό στόμα του εἶναι ξερό. Ἕνα ποτήρι νερό δέν ἔχει νά δροσίσει τά χείλη του. Κι᾿ ὅμως! Κάτω ἀπ᾿ τό σταυρό ἔχουν μαζευτεῖ οἱ στρατιῶτες πού τόν κάρφωσαν καί παίζουν· παίζουν ζάρια, καί καμμιά συγκίνηση δέν δείχνουν γιά τά πάθη τοῦ Χριστοῦ.

 

   Ὁ Σατανᾶς κάνει χρυσές δουλειές μέ τά χαρτιά. Παίρνει τά χαρτιά, τά ἑνώνει, κάνει μ᾿ αὐτά μιά κρεμάλα, χάρτινη κρεμάλα, καί μέ τήν κρεμάλα αὐτή κρεμάει χιλιάδες καί ἑκατομμύρια ἀνθρώπους. Ὁ Ἰούδας κρεμάστηκε μέ σκοινί· ἀλλά ὁ χαρτοπαίχτης κρεμιέται μέ τή χάρτινη κρεμάλα. Καί τέτοιες χάρτινες κρεμάλες ἔχει δυστυχῶς στήσει σ᾿ ὅλες τίς πόλεις καί τά χωριά. Ἡ Ἑλλάδα κοντεύει νά γίνει μιά ἀπέραντη χαρτοπαιχτική λέσχη. Οἱ κύριοι ἀλλά καί οἱ κυρίες τῶν πόλεων ἀφήνουν τό σπίτι τους τό βράδυ, πηγαίνουν σ᾿ ἄλλα σπίτια καί παίζουν κουμκάν. Τίς πρωϊνές ὧρες βγαίνουν σ᾿ ἐλεεινή κατάσταση. Οἱ χωρικοί παίζουν κι᾿ αὐτοί στά δικά τους σπίτια καί στά πιό ἀπόμερα μέρη, καί μέσ᾿ στούς σταύλους ἀκόμη καί τίς ἀποθῆκες.

   Τό κακό παράγινε καί πάει νά πνίξει ὅλους. Τί πρέπει νά γίνει; Τό κράτος, θά φωνάξουν πολλοί, αὐτό φταίει. Τό κράτος πρέπει νά λάβει αὐστηρά μέτρα. Νά κλείσει τά καζῖνα, τίς χαρτοπαιχτικές λέσχες καί τά κέντρα ὅπου παίζουν μέρα-νύχτα. Ν᾿ ἀπαγορεύσει ὄχι μόνο τά χαρτιά, ἀλλά καί τά τυχερά παιχνίδια, πού κι᾿ αὐτά κάνουν καταστροφή καί συνηθίζουν τά μικρά παιδιά στό εὔκολο κέρδος. Νά βγεῖ νόμος καί νά ὁρίσει αὐστηρές ποινές γιά τόν χαρτοπαίχτη. Ὁ χαρτοπαίχτης, κι᾿ ὅταν ἀκόμη χάνει, νά θεωρεῖται κλέφτης, καί ὅταν κερδίζει, νά εἶναι ὑποχρεωμένος νά ἐπιστρέψει σέ διπλάσιο ποσό τό χρῆμα πού κέρδισε κλέβοντας τόν ἄλλο.

   Μέχρι ὅμως νά ξυπνήσει τό κράτος καί νά λάβει αὐστηρά μέτρα κατά τῆς χαρτοπαιξίας, ὅλοι μας, ἱερεῖς καί δάσκαλοι καί κάθε ἕνας πού πονάει τόν τόπο, πρέπει νά κηρύξουμε σταυροφορία καί νά ἐργασθοῦμε ὁ καθένας στόν κύκλο του, γιά νά περιορισθεῖ καί νά ἐξαλειφθεῖ τό ἀπαίσιο αὐτό πάθος τῆς χαρτοπαιξίας. Τώρα πού ἀρχίζει ὁ καινούργιος χρόνος παρακαλῶ τούς χριστιανούς πού ἔπαιζαν μέχρι τώρα χαρτιά, νά πάψουν πιά νά παίζουν. Οἱ οἰκογενειάρχες νά μαζέψουν τά χαρτιά, τίς τράπουλες, πού ἔχουν καί τά μικρά ἀκόμη παιδιά στίς τσέπες τους, καί νά τίς ρίξουν στή φωτιά. Κι᾿ ἡ φωτιά πού θά κάψει τίς τράπουλες θά εἶναι ἅγια φωτιά.

   Εὐχόμαστε μ᾿ ὅλη μας τήν καρδιά σ᾿ ὅλα τά σπίτια τῆς πατρίδας μας ν᾿ ἀνάψουν τέτοιες ἅγιες φωτιές καί κανένας πιά νά μήν πιάνει στά χέρια του τραπουλόχαρτα.

 

* Ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου (Καντιώτη), «ΚΟΙΝΩΝΙΚΑΙ ΠΛΗΓΑΙ», ἔκδοση Ὀρθοδ. Ἱεραποστολικῆς Ἀδελφότητος «Ὁ Σταυρός», Ἀθῆναι 1990, σ. 11-15.

 

** Τό 1974 πού συνέβη τό γεγονός, οἱ τρεῖς χιλιάδες δραχμές ἦσαν μεγάλο ποσό.