Εἶπε Γέρων…
Ὅπως
ἡ φωτιὰ κατατρώει τὰ ξύλα, ἔτσι τὰ καλὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου πρέπει ν᾿ ἀφανίζουν
τὰ πάθη, ἔλεγαν οἱ Γέροντες.
Ὅταν ἤμουνα νέος, ἔλεγε στοὺς ἀδελφοὺς ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος ὁ Πρεσβύτερος τῆς σκήτης, δὲν εἶχα ὁρισμένο καιρὸ γιὰ προσευχή. Προσευχόμουν χωρὶς διακοπὴ ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς νύκτας.
Ὅποιος
ἔχει μάθει νὰ σωπαίνει, βρίσκει παντοῦ ἀνάπαυση, λέγει ὁ ἀββᾶς Ποιμήν.
— Ἂν
θέλεις, ἀδελφέ, νὰ γίνεις καλὸς μοναχὸς καὶ μάλιστα κοινοβιάτης, κράτησε καλὰ
στὸν νοῦ σου αὐτὰ τὰ δύο: Πρῶτον, ἀπόφευγε τὶς περιττὲς κουβέντες, καὶ
δεύτερον, μὴν ἀποκτήσεις ποτὲ δικό σου πρᾶγμα, οὔτε μικρὸ λαγήνι γιὰ νερό, καὶ
θὰ εἶσαι σ᾿ ὅλη σου τὴ ζωὴ ἀναπαυμένος.