Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

- Ἄδικα ἤρθατε, ὁ κόπος σας πάει χαμένος…




- Ἄδικα ἤρθατε, ὁ κόπος σας πάει χαμένος…

 

Ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ὁσίου Γεωργίου (Καρσλίδη).

 

   Κάποια μέρα πήγαιναν δυό γυναῖκες ἀπ᾿ τήν Δράμα, πολύ γνωστές τοῦ Γέροντα, στό μοναστήρι. Ἦταν καλοκαίρι καί πήγαιναν μέ τά πόδια. Μαζί τους εἶχαν κι ἕνα δοχεῖο νερό γιά τόν δρόμο. Ἀφοῦ προχώρησαν στόν μισό δρόμο, ξεκουράστηκαν καί ἤπιαν καί νερό. Ὅταν πλησίαζαν στήν Σίψα, συνάντησαν δυό στρατιῶτες πού τίς ρώτησαν ἄν εἶχαν λίγο νερό νά τούς δώσουν νά πιοῦν, γιατί διψοῦσαν. Ἐκεῖνες ὅμως εἶπαν ὅτι δέν εἶχαν καί δέν τούς ἔδωσαν.

   Μόλις ἔφτασαν στό χωριό, ἄδειασαν τό νερό πού εἶχε ἀκόμη τό δοχεῖο καί τράβηξαν γιά τό μοναστήρι. Βρῆκαν τόν Γέροντα νά κάθεται σ᾿ ἕνα δένδρο ἀπό κάτω καί τόν πλησίασαν μέ χαρά, γιατί τίς ἤξερε καί χαιρόταν, ὅταν πήγαιναν. Ἀλλά τώρα μόλις τόν χαιρέτησαν, ἐκεῖνος τίς κοίταξε μέ αὐστηρό βλέμμα καί τίς εἶπε:

   - Ἐσεῖς ποῦ ἤρθατε;

   Κι ἐκεῖνες μέ θάρρος τοῦ ἀπάντησαν:

   - Ποῦ ἤρθαμε; στό μοναστήρι ἤρθαμε, σέ σένα.

   Καί τίς ρώτησε ἄν ἦρθαν γιά προσευχή κι ἐκεῖνες ἀπάντησαν καταφατικά. Ἀλλά τότε τίς εἶπε:

   - Ἄδικα ἤρθατε, ὁ κόπος σας πάει χαμένος.

   Κι οἱ γυναῖκες τόν ρώτησαν γιατί κι ἐκεῖνος ἀπάντησε:

   - Κάθε φορά πού ἔρχεστε σᾶς λέγω νά κάνετε καλοσύνες, καλά ἔργα. Ἀλλά ὅταν ὁ Γέροντας σᾶς συμβουλεύει πῶς νά βαδίζετε στήν ζωή σας, ἐσεῖς μόνο τήν ὥρα πού τά ἀκοῦτε προσέχετε καί μόλις φύγετε ἀπό τό μοναστήρι, ἀμέσως τά ξεχνᾶτε ὅλα.

   Καί τότε τόν ρώτησαν:

   - Γιατί, Γέροντα, μᾶς τά λές ὅλα αὐτά; Ἐμεῖς ἤρθαμε μέ τόση χαρά νά σέ βροῦμε γιά νά ἐξομολογηθοῦμε.

   Καί τότε τίς εἶπε:

   - Ξεκινήσατε ἀπ᾿ τά σπίτια σας ἕτοιμες, ἀλλά στό δρόμο συναντήσατε δυό στρατιῶτες πού σᾶς ζήτησαν νερό γιατί διψοῦσαν τά παιδιά. Ἐσεῖς ὅμως εἴπατε ὅτι δέν ἔχετε νερό καί ὅταν φτάσατε στό χωριό τό χύσατε καί ἤρθατε στό μοναστήρι. Καί λέτε ὅτι εἶστε ἕτοιμες νά ἐξομολογηθεῖτε. Δέν ξέρετε ὅτι ἔχετε αὐστηρό κανόνα γιά τήν πράξη σας αὐτή; Ἔπρεπε νά δώσετε νερό στά παιδιά, γιατί ἐσεῖς φτάνατε, ἐνῶ ἐκεῖνα εἶχαν πολύ δρόμο γιά νά πᾶνε στήν Δράμα.

   Οἱ γυναῖκες δέν ἤξεραν τί νά ποῦν. Ἔμειναν ἐκεῖ ἐκεῖνο τό βράδυ καί ὅταν τόν καληνύχτισαν καί πῆγαν στόν ξενώνα νά κοιμηθοῦν, δέν μπόρεσαν νά κλείσουν μάτι. Συλλογίζονταν πῶς ἔκαναν τέτοιο λάθος καί πῶς τίς τά εἶπε ὅλα ὁ Γέροντας ὅπως ἔγιναν.

   Τό πρωί πού πῆγαν νά τόν χαιρετήσουν, τίς εἶπε:

   - Φροντίστε νά κάνετε ἐλεημοσύνη κι ἄν θέλετε νά ἔρχεστε στόν Γέροντα σάν χριστιανοί, νά προσέχετε τίς πράξεις σας, νά ἐλέγχετε πάντα τόν ἑαυτό σας καί τότε θά σᾶς ἀγαπάει ὁ Θεός καί θά σᾶς χαίρεται ὁ Γέροντας.

   Τόν χαιρέτησαν κι ἔφυγαν καταστενοχωρημένες.