Εἶπε Γέρων…
Μάθε
νὰ ἐξευτελίζεις τὸν ἑαυτό σου καὶ σ᾿ ὅποιο τόπο κι᾿ ἄν κατοικήσεις, θὰ βρεῖς
ἀνάπαυση, λέγει ὁ ὅσιος Ποιμήν.
Κάποιος
εὐέξαπτος ἄνθρωπος, τυφλωμένος κάποτε ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ, τραυμάτισε ἕναν
χριστιανό, χωρὶς λόγο. Ὁ τραυματισμένος, πνιγμένος σχεδὸν στὸ αἷμα του, ἔβαλε
μετάνοια καὶ φιλῶντας τὸ χέρι τοῦ φονιά του, τοῦ εἶπε ταπεινά:
— Ἔσφαλα, ἀδελφέ, συγχώρησέ με.
Ὅταν
ἀποφεύγει ὁ ἄνθρωπος τὶς πολλὲς κουβέντες, τὶς διαμάχες, τὴν ταραχὴ καὶ τὴν
σύγχυση, ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐπισκιάζει τὴν ψυχή του καὶ
τότε, ὅσο στεῖρα κι ἂν εἶναι, θὰ βλαστήσει καρποὺς πνευματικούς.
Ὁ
ἀββᾶς Ἠσαΐας ὁ Πρεσβύτερος τοῦ Πηλουσίου, μάλωνε τοὺς Ἀδελφούς ὅταν
συνομιλοῦσαν στὴν τράπεζα.
— Μὴ μιλᾶτε, παιδιά μου, τοὺς ἔλεγε. Ἡ
τράπεζα τοῦ μοναχοῦ πρέπει νὰ εἶναι δεύτερη Ἐκκλησία. Εἶδα κάποτε ἕναν φτωχὸ
ποὺ ἐνῶ ἔτρωγε ἐδῶ μαζὶ μὲ ὅλους, ἡ προσευχή του σὰν φωτεινὴ στήλη ἄγγιζε τὸν
οὐρανό.