Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ ΠΑΤΡΙΚΕΣ (Β΄)




ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ ΠΑΤΡΙΚΕΣ (Β΄)

 

Ὁσίου Γέροντος ΕΦΡΑΙΜ Φιλοθεΐτου (Ἀριζόνας)*

 

Πίσω ἀπό τήν δοκιμασία κρύβεται ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Οἱ πάντες σχεδόν τήν μεταστροφή τους ὀφείλουν σέ κάποια δοκιμασία

 

   θλῖψις εἶναι κακό πράγμα. Ἀλλά πίσω ἀπ᾿ αὐτό, πίσω ἀπό τόν πόνο, πίσω ἀπό τήν θλίψη, πίσω ἀπό τήν δοκιμασία, κρύβεται ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, κρύβεται ἡ ἀναγέννησις, ἡ ἀνάπλασις τοῦ ἀνθρώπου, τῆς οἰκογενείας. Οἱ πάντες σχεδόν τήν μεταστροφή τους τήν ὀφείλουν σέ κάποια δοκιμασία. Νομίζουν ὅτι πηγαίνουν ὅλα ὡραῖα· τούς παίρνει ὁ Θεός τό παιδί· κλάμματα, κακό, κ.λπ. Ἔρχεται καί ἐπισκιάζει ἔπειτα ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί εἰρηνεύουν οἱ ἄνθρωποι· καί πλησιάζουν τήν ἐκκλησία, πλησιάζουν τήν ἐξομολόγηση, πλησιάζουν τόν ἱερέα. Χάριν τοῦ παιδιοῦ πᾶνε στήν ἐκκλησία· ὁ πόνος τούς κάνει ν᾿ ἀναζητήσουν, νά προσευχηθοῦν ὑπέρ ἀναπαύσεως, νά κάνουν τίς λειτουργίες.

   Ὁ πόνος ἁπαλύνει τήν καρδιά καί τήν κάνει δεκτική τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ πρῶτα ἦταν σκληρή, δέν δεχόταν. Π.χ. ἕνας ἄνθρωπος στό σφρῖγος τῆς νεότητος· ἐγώ εἶμαι σκέφτεται καί κανένας ἄλλος δέν εἶναι. Νά πτυχία, νά κι οἱ δόξες, νά κι ἡ ὑγεία, νά κι οἱ ὀμορφιές, νά κι ὅλα. Ὅταν ὅμως τόν ξαπλώσει στό κρεββάτι μιά ἀσθένεια, τότε ἀρχίζει νά σκέφτεται διαφορετικά. Ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης. Μπορεῖ νά πεθάνω. Τί τό ὄφελος ὅλα αὐτά, κι ἀρχίζει νά σκέφτεται διαφορετικά. Ἔρχεται φερ᾿ εἰπεῖν ἕνας ἄνθρωπος, τόν πλησιάζει, διάβασε καί αὐτό τό βιβλίο νά δεῖς τί λέει. Ἀκούει καί ἕνα λόγο τοῦ Θεοῦ καί τότε τόν ἀκούει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Κι ἅμα τοῦ δώσεις καί βιβλίο, ὁ πόνος ἤδη τοῦ ἔχει κάνει τήν καρδιά του ἔτσι κατάλληλη κι ἀνοίγει καί τό βιβλίο καί τό Εὐαγγέλιο καί τό διαβάζει καί ἀπό ἐκεῖ ἀρχίζει ἡ ἀνάπλασις τοῦ ἀνθρώπου. Καί ὅταν γίνει καλά, ἀμέσως πλέον σηκώνεται καί ζεῖ προσεκτικά τή ζωή του καί δέν ζεῖ ὅπως πρῶτα μέ τήν ὑπερηφάνεια καί τή φαντασία πού εἶχε.

 

Ἡ ἀσθένεια καί ἡ θλίψη εἶναι τό κατ᾿ ἐξοχήν φάρμακο τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ γιά νά τόν φέρει τόν ἄνθρωπο κοντά Του καί νά αὐξήσει τήν ἀρετή του

 

   Ἡ ἀσθένεια καί ἡ θλίψη εἶναι τό κατ᾿ ἐξοχήν φάρμακο τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ, νά φέρει τόν ἄνθρωπο κοντά Του, καί νά αὐξήσει τήν ἀρετή του. Ὁ Ἰώβ ἦταν ὁ καλύτερος ἄνθρωπος πάνω στή γῆ, ἀλλά ὁ Θεός ἤθελε νά τόν κάνει ἀκόμα καλύτερο. Καί ἀπό τότε πού δοκιμάστηκε, ἀπό τότε καί δοξάστηκε. Ἦταν καλός ἄνθρωπος καί εὐσεβής κ.λπ., ἀλλά χωρίς δοκιμασία δέν ἦταν ὀνομαστός ὁ Ἰώβ. Ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς ὅμως δοκιμάστηκε καί πολέμησε καί ἀγωνίστηκε καί στεφανώθηκε καί πλούτισε, ἀπό κεῖ καί ὕστερα ἄρχισε ἡ δόξα του, καί ἁπλώθηκε μέχρι σήμερα. Τό παράδειγμά του εἶναι φωτεινότατο καί ἐνισχύει κάθε ἄνθρωπο πού δοκιμάζεται. Ἄν αὐτός δοκιμάστηκε πού ἦταν ἕνας ἅγιος, πολύ περισσότερο ἐμεῖς πού εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Καί τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά τόν κάνει ἅγιον καί νά τοῦ δώσει πάλι χρόνια ζωῆς καί νά τόν εὐλογήσει διπλά καί τρίδιπλα ἀπ᾿ ὅτι ἔχασε, καί ἔτσι νά γίνει ἕνα φωτεινό παράδειγμα ἀνά τούς αἰῶνες γιά κάθε πονεμένο ἄνθρωπο· νά προσαρμόζεται καί ν᾿ ἀκουμπάει σ᾿ αὐτό τό παράδειγμα καί νά ξεκουράζεται καί αὐτός καί νά λέει: Ὡς ἔδοξε τῷ Κυρίῳ, οὕτω καὶ ἐγένετο. Εἴη τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου εὐλογημένο. Σκύβει τό κεφάλι καί λέει: ὁ Θεός ἔδωσε, ὁ Θεός πῆρε. Καί τό παιδί ἀκόμα νά μοῦ πάρει, ὁ Θεός δέν μοῦ τὄδωσε; Τό πῆρε. Ποῦ εἶναι τό παιδί μου; Στόν οὐρανό. Ἐκεῖ τί γίνεται; Ἀναπαύεται ἐκεῖ

   Σέ κάθε δοκιμασία πίσω κρύβεται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἡ ὠφέλεια τήν ὀποία φυσικά ἴσως ἐκεῖνο τόν καιρό νά μήν μπορεῖ νά τήν δεῖ, ἀλλά μέ τόν χρόνο θά τήν γνωρίσει τήν ὠφέλεια. Ἔχουμε τέτοια παραδείγματα πάρα πολλά…

   Ὅπως καί μέ τούς Ἁγίους Ἀνδρόνικο καί Ἀθανασία. Αὐτοί ἦταν ἀντρόγυνο· καί ἤτανε χρυσοχόος ὁ Ἀνδρόνικος μέ πολύ πλοῦτο κ.λπ. Τό ἕνα μέρος τοῦ κέρδους ἔτρεφε τήν οἰκογένειά του. Τό ἕνα μέρος τοῦ κέρδους τό ἔδινε στούς φτωχούς καί τό ἕνα μέρος τοῦ ἄλλου κέρδους, τό ἕνα τρίτο, τό ἔδινε ἄτοκα στούς ἀνθρώπους πού δέν εἴχανε χρήματα. Εἶχαν δύο χαριτωμένα κοριτσάκια. Καί μιά μέρα ἀπό μιά ἀρρώστεια πέθαναν καί τά δύο. Πηγαίνουν καί τά θάβουν καί οἱ δύο. Ἡ Ἀθανασία ἡ καϋμένη πάνω στόν τάφο ἔκλαιγε, ἔκλαιγε, ἔκλαιγε. Ἔ, ὁ Ἀνδρόνικος ἔκλαιγε καί αὐτός, εἶδε καί ἀπόειδε, τράβηξε γιά τό σπίτι. Ἔμεινε ἡ καϋμένη ἡ Ἀθανασία καί ἔκλαιγε πάνω στόν τάφο: «Τά παιδιά μου» καί «τά παιδιά μου», καί κόντευε νά βασιλέψει ὁ ἥλιος καί νά κλείσει τό νεκροταφεῖο. Γιά μιά στιγμή ἐπάνω στή θλίψη της καί στή στεναχώρια της, βλέπει καί ἔρχεται ἕνας μοναχός καί τῆς λέει:

   «Κυρά μου γιατί κλαῖς;»

   «Πῶς νά μήν κλαίω πάτερ;» (Αὐτή νόμιζε πώς ἦταν ὁ παπάς τοῦ νεκροταφείου) «Ἔθαψα τά παιδιά μου, τούς δύο ἀγγέλους μου, τούς ἔβαλα μέσα στόν τάφο καί ἔμεινα ἐγώ καί ὁ ἄντρας μου ἐντελῶς μόνοι. Δέν ἔχουμε δροσιά καθόλου».

   Τῆς λέει: «Τά παιδιά σου εἶναι στόν παράδεισο μέ τούς ἀγγέλους· εἶναι στήν εὐτυχία καί στή χαρά τοῦ Θεοῦ καί σύ κλαῖς, παιδί μου; Κρῖμα εἶσαι καί χριστιανή».

   «Ὥστε ζοῦν τά παιδιά μου; Εἶναι ἄγγελοι;»

   «Βεβαίως εἶναι ἄγγελοι τά παιδιά σου».

 

   Ἤτανε ὁ Ἅγιος τῆς ἐκκλησίας ἐκεῖ. Τελικά ἔγιναν μοναχοί ὁ Ἀνδρόνικος καί ἡ Ἀθανασία καί ἁγίασαν…

 

(συνεχίζεται…)

 

* Ἐκ τοῦ ψυχωφελοῦς τεύχους «ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ ΠΑΤΡΙΚΕΣ», ἐκδόσεις “Ὁρθόδοξος Κυψέλη’’, Θεσσαλονίκη χ.χρ., σελ. 16-19.