Κυριακή 6 Ιουνίου 2021

Ἡ Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ




Ἡ Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ

 

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Φωτὸς χορηγός, ἐκ φάους πλέον φάος,

Τὸν ἐκ γενετῆς ὀμματοῖς Τυφλόν, Λόγε.


   Τὴν ἕκτη Κυριακὴ ὕστερα ἀπὸ τὸ Πάσχα ἑορτάζουμε τὸ ἐξαίσιο θαῦμα, ποὺ τέλεσε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στὸν ἐκ γενετῆς τυφλό. Κι’ ἔγινε αὐτὸ μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο:

   Φεύγοντας ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὸ ἱερό, γιὰ νὰ παραμερίσει ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ὅρμησαν νὰ τὸν λιθοβολήσουν, ἐπειδὴ εἶπε στοὺς Ἰουδαίους πὼς εἶναι Υἱὸς Θεοῦ καὶ ἀρχαιότερος ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, συναπάντησε ἕνα ποὺ ἦταν τυφλὸς ἐκ γενετῆς. Καὶ βλέποντας οἱ Μαθητές του πὼς μὲ προσοχὴ κοίταξε τὸν τυφλό, ἔλαβαν ἐκ τούτου ἀφορμὴ νὰ τὸν ρωτήσουν ἀπὸ ποιὰ αἰτία γεννήθηκε τοῦτος ὁ ἄνθρωπος τυφλός, τάχα ἀπὸ ἁμαρτίες δικές του ἢ ἀπὸ ἁμαρτίες τῶν γονιῶν του; Ἀλλὰ ποιὲς ἁμαρτίες μποροῦσε νὰ πράξει ἐκεῖνος ποὺ ἀκόμα δὲν γεννήθηκε; Ἀνόητη φαίνεται μιὰ τέτοια ἐρώτηση. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους τῶν Ἑλλήνων, δηλαδὴ οἱ λεγόμενοι Πυθαγορικοὶ καὶ οἱ Πλατωνικοὶ εἶχαν μία πλάνη, ὅτι οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, προτοῦ νὰ μποῦν στὰ ἀνθρώπινα σώματα, ἦσαν ψυχὲς μοναχές, καὶ ζοῦσαν στὸν λεγόμενο -ἀπὸ ἐκείνους- νοητὸ κόσμο. Ἐκεῖ δὲ ζῶντας καὶ πολιτευόμενες ἁμάρταναν· ἔτσι, ἀπὸ θεία δίκη καταδικάζονταν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους, καὶ ἄλλες μὲν ἔμπαιναν μέσα σὲ ἀνθρώπινα σώματα, ἄλλες μέσα σὲ κτήνη, δηλαδὴ σκύλους καὶ ὄνους, καὶ ἄλλες μέσα σὲ φυτά, κατὰ τ’ ἁμαρτήματα ποὺ ἔπραξαν, καὶ ἡ πλάνη αὐτὴ ὀνομαζόταν μετεμψύχωση καὶ μεταγγισμὸς ψυχῶν. Κάποιοι λοιπὸν τῶν διδασκάλων εἶχαν τὴν ἄποψη ὅτι καὶ οἱ Μαθητὲς φρονοῦσαν ἐκείνη τὴν μυθολογία, καὶ γιὰ τοῦτο ρώτησαν τὸν Χριστό, ἂν καὶ προτοῦ νὰ γεννηθεῖ σαρκικῶς, ὡς ψυχὴ μόνη ἁμάρτησε καὶ γεννήθηκε τυφλός. Ἄλλοι πάλι λέγουν, καὶ ἴσως ἀληθέστερα, ὅτι τὸ ἀνόητο τοῦτο δόγμα τῆς μετεμψυχώσεως δὲν βρισκόταν στὸ γένος τῶν Ἑβραίων, καὶ μάλιστα ἦταν μακρυὰ ἀπὸ τοὺς Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἦσαν ἰδιῶτες καὶ ψαράδες. Λέγουν δὲ ὅτι, ἐπειδὴ ἄκουσαν τὸν Χριστὸ ποὺ εἶπε στὸν παραλυτικό, ἴδε ὑγιὴς γέγονας, μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν τί σοι γένηται, συμπέραναν ὅτι ἡ ἀσθένεια τῆς παραλυσίας του ἀπὸ ἁμαρτίες τοῦ συνέβη. Καὶ βλέποντας ὕστερα τὸν τυφλὸ ἦλθαν σὲ ἀπορία, καὶ τρόπον τινά εἶπαν· ἔστω ὁ παραλυτικὸς ἁμάρτησε καὶ παιδεύθηκε μὲ τὴν παραλυσία του, ἀλλ’ ἐδῶ στὸν τυφλὸ τοῦτον ποιὸς ἁμάρτησε γιὰ νὰ γεννηθεῖ τυφλός; Τοῦτος ὁ ἴδιος ἁμάρτησε; Καὶ πῶς ποὺ ἀκόμα δὲν εἶχε γεννηθεῖ, καὶ γεννήθηκε τυφλός; Ἀλλὰ τάχα ἀπὸ ἁμαρτίες τῶν γονιῶν του;

   Ἀλλ’ ὁ Θεὸς μὲ τὰ στόματα τῶν Ἁγίων του Προφητῶν τοῦ Μωϋσέως καὶ τοῦ Ἰεζεκιὴλ ἀποφασίζει ὅτι υἱὸς γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ πατρός του νὰ μὴ κολάζεται, ἐκτὸς μόνον ἂν καὶ αὐτὸς πράττει τὰ ἴδια. Ἀπὸ ποῦ λοιπόν, σὲ τοῦτον αὐτὴ ἡ τύφλωση; Ἑπομένως, εἶχε τόπο ἡ ἀπορία καὶ ἡ ἐρώτηση αὐτὴ τῶν Μαθητῶν. Κι ἂν ἴσως -καὶ εἶναι πολὺ πιθανὸ- οἱ Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὡς Ἰουδαῖοι καὶ ὡς ἁλιεῖς, δὲν εἶχαν εἴδηση ἀπὸ τοὺς ἑλληνικοὺς μύθους, ἀλλ’ ὅμως πολλοὶ ἀπ’ τοὺς παλαιοὺς Χριστιανούς, καὶ μάλιστα ἐκ τῶν ἐπισήμων, ὅ,τι λογῆς στάθηκε ἐκεῖνος ὁ μέγας διδάσκαλος Ὠριγένης καὶ Δίδυμος ὁ Ἀλεξανδρεὺς καὶ ἄλλοι, πίστευσαν τὴν προΰπαρξη τῶν ψυχῶν, τοὺς ὁποίους ὅλους ἀναθεμάτισε ἡ Πέμπτη Ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.

   Ἀποκρίθηκε λοιπὸν ὁ Χριστὸς στὴν ἐρώτηση τῶν Μαθητῶν ὅτι οὔτε ὁ τυφλὸς ἁμάρτησε, ἀφοῦ δὲν εἶχε γεννηθεῖ ἀκόμα στὸν κόσμο, οὔτε οἱ γονεῖς του· ὄχι πὼς τοῦτοι ἦσαν ἀναμάρτητοι, ἀλλὰ πὼς δὲν ἁμάρτησαν τέτοια ἁμαρτία, γιὰ νὰ γεννήσουν τυφλὸ γυιό· ἀλλὰ γεννήθηκε εἶπε τυφλός, γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτόν, δηλαδὴ ἐμοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὄχι καθ’ αὐτό, δηλαδὴ γιὰ νὰ δείξει ὁ Χριστὸς τὴν θεϊκή του δύναμη σὲ αὐτόν, γιὰ τοῦτο γεννήθηκε τυφλός· ἀλλὰ γεννήθηκε ἐκεῖνος τυφλός, καὶ ἀκολούθησε ἔτσι, καὶ ἐνήργησε σὲ αὐτὸν ὁ Χριστὸς τὸ ἔργο τῆς παντοδυναμίας του. Γιατὶ μὲ τὸ δικό του δημιουργικὸ πτύσμα ἄνοιξε ὁ τυφλὸς τοὺς ὀφθαλμούς του, καὶ ὄχι μὲ τὸ νίψιμο τοῦ Σιλωάμ. Τὸν ἔστειλε στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ μὲ τὸν πηλὸ στοὺς ὀφθαλμούς, γιὰ νὰ λάβει πολλοὺς μάρτυρες τῆς θεραπείας του. Ἐπειδὴ ἑπόμενο ἦταν πηγαίνοντας νὰ τὸν δοῦν πολλοὶ μὲ τὸν πηλὸ χρισμένο στὰ μάτια, καὶ νὰ ρωτοῦν: «γιατὶ τοῦτο;»· καὶ ὕστερα νὰ δοῦν καθαρῶς βλέποντα τὸν πρὸ ὀλίγου τυφλὸ μὲ τὸν πηλὸ στὰ μάτια. Σιλωὰμ δὲ ἐξηγεῖται, καθὼς λέγει ὁ Εὐαγγελιστής, ἀπεσταλμένος.

   Ὀμματοῦται λοιπὸν ὁ πρώην τυφλός, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀκολουθεῖ σύγχυση· οἱ γείτονες καὶ οἱ γνώριμοί του βλέποντάς τον ξαφνικὰ ἀναβλέψαντα, ἔπεσαν σὲ ἀμφιβολίες μήπως δὲν εἶναι ἐκεῖνος· αὐτὸς ὁμολογεῖ πὼς εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἴδιος καὶ διηγεῖται τὸν τρόπο τῆς θεραπείας του. Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ὅταν ἄκουσαν ὅτι τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου πηλὸν ἐποίησεν, βλασφημοῦσαν λέγοντας ὅτι ὁ ἄνθρωπος τοῦτος δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, διότι δὲν τηρεῖ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου· καὶ τότε γίνεται σχίσμα μεταξὺ αὐτῶν, καὶ ρωτοῦν τὸν τυφλὸ τί λέγει περὶ αὐτοῦ. Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε πὼς εἶναι Προφήτης, τὸ ὁποῖο γιὰ ἐκείνους ἦταν τὸ τιμιώτερο. Καὶ μὴ πιστεύοντας ὅτι ὄντας τυφλὸς ἔλαβε παρὰ Χριστοῦ τὴν θεραπεία, κάλεσαν τοὺς γονεῖς του καὶ τοὺς ρωτοῦν, ἂν τοῦτος εἶναι ὁ γυιός τους, καὶ ἂν –ὡς λέγεται– γεννήθηκε τυφλός, πῶς τώρα βλέπει; Ἀποκρίθηκαν ἐκεῖνοι ὅτι καὶ γυιός τους εἶναι καὶ ὅτι τυφλὸς γεννήθηκε· πῶς, ὅμως, τώρα βλέπει ἐμεῖς δὲν ξέρουμε, αὐτὸς ἡλικία ἔχει καὶ ἂς ἀποκριθεῖ. Ὑποκρίθηκαν τὸν ἀγνοοῦντα, γιατὶ φοβόντουσαν νὰ μὴ τοὺς κάμουν ἀποσυναγώγους. Ἐξετάζουν λοιπὸν τὸν πρώην τυφλὸ καὶ μιὰ καὶ δυὸ καὶ πολλάκις, ἔτσι ὥστε, μὲ τὶς πολλὲς ἐξετάσεις, ἄλλο δὲν ἔκαναν, παρὰ νὰ βεβαιώσουν τὸ θαῦμα περισσότερο. Τέλος πάντων, ἐπειδὴ φανερὰ ὁμολόγησε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἀπὸ Θεοῦ, καὶ διὰ τοῦτο τυφλοῦ αὐτοῦ γεννημένου τοῦ ἄνοιξε τοὺς ὀφθαλμούς, τὸ ὁποῖο στοὺς αἰῶνες ἄλλος οὐδέποτε ἔπραξε, ὀργισθέντες (οἱ Φαρισαῖοι) τὸν ἔκαμαν ἀποσυνάγωγο. Βρίσκοντάς τον ἀργότερα ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέγει· σὺ πιστεύεις στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ; Κι ὅταν ἄκουσε ὅτι αὐτὸς ἐστιν ὁ μετ’ αὐτοῦ λαλῶν, προσκύνησε αὐτὸν καὶ χρημάτισε Μαθητής Του ἀνακηρύττοντας τὴν εὐεργεσία· κι ὅπως λέγουν μερικοί, ὀνομαζόταν καὶ Χελιδόνιος.


Τῷ ἀπείρῳ ἐλέει σου, φωτοδότα Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 5ος, σελ. 409-413. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).

 


Ἀπολυτίκιον Ἀναστάσιμον. Ἦχος πλ. α΄.

 

Τὸν συνάναρχον Λόγον Πατρὶ καὶ Πνεύματι, τὸν ἐκ Παρθένου τεχθέντα εἰς σωτηρίαν ἡμῶν, ἀνυμνήσωμεν πιστοὶ καὶ προσκυνήσωμεν· ὅτι ηὐδόκησε σαρκί, ἀνελθεῖν ἐν τῷ Σταυρῷ, καὶ θάνατον ὑπομεῖναι, καὶ ἐγεῖραι τοὺς τεθνεῶτας, ἐν τῇ ἐνδόξῳ Ἀναστάσει αὐτοῦ.

 

Θεοτοκίον.

 

Χαῖρε πύλη Κυρίου ἡ ἀδιόδευτος· χαῖρε τεῖχος καὶ σκέπη τῶν προστρεχόντων εἰς σέ· χαῖρε ἀχείμαστε λιμὴν καὶ Ἀπειρόγαμε, ἡ τεκοῦσα ἐν σαρκί, τὸν ποιητήν σου καὶ Θεόν, πρεσβεύουσα μὴ ἐλλείπης, ὑπὲρ τῶν ἀνυμνούντων καὶ προσκυνούντων τὸν τόκον σου.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον…

 

Τῆς ψυχῆς τὰ ὄμματα πεπηρωμένος, σοὶ Χριστὲ προσέρχομαι, ὡς ὁ τυφλὸς ἐκ γενετῆς, ἐν μετανοίᾳ κραυγάζων σοι· Σὺ τῶν ἐν σκότει τὸ φῶς τὸ ὑπέρλαμπρον.

 

Μεγαλυνάριον.

 

νοιξας Σωτήρ μου τοὺς ὀφθαλμούς, τοῦ τυφλοῦ ἐκ μήτρας, ὡς φιλάνθρωπος πλαστουργός, τοῦ πηλοῦ τῇ χρήσει, καὶ Σιλωὰμ τῇ νίψει· διό σε ὡμολόγει, Θεὸν καὶ Κύριον.