Κυριακή 13 Ιουνίου 2021

Ἡ Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων




Ἡ Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Πόλου νοητοῦ ἀστέρες σελασφόροι.

Ἀκτῖσιν ὑμῶν φωτίσαιτέ μοι φρένας.

 

Ξένον τὸν Υἱὸν Πατρὸς οὐσίας, λέγων,

Ἄρειος, ἤτω τῆς Θεοῦ δόξης ξένος.


   Τὴν ἑβδόμη Κυριακὴ ὕστερα ἀπὸ τὸ Πάσχα ἑορτάζουμε τὴν Πρώτη Ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῶν Ἀγίων τριακοσίων δεκαοκτὼ θεοφόρων Πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ τῆς Βιθυνίας συναθροισθέντων, ἡ ὁποία κι’ ἔγινε ἀπὸ τὴν ἑξῆς αἰτία:

   Μόλις εἶχαν παύσει οἱ διωγμοὶ τῶν τυράννων τῆς Ρώμης καὶ οἱ δεινοὶ ἐκεῖνοι χειμῶνες οἱ ἐγερθέντες ὑπὸ τοῦ σατανᾶ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ γλυκειὰ εἰρήνη ἐπέλαμψε στὰ χριστιανικὰ πλήθη, ἀφοῦ ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ φρόντισε νὰ βασιλεύει ὁ ἀοίδιμος Κωνσταντῖνος, ὁ ὁποῖος πρῶτος ὑπέταξε τὰ σκῆπτρα τῆς βασιλείας στὸν σταυρωθέντα Ἰησοῦ Χριστό, μὲ τοῦ ὁποίου τὴν ἀκαταμάχητη δύναμη κατέλυσε καὶ στὸ τέλος ἐξαφάνισε τοὺς ἀθεώτατους τυράννους, καὶ σὰν ἄλλος ἥλιος πανταχοῦ ἐξαπέστειλε τὶς γλυκύτατες ἀκτῖνες τῆς εἰρήνης, καὶ οἰ φυλακισμένοι ἀπολύθηκαν, οἱ ἐξόριστοι ἀνακαλέσθηκαν, οἱ θεῖοι ναοὶ ἀνοίχθηκαν καὶ ἄλλοι νέοι ἀνεγέρθηκαν, καὶ ὁ κόσμος ὅλος ἀνέπεμπε δόξα καὶ εὐχαριστία στὸν φιλάνθρωπο Σωτῆρα, γιὰ τὴν γαλήνη καὶ ἀταραξία, ποὺ εὐδόκησε παραδόξως νὰ ἀξιωθοῦν.

   Μόλις, λέγω, οἱ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίες εἶδαν τὶς γλυκιὲς ἀκτῖνες τῆς εἰρήνης, καὶ ἰδοὺ ξαφνικὰ νέα ταραχὴ μεγάλη καὶ φοβερὴ ἠγέρθη στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν πόλη Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου. Δὲν εἶναι βεβαίως σχεδὸν κανένας, ποὺ δὲν ἔχει ἀκουστὸ τὸ ὄνομα τοῦ δυσώνυμου Ἀρείου. Τοῦτος γέννησε μεγάλη καὶ φοβερὴ αἵρεση διδάσκοντας ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἦταν κτίσμα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄργανο αὐτοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου δημιούργησε τὸν κόσμο, δηλαδὴ ἄλλης οὐσίας καὶ φύσεως παρὰ τὸν Πατέρα. Αὐτὸς ἦταν πρωτοπαπᾶς καὶ διδάσκαλος τῶν Θείων Γραφῶν διορισμένος ἀπὸ τὸν Πατριάρχη τῆς Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο. Ἔτσι λοιπόν, μὲ τὸ νὰ ἦταν ἐπίσημη ἡ ἀσέβεια τῆς μιαρῆς του αἱρέσεως, ἐντὸς ὀλίγου διεσπάρη καὶ κοινολογήθηκε σὲ πολλοὺς ἀρχιερεῖς, ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς ὀνομαστούς. Τὸν ἔκρινε ὁ θεῖος Ἀλέξανδρος καὶ τὸν καθαίρεσε μὲ τοπικὴ Σύνοδο, ἀλλὰ τὸ κακὸ μετὰ ταῦτα ἔγινε περισσότερο διαδόσιμο. Καὶ ἀφοῦ διεσπάρη στὶς πόλεις τῆς Αἰγύπτου, πέρασε στὴν Παλαιστίνη, ἔφθασε καὶ στὰ μέρη τῆς Θράκης, καὶ τοῦ Εὐξείνου Πόντου, καὶ πανταχοῦ ἁπλωνόταν ἡ βλασφημία τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ φιλονεικίες καὶ σκάνδαλα ἀκατάπαυστα, καὶ ἀλληλομαχίες γινόντουσαν ἀναμεταξὺ στὰ πλήθη τοῦ χριστωνύμου λαοῦ.

   Αὐτὰ ὅλα μαθαίνοντας καθ’ ἑκάστην ὁ χριστιανικώτατος βασιλεὺς Κωνσταντῖνος καὶ βλέποντας πὼς κάθε ἐπίνοια θεραπείας ἦταν περιττή, στέλνει βασιλικοὺς ὁρισμοὺς στοὺς ἐπισκόπους ὅλους τῆς βασιλείας του, νὰ συναχθοῦν στὴν πόλη Νίκαια τῆς Βιθυνίας, γιὰ νὰ βροῦν καὶ νὰ συστήσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ δόγματος τούτου, ἀποστέλοντας καὶ ἔξοδα καὶ βασιλικὰ ἁμάξια, ξέροντας, πὼς σχεδὸν ὅλοι ἐκεῖνοι ἦσαν καὶ ἀκτήμονες καὶ γέροντες καὶ ἀσθενεῖς ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὰ μαρτύρια ποὺ εἶχαν προηγηθεῖ. Συναθροισθέντες λοιπὸν οἱ θεῖοι Πατέρες στὴν Νίκαια καὶ συνελθόντες στὸν εὐτρεπισμένο τόπο καὶ ἀφοῦ κάθισαν ὅλοι στοὺς θρόνους τους, εἰσῆλθε ἔπειτα καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ στάθηκε ὄρθιος δὲν κάθισε, ἕως ὅτου οἱ Πατέρες τοῦ ἐπέτρεψαν κι’ ἔτσι κάθισε, καὶ πάλι ὄχι στὸν βασιλικό του θρόνο, ἀλλ’ ἀπὸ δίπλα σ’ ἕνα ταπεινώτατο σκαμνί. Τόση εὐλάβεια ἔσωζε ὁ ἀοίδιμος στοὺς ἱερεῖς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, καὶ μάλιστα γιατὶ ἔβλεπε στοὺς περισσότερους τὰ στίγματα τοῦ μαρτυρίου. Μετὰ ταῦτα μίλησε ὁ εὐσεβέστατος βασιλεὺς μὲ λατινικὴ γλῶσσα, παρακινῶντας αὐτοὺς νὰ κάμουν ὀρθῶς καὶ ἀπαθῶς τὴν ἐξέταση τῶν θείων δογμάτων, καὶ νὰ διδάξουν τὸν κόσμο τί πρέπει νὰ φρονοῦν περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, γιὰ νὰ παύσουν ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς οἱ φιλονικείες καὶ τὰ σκάνδαλα, γιὰ τὸ ὁποῖο ἐντέλει καὶ τοὺς σύναξε δι’ αὐτοῦ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Καὶ λαληθέντων τῶν δογμάτων τοῦ Ἀρείου, ὕστερα ἀπὸ πολλὲς φιλονεικίες καὶ ἐξετάσεις ἀπὸ τὶς Θεῖες Γραφές, ἀναθεμάτισαν τὰ ἀσεβέστατα δόγματα τοῦ Ἀρείου καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιο Ἄρειο καὶ τοὺς δικούς του ὁμόφρονες, ἀφοῦ δὲν ἔστερξαν νὰ ὁμολογήσουν τὰ ὀρθὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι, ὅτι ὁ Πατὴρ ἀεὶ Πατὴρ ἦν· καὶ ὁ Υἱὸς ἀεὶ ἦν Υἱός· καὶ ὅτι ἄτρεπτος καὶ ἀναλλοίωτος ὡς Θεὸς ἀληθινὸς καὶ ὁμοούσιος τῷ Πατρί.

   Ταῦτα δογμάτισε ἡ Ἁγία Σύνοδος ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Μονογενοῦς, καὶ πρώτη αὐτὴ ἐξέδωσε ἐγγράφως τὴν πίστη, ποὺ πρέπει νὰ ὁμολογεῖ ἀπὸ κοινοῦ ὅλος ὁ χριστιανικὸς κόσμος, τὸ ὁποῖο καὶ ὀνομάζουμε Ἅγιο Σύμβολο, καὶ ἡ Ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Δευτέρα Σὺνοδος τὸ ἀνεπλήρωσε μὲ τὴν ἀνάπτυξη ποὺ ἔκαμε στὴν ὁμολογία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ τότε ἀκόμα δὲν εἶχε κινηθεῖ βλασφημία περὶ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

   Αὐτὴ ἡ Ἁγία Σύνοδος θέσπισε καὶ πῶς καὶ πότε νὰ κάνουμε τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Πάσχα, γιὰ νὰ μὴ συνεορτάζουμε μὲ τοὺς Ἑβραίους, καθὼς συνέβαινε νὰ γίνεται πρότερον· ἐξέδωκε ἐπίσης καὶ εἰκοσιοκτὼ κανόνες περὶ ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας καὶ καταστάσεως. Ὕστερα δὲ ἀπὸ τὶς ὑπογραφὲς τῶν μακαρίων Πατέρων ὑπέγραψε καὶ κύρωσε τὸ Ἅγιο Σύμβολο μὲ ἐρυθρὰ γράμματα καὶ ὁ Μέγας καὶ Ἰσαπόστολος Κωνσταντῖνος. Λέγουν, ὅτι δύο ἀπὸ τοὺς θείους Πατέρες, ἤτοι ἀρχιερεῖς, μετέστησαν ἐν τῷ μεταξὺ πρὸς Θεόν, προτοῦ νὰ ὑπογράψουν. Γι’ αὐτό, κατ’ ἐντολὴ τοῦ πανευφήμου βασιλέως ἔβαλαν τὸν ὅρο τῆς Ἁγίας Συνόδου μέσα στὰ κιβώτια αὐτῶν καὶ μὲ σφραγῖδες βασιλικὲς τὰ κατασφάλισαν· καὶ ὦ τοῦ θαύματος! Βρέθηκε καὶ παρ’ ἐκείνων βεβαιωμένος, κατὰ τὰ ἄρρητα κρίματα τοῦ Ἁγίου Θεοῦ. Περιττὸ στοχάζομαι ν’ ἀναφέρω τὰ ὀνόματα τῶν ἐκεῖ ἐπισημοτέρων· λέγω μόνο τὸν θεῖον τῆς Τριμυθοῦντος Σπυρίδωνα, ὁ ὁποῖος ἐθριάμβευσε στὸ μέσον ἐκείνου τοῦ θείου Συλλόγου νικήσας, ἑλκύσας, καὶ βαπτίσας τὸν πρώην φλύαρο ἐκεῖνον φιλόσοφο ὄχι μὲ θαῦμα κεραμιδιοῦ, ὅπως μάταια κάποιοι γράφουν καὶ λέγουν, ἀλλὰ μὲ μόνη τὴν δύναμη τῶν ἁπλούστατων λόγων του, καθὼς ἐκεῖνος ὁ ἴδιος φιλόσοφος μαρτύρησε στοὺς μαθητές του, ὅπως ἱστορεῖ ὁ Γελάσιος.

   Ὅταν τελείωσε λοιπὸν ἡ Ἁγία Σύνοδος, κ’ ἐπειδὴ ἡ προσφάτως ἀνεγερθεῖσα πόλη, παρὰ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου, ἤδη εἶχε ὁλοκληρωθεῖ, προσκάλεσε ὁ ἴδιος ὅλους ἐκείνους τοὺς ἁγίους ἄνδρες ἐκεῖ, οἱ ὁποῖοι καὶ πῆγαν καὶ τὴν εὐχήθηκαν νὰ διαμένει στοὺς αἰῶνες Βασιλεύουσα τῶν Πόλεων, καὶ τὴν ἀφιέρωσαν καὶ παρέδωσαν στὴν προστασία τῆς Θεομήτορος, καθὼς ὁ βασιλεὺς κέλευσε, κι’ ἔπειτα ἀνεχώρησε ἕκαστος εἰς τὰ ἴδια.

   Ἀξίζει δὲ νὰ προσθέσουμε ἐδῶ καὶ τὴν μετὰ ταῦτα δικαιοκρισία τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε κατὰ τοῦ ἀσεβέστατου Ἀρείου· διότι, ἀφοῦ ἡ Σύνοδος διελύθη, ὅπως εἴπαμε, οἱ ὁμόφρονες τοῦ Ἀρείου, μὴν ὑποφέροντας νὰ εἶναι χωρισμένοι ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία, μὲ τὸ ἀνάθεμα τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐνήργησαν μὲ κάθε τρόπο καὶ παρουσιάσθηκε στὸν βασιλέα ὁ ἔξαρχος τῆς αἱρέσεως Ἄρειος κι’ ἔδωσε λίβελλο, δηλαδὴ χάρτη, στὸν ὁποῖο ἔγραφε πὼς μετανοεῖ καὶ δέχεται τὰ ὅσα δογμάτισε ἡ Ἁγία Σύνοδος, καὶ ζητεῖ τὴν κοινωνία μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους. Καὶ ἦταν ἡ μετάνοιά του δολερὴ καὶ πρὸς ἀπάτη κατασκευασμένη, ὅπως ἔδειξαν ὕστερα τὰ πράγματα, διότι ἐρωτῶντας τον ὁ βασιλεύς, ἂν ἀληθῶς ταῦτα ὁμολογεῖ, ἀποκρίθηκε· ναὶ βασιλεῦ, ὄντως αὐτὰ ὁμολογῶ, ἀκουμπῶντας τὸ χερί του στὸ στῆθός του, μέσα στὸ ὁποῖο εἶχε κρυμμένα τὰ δικά του βλάσφημα, τὰ ὁποῖα κι’ ἔδειχνε μὲ τὸ χέρι του. Πείσθηκε λοιπὸν ὁ εὐσεβέστατος βασιλεὺς καί, θαρρῶντας πὼς ἦταν ἡ μετάνοιά του ἀληθινή, πρόσταξε τὸν Πατριάρχη τῆς Πόλεως, τὸν ἅγιο Ἀλέξανδρο, νὰ δεχθεῖ τὸν Ἄρειο στὴν ἐκκλησία, καὶ νὰ συλλειτουργήσει μαζί του. Ὁ θεῖος ἐκεῖνος ἄνδρας ξέροντας τὴν δυστροπία τοῦ Ἀρείου, δὲν ἤθελε νὰ τὸν δεχθεῖ, ἔχοντας ἀμφιβολία στὴν μετάνοιά του, ἀλλὰ καὶ μὴ δυνάμενος ν’ ἀντιλέγει στὸν βασιλέα, κατέφυγε στὸν Θεό, ποὺ γνωρίζει τὰ κρύφια τῶν ἀνθρωπίνων καρδιῶν, καὶ τὸν παρακαλοῦσε μετὰ θερμῶν δακρύων νὰ δείξει ἄνωθεν σημεῖο, ἂν εἶναι ἀρεστὸ σὲ Αὐτὸν ἢ ὄχι τὸ νὰ συγκοινωνήσει μὲ τὸν Ἄρειο. Λέγουν μάλιστα, πὼς ἔλεγε δεόμενος: ὦ Δέσποτα, εἰ αὔριον ὁ Ἄρειος συνάγεται, ἆρον ἐμὲ ἐκ τῆς ζωῆς. Ἔφθασε λοιπὸν ἡ συγκεκριμένη ἡμέρα, ποὺ ἔμελλε νὰ συλλειτουργήσει, ἡ ὁποία καὶ ἦταν Κυριακή, καί ὁ Ἄρειος στὴν διορισμένη ὥρα βγῆκε ἀπὸ τὰ βασίλεια συνοδευόμενος ἀπὸ τοὺς δικούς του ὀπαδοὺς καὶ ὁμόφρονες, κ’ ἐκεῖ βαδίζοντας πρὸς τὴν ἐκκλησία κυριεύεται ἀπὸ κάποιο φόβο καὶ κοντὰ στὸν φόβο τὸν κέντησε καὶ ἡ κοιλιά, καὶ ἀγροικῶντας (νοιώθοντας) γουργουρητὸ ρώτησε ποῦ εἶναι τόπος γιὰ τὴν φυσικὴ ἀνάγκη, καὶ τοὔδειξαν τὸν κοινὸ ἀπόπατο. Καὶ εἰσῆλθε, ἀλλὰ πλέον δὲν ἐξῆλθε· κάθισε, ἀλλὰ δὲν σηκώθηκε· διότι ἐκεῖ ἔφθασε ἡ Θεία Δίκη τὸν βλασφημήσαντα στὸ ὕψος τοῦ Μονογενοῦς, καὶ χύθηκαν ἀπὸ κάτω τὰ ἔντερά του καὶ ὅλα του τὰ ἐντόσθια· κι’ ἔτσι καταισχύνθηκαν οἱ ὁμόφρονες τούτου καὶ τὰ πρόσωπά τους ἐπλήσθησαν ἀτιμίας. Τὰ δὲ πλήθη τῶν Ὀρθοδόξων καὶ αὐτὸς ὁ θεοσεβέστατος βασιλεὺς χάρηκαν χαρὰ μεγάλη καὶ δόξασαν τὸν Θεό, ποὺ μὲ παράδοξο τρόπο ἐξεδίκησε τὴν θεία του Πίστη καὶ κατέβαλε τὴν ὕβρη καὶ ὑπερηφάνεια τῶν ἀλαζόνων ἐκείνων.


Ταῖς τῶν Ἁγίων τριακοσίων δέκα καὶ ὀκτὼ Θεοφόρων Πατέρων πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 5ος, σελ. 417-423. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).

 


Ἀπολυτίκιον Ἀναστάσιμον. Ἦχος πλ. β΄.

 

γγελικαὶ Δυνάμεις ἐπὶ τὸ μνῆμα σου, καὶ οἱ φυλάσσοντες ἀπενεκρώθησαν· καὶ ἵστατο Μαρία ἐν τῷ τάφῳ ζητοῦσα τὸ ἄχραντόν σου σῶμα· ἐσκύλευσας τὸν ᾍδην, μὴ πειρασθεὶς ὑπ’ αὐτοῦ· ὑπήντησας τῇ Παρθένῳ, δωρούμενος τὴν ζωήν. Ὁ ἀναστὰς ἐκ τῶν νεκρῶν, Κύριε δόξα σοι.


Τῶν Πατέρων. Ἦχος πλ. δ΄.

 

περδεδοξασμένος εἰ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς, τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι’ αὐτῶν πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας· Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.


Καὶ τὸ τῆς Ἑορτῆς.

 

νελήφθης ἐν δόξῃ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, χαροποιήσας τοὺς Μαθητάς, τῇ ἐπαγγελίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, βεβαιωθέντων αὐτῶν διὰ τῆς εὐλογίας, ὅτι σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.


Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄.

 

Τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα, τῇ Ἐκκλησίᾳ μίαν τὴν πίστιν ἐσφράγισαν· ἣ καὶ χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καὶ δοξάζει, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.


Καὶ τὸ τῆς Ἑορτῆς.

 

Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν, καὶ τὰ ἐπὶ γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλὰ μένων ἀδιάσταστος, καὶ βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν, καὶ οὐδεὶς καθ’ ὑμῶν.


Μεγαλυνάριον.

 

ς Υἱὸν καὶ Λόγον σε τοῦ Θεοῦ, Σύνοδος ἡ Πρώτη, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, ὀρθῶς σε κηρύττει, τὸν δι’ ἡμᾶς παθόντα, καὶ λύει τοῦ Ἀρείου, Σῶτερ τὸ φρύαγμα.