Κυριακή 2 Μαΐου 2021

Ἡ Κυριακὴ τοῦ Πάσχα




Ἡ Κυριακὴ τοῦ Πάσχα


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Χριστὸς κατελθὼν πρὸς πάλην ᾍδου μόνος,

Λαβὼν ἀνῆλθε πολλὰ τῆς νίκης σκῦλα.


   Τὴν Ἁγία καὶ μεγάλη Κυριακὴ τοῦ Πάσχα, ἑορτάζουμε τὴν ζωηφόρο καὶ φωτοφόρο Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία καὶ Πάσχα ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα ὀνομάζουμε, τὸ ὁποῖο στὴν δική μας γλῶσσα θέλει νὰ πεῖ διάβαση¹. Ἐπειδή, ὅταν ὁ Θεὸς ἀποφάσισε νὰ ἐλευθερώσει τὸ ἑβραϊκὸ γένος ἀπ᾿ τὴν σκλαβιὰ τῆς Αἰγύπτου, ἀφοῦ μὲ πολλὲς πληγὲς πίεσε τὸν Φαραὼ νὰ τοὺς ἀπολύσει γιὰ νὰ φύγουν, στὴν ὁλοϋστερινὴ (τελευταία) πληγή, ποὺ ἦταν ὁ θάνατος ὅλων τῶν πρωτοτόκων, γνωρίζοντας ὁ Θεὸς πὼς τότε ἐξ ἀνάγκης ἔμελλε νὰ τοὺς δώσει τὴν ἄδεια, πρόσταξε τὸν Μωϋσῆ νὰ πεῖ σ’ ὅλον τὸν λαὸ τῶν Ἑβραίων ἐκείνη τὴν νύκτα νὰ σφάξει κάθε σπίτι ἕνα χρονιάρικο κριάρι καὶ νὰ τὸ κάμουν ὁλάκερο ὀπτὸ (ψητό), κι᾿ ὅλη τὴν νύκτα ἐκείνη νὰ τὸ φάγουν ὅλο, ὀρθοί, μὲ ἄζυμα, μὲ ὑποδήματα στὰ πόδια καὶ σπουδαστικὰ (βιαστικά), γιατὶ λέγει αὐτὸ εἶναι Πάσχα, δηλ. διάβαση. Διότι τὸ πρωῒ ξημερώνοντας ἔμελλε νὰ διαβοῦν τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα διὰ ξηρᾶς καὶ νὰ περάσουν στὴν ἀντικρυνὴ ἔρημο, κι ἔτσι νὰ γλυτώσουν παντελῶς ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν Αἰγυπτίων.

   Καὶ λοιπόν, καθὼς ἐκεῖνος τότε ὁ ἀμνὸς ὀνομάσθηκε Πάσχα, ἐπειδὴ φανέρωνε τὴν διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας, ἔτσι καὶ ᾿δῶ ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, ἔγινε σὲ μᾶς νοητὸ κι᾿ ἀληθινὸ Πάσχα, γιατὶ μᾶς διεβίβασε καὶ μᾶς πέρασε ἀπ᾿ τὴν ἁμαρτία στὴν οὐράνια ἀφθαρσία, ἐλευθερώνοντάς μας ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ νοητοῦ Φαραώ, τοῦ σατανᾶ. Πρέπει ὅμως νὰ ξέρουμε, ὅτι κατὰ τοὺς θείους Πατέρες, κατεβαίνοντας ὁ Κύριος στὸν ᾍδη δὲν τοὺς ἀνέστησε ὅλους, ἀλλ᾿ ὅσους πίστεψαν σ᾿ Αὐτόν· καὶ πίστεψαν ὅσοι ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν ἀκτῖνα τῆς Θεότητος Αὐτοῦ. Κι᾿ ἀξιώθηκαν ὅσοι, κατὰ τὸ δυνατόν, εἶχαν βίο καθαρό. Ἀλλὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος Ἁγίων, τὶς ὁποῖες ὁ ᾍδης βιαίως κρατοῦσε, τὶς ἐλευθέρωσε καὶ σ’ ὅλους χάρισε τὴν ἀνάβαση στοὺς οὐρανούς. Γιὰ τοῦτο, μὲ ἀπερίγραπτη χαρὰ καὶ μ᾿ ὅλη τὴν λαμπρότητα τῶν Ἁγίων ἑορτάζουμε τὴν ἁγία Ἀνάσταση, βλέποντας τὴν ἀφθαρσία, μὲ τὴν ὁποία ἡ φύση μᾶς πλούτησε διὰ τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ μας. Κάνουμε αὐτὴ τὴν ἡμέρα καὶ τὸν συνηθισμένο ἀσπασμό, δείχνοντας μὲ τοῦτο τὴν κατάλυση (διάλυση) τῆς παλαιᾶς ἔχθρας καὶ τὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἀγγέλους.

   Ἀλλ᾿ ἂς δοῦμε πῶς ἔγινε ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου:

   Κατὰ τὸ μέσον τῆς νύκτας ἔγινε μέγας σεισμός, διότι Ἄγγελος Κυρίου κατέβηκε κι᾿ ἀπεκύλισε τὸν λίθο ἀπὸ τὴν θύρα τοῦ μνημείου. Ἀπ᾿ τὸν σεισμὸ αὐτὸν οἱ στρατιῶτες ποὺ φυλάγανε τὸν Τάφο κατατρόμαξαν κι᾿ ἔφυγαν πολὺ βιαστικά, κ᾿ ἔτσι, βρῆκαν καιρὸ οἱ γυναῖκες ποὺ ἐρχόντουσαν μὲ τὰ μῦρα, γιὰ νὰ ἀλείψουν τὸ Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ μπῆκαν στὸν Τάφο. Τότε, πρώτη ποὺ εἶδε ἀναστάντα τὸν Χριστὸ στάθηκε ἡ Κυρία ΘεοτόκοςΜητέρα τοῦ Ἰησοῦ μας μαζὶ μὲ τὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν ἀμφιβάλλεται ἡ Ἀνάσταση, ἀπὸ τὴν οἰκείωση τῆς Μητέρας, διὰ τοῦτο οἱ θεῖοι Εὐαγγελιστὲς λέγουν συνεσκιασμένως (συγκεκαλυμμένα) ὅτι ἦλθε Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία, καὶ νοεῖται ἡ Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ· καὶ ἄλλος Εὐαγγελιστὴς λέγει «φάνηκε πρῶτα στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή», ποὺ ἦταν δηλαδὴ ἀνύποπτο πρόσωπο. Ἀφοῦ, λοιπόν, οἱ ἁγίες Μυροφόρες Γυναῖκες εἶδαν καὶ προσκύνησαν τὸν Χριστὸ καὶ τὰ πόδια Του κράτησαν, ἔτρεξαν μετὰ χαρᾶς καὶ ἀνήγγειλαν στοὺς Μαθητὲς ὅτι ὁ Διδάσκαλος ὄντως ἀνέστη, καὶ ὅτι αὐτὲς Τὸν εἶδαν καὶ Τὸν προσκύνησαν καὶ ἀπὸ τὸ γλυκύτατο στόμα Του ἄκουσαν τὸ «Χαίρετε»². Γιατὶ ἔπρεπε βέβαια, τὸ γένος ἐκεῖνο ποὺ πρῶτο ἄκουσε «ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα»³, αὐτὸ πρῶτο νὰ δεχθεῖ καὶ τὴν χαρά. Ἡ Κυρία Θεοτόκος, ὡς κατ᾿ ἐξοχὴν γνωστική, ἀφοῦ εἶδε μιὰ φορὰ τὸν Ἰησοῦ ἀναστάντα καὶ δέχθηκε τὴν χαρά, δόξασε τὸν Θεό, καὶ εἰς τὸ ἑξῆς δὲν θέλησε νὰ ἐπανέλθει στὸν Τάφο, ἀλλ᾿ ἔμεινε νὰ ἡσυχάζει. Μὰ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, πῆγε καὶ πάλι στὸ μνημεῖο, κι᾿ εἶδε γιὰ δεύτερη φορὰ τὸν Χριστό, καὶ θέλησε ἐκ δευτέρου νὰ πιάσει τὰ ἄχραντα πόδια Του, ὅμως, γιὰ τὴν μάταιη περιέργειά της, ἐμποδίσθηκε, ἀκούγοντας ἀπὸ Ἐκεῖνον τὸ «μὴ μου ἅπτου». Καὶ στάλθηκε ἀπ᾿ Αὐτὸν ὡς ἀπόστολος στοὺς Ἀποστόλους, λέγοντας: «Πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου, καὶ πὲς σ᾿ αὐτοὺς ὅσα εἶδες κι᾿ ὅσα ἄκουσες».

   Σὲ ποιὰ ὥρα ἀναστήθηκε ὁ Κύριος κανεὶς δὲν γνωρίζει σαφῶς. Κάποιοι εἶπαν ὅτι στὸ πρῶτο λάλημα τῶν πετεινῶν. Ἄλλοι, ὅταν ἔγινε ὁ σεισμός, καὶ ἄλλοι ἄλλον καιρό. Ἀναστήθηκε δέ, ὅπως ἀκριβῶς καὶ γεννήθηκε, δηλαδή, χωρὶς νὰ χαλάσουν καθόλου οἱ σφραγῖδες τοῦ Τάφου, ὅπως καὶ εἰσῆλθε ἀργότερα στοὺς Μαθητὲς κεκλεισμένων τῶν θυρῶν. Κι ἀφοῦ ἔγιναν ὅλα τοῦτα, ἰδού, ἔφθασαν κάποιοι ἀπ᾿ τοὺς φύλακες τοῦ Τάφου καταφοβισμένοι στοὺς Ἀρχιερεῖς, καὶ τοὺς ἀναγγέλουν ὅλα τὰ συμβάντα. Κι ἐκεῖνοι, ἀκούγοντας αὐτά, μὴ γνωρίζοντας καὶ μὴ μπορῶντας νὰ πράξουν κάτι ἄλλο, κατέφυγαν στὸ ψεῦδος καὶ στὴν ἀσύστατη συκοφαντία· μὲ ἀργύρια ἱκανὰ (πολλά), κατέπεισαν τοὺς στρατιῶτες νὰ κηρύξουν, ὅτι ἀποκοιμήθηκαν καὶ τότε πῆγαν οἱ Μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ κ᾿ ἔκλεψαν τὸ Σῶμα Του.

   Καὶ τ᾿ ὅτι ἐπινόημα καὶ συκοφαντία ὑπῆρξε ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι ὁλοφάνερο, διότι οἱ Μαθητὲς ἦσαν κρυμμένοι καὶ κλεισμένοι ἀπ᾿ τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίων· πῶς, λοιπόν, θ᾿ ἀποτολμοῦσαν νὰ κάμουν ἕνα τέτοιο ἔργο, ὅταν μάλιστα ἤξεραν ὅτι καὶ οἱ στρατιῶτες γιὰ τοῦτο καὶ μόνο διορίσθηκαν νὰ φυλάγουν, γιὰ ν᾿ ἀποτρέψουν τοὺς Μαθητές; Κι᾿ ἔπειτα, ἂς ὑποθέσουμε, ὅτι τόλμησαν νὰ ριψοκινδυνεύσουν· πῶς, ὅμως, ἐκεῖνοι ποὺ πήγαιναν μὲ τόσο πολὺ φόβο θέλησαν νὰ καθίσουν καὶ νὰ ξεκολλήσουν τὸ σινδόνι ἀπ᾿ τὸ Σῶμα γιὰ νὰ πάρουν γυμνὸ τὸ Σῶμα καὶ νὰ φύγουν, τὴν στιγμή, ποὺ μποροῦσαν νὰ τὸ πάρουν ὅπως ἦταν μαζὶ μὲ τὸ σινδόνι καὶ νὰ φύγουν τὸ γρηγορώτερο, γιὰ νὰ μὴ τοὺς καταλάβουν χρονοτριβῶντας; Τόσο ἀσυλλόγιστο πρᾶγμα εἶναι ἡ κακία. Τέλος πρέπει νὰ σημειώσουμε, ὅτι μὲ πολλοὺς τρόπους οἱ διδάσκαλοι δοκιμάζουν νὰ βροῦν σωστὰ τριήμερη τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος. Ὅμως φαίνεται, πὼς συντομώτερα ἀπ᾿ τὴν τριήμερη ὑπόσχεση ὁ Κύριος ἔκαμε τὴν εὐεργεσία Του σὲ μᾶς. Καὶ διὰ τοῦτο πρέπει ἀπὸ ψυχῆς νὰ τοῦ προσφέρωμε τὴν εὺχαριστία καὶ τὴν δόξα, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων! Ἀμήν.


Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 5ος, σελ. 381-384. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευὴ καὶ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).


1. Ἀπὸ τὸ ἀραμαϊκὸ pascha, καὶ τὸ ἑβραϊκὸ pesáh: πέρασμα, παρέλευση, διάβαση.

2. Ματθ. κη΄ 9.

3. Γεν. γ΄ 16.

4. Ἰωάν. κ΄ 17.

5. Ἡ Ἀνάσταση ἔγινε τὴν νύκτα τοῦ Σαββάτου πρὸς τὴν Κυριακή, ἡ ὁποία ὑπὸ τῶν Εὐαγγελιστῶν ὀνομάζεται πρώτη Σαββάτου καὶ μία Σαββάτων, δηλ. πρώτη ἡμέρα τῆς Ἑβδομάδος. Ἦταν ἡ Κυριακή 25η τοῦ μηνὸς Μαρτίου. Ἡ ἴδια ἀκριβῶς ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Κύριός μας κατέβηκε ἐξ οὐρανοῦ καὶ σκήνωσε (κατοίκησε) στὴν μήτρα τῆς Πανάγνου Ὑπεραγίας Θεοτόκου!


Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος.