Δευτέρα 3 Μαΐου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ




Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ


   Δικαίως τὸν ὀνόμασε μεγαλομάρτυρα ἡ Ἐκκλησία καὶ δικαίως τὸν ἀγάπησαν καὶ τὸν τιμοῦν οἱ Χριστιανοί. Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν σκληροτέρων διωγμῶν. Μικρὸ παιδάκι ἀκόμα εἶδε τὸν πατέρα του νὰ φεύγει μὲ μαρτυρικὸ θάνατο γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἔμεινε ὁ Γεώργιος μόνη παρηγοριὰ στὴν πονεμένη χριστιανὴ μητέρα του, ποὺ ἔφυγε κι αὐτὴ νωρὶς ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ δὲν πρόφθασε νὰ δεῖ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ της.

   Στὸν θάνατό της ὁ Γεώργιος πῆρε ἄδεια ἀπὸ τὸν στρατὸ κι ἦρθε ἀπ’ τὴν Νικομήδεια, ποὺ ὑπηρετοῦσε στὴν Λύδδα τὴν πατρίδα τῆς μητέρας του, πούλησε τὴν περιουσία της καὶ μοίρασε τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀπ’ αὐτὴν στοὺς φτωχοὺς χριστιανούς.

   Δὲν περίμενε νὰ τὸν ἀνακαλύψουν ὅτι ἦταν Χριστιανός. Ἀνώτερος ἀξιωματικὸς αὐτὸς τῆς Φρουρᾶς τοῦ Διοκλητιανοῦ δὲν μποροῦσε ποτέ, οὔτε νὰ συλλάβει ἄλλους ὡς Χριστιανούς, οὔτε καὶ νὰ κρύβεται αὐτὸς καὶ νὰ προσποιεῖται τὸν εἰδωλολάτρη. Μὲ τὴν εὐθύτητα τῆς ψυχῆς του καὶ μὲ θάρρος τῶν χριστιανῶν ἀγωνιστῶν, δήλωσε μόνος του στοὺς συναδέλφους του ἀξιωματικούς, ὅτι ἦταν χριστιανὸς καὶ ὅτι μποροῦσαν νὰ ἐφαρμόσουν καὶ  σ’ αὐτὸν ὅσα βασανιστήρια ἔκαμαν στοὺς χριστιανοὺς ποὺ συνελάμβαναν. Πόσο προσπάθησαν νὰ τὸν μεταπείσουν, κυρίως γιὰ νὰ μὴ πάρουν οἱ στρατιῶτες καὶ τὸ πλῆθος εἴδηση ὅτι ἕνας ἀνώτερος ἀξιωματικὸς ἔγινε χριστιανός.

   Ὁ Γεώργιος ἦταν ἕτοιμος γιὰ τὸ μαρτύριο. Καμιὰ δύναμη καμιὰ ὑπόσχεση καμιὰ ἀπειλὴ δὲν ἦταν ἱκανὴ νὰ ξερριζώσει τὴν πίστη ἀπὸ τὴν ψυχή του. Τὸν βασάνισαν μὲ τὸν ἀγριώτερο καὶ ἀνήκουστο τρόπο. Τὸν ἔδεσαν σὲ στύλο καὶ τοῦ ἔδιναν φοβερὰ χτυπήματα. Τὸν ξάπλωσαν ἔπειτα στὴν φυλακὴ καὶ ἔβαλαν στὸ στῆθος του ἕναν ὀγκόλιθο. Ἀτάραχος ὁ Ἅγιος ὑμνοῦσε καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό, ποὺ τὸν ἀξίωνε νὰ πάσχει γιὰ τὸ ὄνομά Του. Ἔδεσαν ἔπειτα τὸν μάρτυρα σὲ τροχό, ποὺ καθὼς γύριζε μὲ ταχύτητα, μυτερὰ μαχαίρια ἔσχιζαν τὸ σῶμά του. Πληγὲς ἄνοιγαν καὶ τὸ αἷμα ἔτρεχε καὶ ὁ Ἅγιος προσευχόταν. Καὶ τὸ μαρτύριο συνεχιζόταν μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Διοκλητιανοῦ, ποὺ ποτὲ δὲν ἤλπιζε νὰ ξαναειδεῖ ζωντανὸ τὸν μάρτυρα. Ἔφυγε μὲ τὴν ἀκολουθία του καὶ πῆγε στὸν ναὸ τῶν εἰδώλων. Θεία δύναμη ἔλυσε τότε τὸν Γεώργιο καὶ θεράπευσε τὶς πληγές του, ὥστε τὴν ἴδια ὥρα ἦρθε στὸν Διοκλητιανὸ γιὰ νὰ δείξει τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτὸς μὲ πορωμένη ψυχὴ διέταξε νὰ θανατωθεῖ ὁ Ἅγιος, ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ δύο ἀπ’ τοὺς στρατηγούς, Ἀνατόλιος καὶ Πρωτολέων, βλέποντας τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου πίστευσαν. Κοντὰ σ’ αὐτοὺς ἄλλοι καὶ ἄλλοι ἀξιωματικοί, στρατιῶτες καὶ πολῖτες ἄνδρες, γυναῖκες, νέοι καὶ γέροι, ἄρχισαν νὰ φωνάζουν ὅτι πιστεύουν στὸν Χριστό. Τὴν ἴδια ὥρα, κατὰ διαταγὴ τοῦ Διοκλητιανοῦ, τοὺς ἔπιασαν καὶ τοὺς θανάτωσαν. Ἔμεινε ὁ Γεώργιος, γιὰ τὸν ὁποῖον ὁ ἄπιστος Διοκλητιανὸς ἑτοίμαζε θάνατο σίγουρο καὶ φοβερό, ὥστε νὰ μὴ μπορεῖ νὰ τὸν ἀποφύγει ὁ λαοπλάνος χριστιανὸς κατάδικος, διαφημίζοντας κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν πίστη τοῦ Ναζωραίου Ἰησοῦ. Κάλεσε τὸ ἐπιτελεῖο του καὶ συνεδρίασαν καὶ βρῆκαν θάνατο σίγουρο, νὰ ρίξουν τὸν Γεώργιο σὲ βαθὺ λάκκο μὲ ἀσβέστη, ἀπ’ τὸν ὁποῖο τὰ κόκκαλα τοῦ Ἁγίου μόνον θὰ μάζευαν ἀργότερα. Δεκάδες στρατιωτῶν ἄνοιξαν τὸν λάκκο, ἔσβυσαν τὸν ἀσβέστη καὶ ἔρριξαν γυμνὸ μέσα τὸν Ἅγιο. Οὔτε φαινότανε κἂν τὸ σῶμα του μέσα στὸν ἀσβέστη.

   Καὶ ὅμως τίποτα δὲν γίνεται ἂν δὲν τὸ θέλει ὁ Θεός. Ὅταν ἀργότερα ἄρχισαν οἱ στρατιῶτες νὰ βγάζουν τὸν ἀσβέστη, εἶδαν τὸν Ἅγιο ἀνέγγιχτο, μὲ χαρὰ ἀνέκφραστη, μὲ λάμψη θεϊκὴ στὸ πρόσωπό του, νὰ δοξάζει τὸν Θεό, ποὺ ἔκαμε καὶ αὐτὸ τὸ θαῦμα γιὰ νὰ πιστεύσουν οἱ εἰδωλολάτρες. Οἱ στρατιῶτες μὲ μιὰ φωνὴ φώναζαν «Μέγας ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν». Τὸ ἴδιο ἔκαμαν καὶ ὅσοι εἴδανε τὸ θαῦμα. Ὁ Διοκλητιανὸς μόλις ἔμαθε ὅτι δὲν πέθανε ὁ μάρτυς, πῆρε τὴν ἀκολουθία του καὶ τὴν γυναῖκα του Ἀλεξάνδρα καὶ ἔφθασε στὸν τόπο τοῦ βασανισμοῦ. Ὁ Ἅγιος ἀκόμα στεκότανε στὸν λάκκο μὲ μόνο τὸ κεφάλι ἀπ’ ἔξω ἀπ’ τὸν ἀσβέστη. Κίτρινος, ἄφωνος, σὰν νεκρός, ἔγινε ὁ Διοκλητιανός. Κανεὶς δὲν μιλοῦσε βλέποντας τὴν ταραχή του. Πέρασαν ἀρκετὰ λεπτὰ καὶ ἄνοιξε τὸ στόμα του. Ρώτησε τὸν Γεώργιο «ποιός σοῦ ἔσωσε τὴν ζωή»; καὶ ὁ Ἅγιος ἀπήντησε· «Τί μὲ ρωτᾶς, ἀφοῦ κι ἂν ἀκούσεις κι ὅσα θαύματα κι ἂν δεῖς δὲν εἶναι γιὰ νὰ πιστεύσεις; Ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μὲ πτέρυγες ἀόρατες προστατεύει καὶ σώζει τοὺς πιστούς». Ἀντὶ ἄλλης ἀπαντήσεως διέταξε ὁ τύραννος νὰ φορέσουν σιδερένια πυρωμένα ὑποδήματα στὸν Ἅγιο καὶ νὰ τὸν μαστιγώσουν.

   Ὁ ἄπιστος στρατηγὸς Μαγνέντιος ζήτησε τότε ἀπ’ τὸν Ἅγιο νὰ ἀναστήσει ἕνα νεκρὸ ἀπ’ τοὺς χριστιανοὺς ποὺ εἶχαν μαρτυρήσει. Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε μπροστὰ στὰ πλήθη, μπροστὰ στὸν Μαγνέντιο καὶ τὸν Διοκλητιανό. Πίστευσαν πλήθη λαοῦ καὶ μόνον αὐτοὶ ἔμειναν ἄπιστοι καὶ διῶκτες τῶν πιστῶν.

   Στὶς τελευταῖες παρακλήσεις τοῦ Διοκλητιανοῦ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του καὶ νὰ προσκυνήσει τὰ εἴδωλα, δέχθηκε ὁ Γεώργιος νὰ ἔλθει στὸν ναὸ τῶν εἰδώλων. Χαρούμενοι μαζεύτηκαν ἐκεῖ ὁ Διοκλητιανός, οἱ ἄρχοντες καὶ πλήθη εἰδωλολατρῶν. Ἦρθε ὁ Γεώργιος καὶ μὲ τὴν προσευχή του γκρέμισε τὰ εἴδωλα καὶ ἔτρεψε μὲ τρόμο σὲ φυγὴ τοὺς ἀπίστους. Θριάμβευσε καὶ πάλι ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ.

   Μὲ θερμὴ προσευχὴ εὐχαρίστησε ὁ Ἅγιος τὸν Θεό, γιὰ ὅλα ὅσα μὲ τὴν δύναμη Ἐκείνου ἔκαμε θαύματα καὶ γιατὶ θὰ τὸν ἀξίωνε ὁ Θεὸς νὰ τερματίσει τὴν ζωὴ αὐτὴ μὲ θάνατο μαρτυρικό, ὅπως καὶ ὁ πατέρας του. Ἀποκεφαλίσθηκε σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν περίπου. Γιὰ τὰ ἀφάνταστα μαρτύριά του ὀνομάσθηκε «Μεγαλομάρτυς» καὶ γιὰ τοὺς νικηφόρους ἀγῶνες του «Τροπαιοφόρος».


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄.

 

ς τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής, καὶ τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστής, ἀσθενούντων ἰατρός, βασιλέων ὑπέρμαχος, τροπαιοφόρε μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


 

   [Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου θεολόγου Γεωργίου Π. Σωτηρίου «ΕΟΡΤΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ», Β΄ ἔκδοσις, Μυτιλήνη 1986, σελ. 130-133. (Ἐπιμέλεια κειμένου, μικρὲς φραστικὲς παρεμβάσεις, καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου.)]