Σάββατο 1 Μαΐου 2021

Τὸ Ἅγιο καὶ Μεγάλο Σάββατο




Τὸ Ἅγιο καὶ Μεγάλο Σάββατο


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Μάτην φυλάττεις τὸν Τάφον, κουστωδία·

Οὐ γὰρ καθέξει Τύμβος αὐτοζωΐαν.


   Τὸ Ἅγιο καὶ Μεγάλο Σάββατο, ἑορτάζουμε τὴν θεόσωμο ταφὴ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας, καὶ τὴν κάθοδό Του στὸν Ἅδη, διὰ τῶν ὁποίων τὸ ἀνθρώπινο γένος λυτρώθηκε ἀπ᾿ τὴν φθορὰ καὶ μετέβη στὴν αἰώνια ζωή. Ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἄλλες ἡμέρες τοῦ χρόνου οἱ Ἁγίες Τεσσαρακοστὲς εἶναι ἀνώτερες κατὰ τὸν σεβασμό· καὶ πάλι, ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἄλλες Τεσσαρακοστὲς ἀνώτερη εἶναι ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή· καὶ πάλι, ἀπὸ αὐτὴν ἀνώτερη καὶ μεγαλύτερη εἶναι ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα· καὶ τέλος, ἀπ᾿ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα μεγαλύτερο καὶ θειότερο εἶναι τοῦτο τὸ μέγα καὶ Ἅγιο Σάββατο. Λέγεται δέ, μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ μέγα Σάββατο, ὄχι ὅτι τάχα εἶναι οἱ ἡμέρες αὐτὲς μεγαλύτερες ἢ οἱ ὧρες, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ τὰ μεγάλα καὶ ὑπερφυῆ τεράστια καὶ ἐξαίσια ἔργα τοῦ Σωτῆρος μας πραγματοποιήθηκαν καὶ συντελέσθηκαν κατὰ τὴν διάρκεια τούτης τῆς μεγάλης Ἑβδομάδος, διὰ τοῦτο λέγεται Μεγάλη.

   Σήμερα ὁ Κύριος οὔτε ἔπραξε οὔτε ἔπαθε τίποτα πάνω στὴν γῆ, ἀλλὰ σωματικῶς βρισκόταν κ᾿ ἐκείτετο στὸν τάφο ἀπ᾿ τὸ ἑσπέρας τῆς Παρασκευῆς, καὶ ἡ Ἁγία του Ψυχὴ κατέβηκε στὸν ᾍδη, γιὰ νὰ ἐγείρει ἀπό ᾿κεῖ τοὺς προπάτορες ἀντάμα μὲ τὸν ἑαυτό του. Καθὼς ὅμως, στὴν πρώτη κοσμογενεσία ὅλα τ᾿ ἄλλα ὁ Θεὸς στὶς ἕξι ἡμέρες τὰ ἔκαμε, καὶ στὴν ὑστερινὴ ἡμέρα, δηλαδὴ τὴν ἕκτη, ἔπλασε καὶ τὸν ἄνθρωπο, ἔσχατο καὶ ὁλοϋστερινὸ δημιούργημα· ἔπειτα τὴν ἕβδομη μέρα ἔπαυσε ἀπ᾿ ὅλα του τὰ ἔργα καὶ τὴν ἁγίασε καὶ Σάββατο τὴν ὀνόμασε, ποὺ θέλει νὰ πεῖ κατάπαυση¹. Μὲ τέτοιο τρόπο καί ’δῶ, στὴν ἐργασία τοῦ νοητοῦ καὶ πνευματικοῦ κόσμου, τὰ ἔπραξε ὅλα ἄριστα καὶ καθὼς ἔπρεπε· καὶ πάλι στὴν ἕκτη μέρα ἀνέπλασε τὸν φθαρέντα ἄνθρωπο καὶ διὰ τοῦ ζωηφόρου Του Σταυροῦ καὶ τοῦ ἑκουσίου θανάτου τὸν ἀνανέωσε, καὶ στὴν ἕβδομη τούτη μέρα κατέπαυσε τὴν τέλεια κατάπαυση τῶν ἔργων Του, καὶ κοιμήθηκε μὲ τὸν ζωοποιὸ καὶ σωτήριο ὕπνο, δηλαδὴ τὸν θάνατο, τῆς δικῆς μας ἀνθρώπινης φύσεως. Κατέβηκε λοιπὸν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ τὴν σάρκα στὸν τάφο· κατέβηκε δὲ καὶ στὸν ᾍδη μαζὶ μὲ τὴν ἀκήρατη καὶ θεία Ψυχή Του ποὺ χωρίσθηκε ἀπ᾿ τὸ σῶμα μετὰ τὸν θάνατο, τὴν ὁποία καὶ στὰ χέρια τοῦ Πατέρα παρέδωκε μὲ φωνὴ μεγάλη λέγοντας (κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ): «Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου»², στὸν ὁποῖο ἄναρχο Πατέρα Του πρόσφερε καὶ τὸ ἴδιο Του τὸ Αἷμα χωρὶς νὰ τὸ ζητήσει, γιὰ νὰ λυτρώσει ἐμᾶς τοὺς κατάκριτους. Καὶ δὲν κρατήθηκε στὸν ᾍδη ἡ Ψυχὴ τοῦ Κυρίου μας, ὅπως οἱ ψυχὲς τῶν ἄλλων Ἁγίων, ἐπειδὴ δὲν εἶχε ὁλότελα καμμία μετοχή, -καθὼς οἱ ἄλλες ψυχές-, στὴν κατάρα τῶν προπατόρων τοῦ γένους μας· καὶ ἡ Θεότητα ἦταν ἄκρως καὶ τελείως ἑνωμένη μ᾿ αὐτὴ (τὴν Ψυχὴ) καὶ μὲ τὸ Σῶμα, καὶ στὸν Σταυρὸ καὶ στὸν Τάφο, χωρὶς νὰ πάσχει τίποτε ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα.

   Καὶ φθορὰ μὲν ἔπαθε τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι ὁ χωρισμὸς τῆς Ψυχῆς ἀπὸ τοῦ Σώματος, διαφθορὰ ὅμως, δηλαδή, διάλυση τῆς σάρκας καὶ ἀφανισμὸ τῶν μελῶν, διόλου δὲν ἔπαθε, οὔτε κατ᾿ ἐλάχιστον.

   Κι᾿ ἀφοῦ, ὅπως εἴπαμε χθές, ὁ Ἰωσὴφ ἔθαψε τὸ Θεῖο Σῶμα τοῦ Κυρίου, οἱ Ἰουδαῖοι πήγανε στὸν Πιλᾶτο καὶ τοῦ εἶπαν: «Ἀφέντη, θυμηθήκαμε, ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος, ὅταν ἀκόμα ζοῦσε, εἶπε· ὅτι ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἀνασταίνομαι. Λοιπόν, παρακαλοῦμέ σε, πρόσταξε τοὺς στρατιῶτες σου, νὰ κάμουν ὅσο εἶναι δυνατὸν καλύτερη ἀσφάλεια στὸν Τάφο, γιὰ νὰ μὴ τύχει καὶ πᾶνε τὴν νύκτα οἱ Μαθητές του καὶ τὸν κλέψουν, κ᾿ ἔπειτα κηρύξουν στὸν κόσμο ὅτι ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, καὶ τότε θ᾿ ἀκολουθήσει ἡ ἔσχατη πλάνη ἡ ὁποία θἆναι χειρότερη τῆς πρώτης»³. Κι᾿ ὅ,τι ζήτησαν, τοὺς δόθηκε ἡ ἄδεια κι᾿ ἔκαμαν ἔτσι ὅπως τὸ ἤθελαν. Ἀλλ᾿ ὅμως, ὦ κακοὶ συκοφάντες, ἂν ἦταν πλάνος ὁ Χριστός, τί φοβεῖσθε ἀπ᾿ τὰ λόγια τοῦ πλάνου ποὺ εἶπε ὅταν ζοῦσε, ἀφοῦ τώρα πλέον τὸν θανατώσατε; Ὁμολογουμένως, λοιπόν, πέθανε καὶ ἐξ ἀνάγκης πρέπει νὰ ὁμολογηθεῖ τοῦτο.

   Πότε δέ, καὶ ποῦ φαίνεται νὰ εἶπε δημοσίως στοὺς Ἰουδαίους ὅτι: Μετὰ τρεῖς ἡμέρες ἐγείρομαι; Ἴσως τοῦτο νὰ τὸ συμπέραναν ἐκεῖνοι ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἰωνᾶ. Καὶ στοχασθεῖτε, Χριστιανοί, πὼς ὅσα ἐκεῖνοι οἱ ἀγνώμονες ἔπρατταν, ἦσαν ὅλα ἀντίθετα στὴν ἐπιθυμία τους. Διότι οἱ ἴδιοι οἱ φύλακες τοὺς ὁποίους ἔβαλαν νὰ φυλάττουν τὸν Τάφο, ἐκεῖνοι στάθηκαν ὕστερα καὶ μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλ᾿ ὁ ᾍδης, ἀπὸ τώρα κάτω συστρέφεται καὶ ἰλιγγιᾷ αἰσθανόμενος πὼς πάσχει ἀπὸ κραταιότατη καὶ ἀήττητη δύναμη. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, ὕστερα ἀπὸ λίγο, διὰ τῆς ἄδικης καταπόσεως τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι ὁ στερρότατος καὶ ἀκρογωνιαῖος Λίθος, θὰ ἔχει νὰ ξεράσει κι ὅλους ἐκείνους, ποὺ ἐξ ἀρχῆς κατέφαγε καὶ τὴν παμφάγο του γαστέρα γέμισε.


Τῇ ἀνεκφράστῳ Σου συγκαταβάσει, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς! Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 4ος, σελ. 461-463. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευὴ καὶ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).


1. Ἀπὸ τὸ ἑβραϊκὸ šabbắt: ἀνάπαυση, κατάπαυση.

2. Λουκ. κγ΄ 46.

3. Πρβλ. Ματθ. κζ΄ 63-64.