Κυριακή 23 Μαΐου 2021

Ἡ Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου




Ἡ Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Τὸ ῥῆμα Χριστοῦ σφίγμα τῷ παρειμένῳ.

Οὕτως ἴαμα τοῦτο ῥῆμα καὶ μόνον.


   Τὴν τετάρτη Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα κάνουμε τὴν ἀνάμνηση τῆς θεραπείας τοῦ Παραλύτου, κι’ ἑορτάζουμε καθὼς πρέπει τοῦτο τὸ θαῦμα σὲ τοῦτον τὸν καιρό, διότι καὶ ὁ Χριστὸς τὸν καιρὸ ποὺ οἱ Ἑβραῖοι γιόρταζαν τὴν δική τους Πεντηκοστή, σ’ ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες τέλεσε τοῦτο τὸ παράδοξο, καθὼς τὸ διηγεῖται ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής. Διότι λέγει, ὅτι ἀναβὰς ὁ Κύριος στὰ Ἱεροσόλυμα, στὶς ἡμέρες τῆς Πεντηκοστῆς, καὶ πλησιάζοντας στὴν Κολυμβήθρα ποὺ εἶχε πέντε καμάρες καὶ τὴν ὁποία εἶχε κτίσει ὁ Σολομών, κατὰ τὴν πόρτα ποὺ ὀνομαζόταν Προβατική, διότι δὲν ὀνομαζόταν ἡ Κολυμβήθρα Προβατική, καθὼς μερικοὶ ἐξηγοῦν, ἀλλὰ ἡ πόρτα ἀπ’ τὴν ὁποία καὶ μόνο ἔβαζαν τὰ πρόβατα, τὰ ὁποῖα, κατὰ τὸν νόμο, πρόσφεραν θυσία. Καὶ λεγόταν προβατικὴ ἡ πόρτα, ὄχι διότι ἔβαζαν μονάχα πρόβατα ἀπὸ ἐκείνη, ἀλλ’ ἴσως τὴν ὀνόμαζαν Προβατικὴ ἀπὸ τὸ πλεονάζον μέρος τῶν εἰσαγομένων ζώων.

   Διηγεῖται λοιπὸν ὁ θεῖος Εὐαγγελιστής, ὅτι στὴν Κολυμβήθρα ἐκείνη, κατέβαινε ἄγγελος Κυρίου, μιὰ φορὰ τὸν χρόνο καὶ ἐτάραττε τὸ ὕδωρ, καὶ ὅποιος ἔμπαινε σὲ αὐτὸ εὐθὺς πρῶτος, ἀπ’ ὅ,τι καὶ ἂν ἔπασχε γιατρευόταν. Γιὰ τούτη τὴν αἰτία καὶ πλῆθος πολὺ ἀσθενῶν βρίσκονταν ἐκεῖ κατάκοιτοι· ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ἦταν καὶ ἕνας ποὺ κείτονταν ἐκεῖ ἀπὸ παραλυσία τοῦ σώματός του τριανταοκτὼ χρόνια· καὶ εἶναι στ’ ἀλήθεια ἀξιοθαύμαστη ἡ καρτερία καὶ ὑπομονὴ ἐκείνου τοῦ ἀνδρός! Καὶ ὀνομαζόταν, ὅπως λέγουν, Ἰάειρος. Τοῦτον βλέποντας ὁ φιλανθρωπότατος Ἰησοῦς, σὰν νὰ μὴν ἤξερε –Ἐκεῖνος ποὺ τὰ πάντα γνωρίζει–, τὸν ρωτᾶ λέγοντας:

   – Θέλεις ἄνθρωπε νὰ γιατρευθεῖς ἀπὸ τὴν παραλυσία σου;

   – Ἀφέντη μου, ἀποκρίθηκε ὁ παράλυτος, καὶ πῶς ν’ ἀξιωθῶ τῆς θεραπείας μου, ποὺ δὲν ἔχω ἄνθρωπο νὰ μὲ ρίψει μέσα στὴν κολυμβήθρα, ὅταν τὸ ὕδωρ ταραχθεῖ;

   Ὁ δὲ Χριστός, καὶ μ’ ὅλο ποὺ ἤξερε πὼς ἦταν ἀποκαμωμένος ἀπ’ τὴν τόση πολυχρόνια ἀσθένεια·

   – Σήκωσε, τοῦ ἀποκρίθηκε, σήκωσε στὸν ὦμο σου τὸ κρεββάτι σου καὶ περπάτησε.

   Καὶ παρευθὺς βρέθηκε ὑγιής, καὶ τόσο ὑγιὴς ὁ πρώην παράλυτος μιᾶς ζωῆς, ὥστε καὶ τὴν κλίνη του σήκωσε στοὺς ὤμους του, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ φαντασία ἡ θαυματουργία, καὶ τρέχοντας πήγαινε στὸ σπίτι του, δείχνοντας μὲ τὸ ἔργο, τοῦ θαύματος τὴν δύναμη.

   Ἦταν Σάββατο, ὅταν τὸ μέγα τοῦτο θαῦμα ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς, καὶ οἱ φθονεροὶ Φαρισαῖοι καὶ Γραμματεῖς· – Σάββατο εἶναι, τοῦ ἔλεγαν, δὲν εἶναι συγχωρεμένο νὰ βαστάζεις βάρος στοὺς ὤμους σου. Καὶ ἀποκριθέντος τοῦ θεραπευμένου, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ μὲ γιάτρευσε, ἔτσι μὲ πρόσταξε· ἐκεῖνοι οἱ κακόγνωμοι δὲν τὸν ρωτοῦν· ποιὸς σὲ ἔκαμε ὑγιῆ, ἐπειδὴ ἡ εὐεργεσία δὲν κατακρίνεται, ἀλλὰ τὸν ρωτοῦν· ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ σοῦ εἶπε ἆρόν σου τὸν κράββατον, καὶ περιπάτει; Τοῦτο φαινόταν παράβαση τοῦ νόμου. Ἀλλὰ τότε δὲν ἤξερε νὰ τοὺς ἀποκριθεῖ ποιὸς ἦταν. Μετὰ ταῦτα, ὅταν ὁ Χριστὸς τὸν βρῆκε στὸ ἱερὸ καὶ τοῦ εἶπε· ἴδε ὑγιὴς γέγονας, μηκέτι ἁμάρτανε· τότε εἶπε στοὺς Ἰουδαίους ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ποὺ κάνει τὰ μεγάλα καὶ ἐξαίσια θαύματα, ἐκεῖνος εἶναι, ποὺ καὶ τὴν δική μου παραλυσία θεράπευσε. Καὶ λοιπόν, ἀφοῦ ἦσαν καὶ ἀπὸ ἄλλα πρησμένοι, ἄναψαν ἀκόμα περισσότερο ἀπὸ τότε, καὶ ἀποφάσισαν νὰ τὸν θανατώσουν μὲ αἰτία ὅτι λύει τὸ Σάββατο. Ἀλλ’ ὁ Κύριος διὰ πολλῶν λόγων καὶ παραδειγμάτων τοὺς ἀπέδειξε πὼς δὲν ἐμποδίζεται ὁ θεοσεβὴς νὰ κάνει σὲ ἄλλους εὐεργεσία καὶ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Καὶ κοντὰ - κοντὰ τοὺς ἔδειχνε ὅτι αὐτὸς εἶναι ποὺ τοὺς πρόσταξε νὰ φυλάττουν τὸ Σάββατο, ὅτι εἶναι ἴσος μὲ τὸν Πατέρα, καὶ καθὼς ἐκεῖνος ἐργάζεται ἔτσι καὶ αὐτὸς ἐργάζεται, καὶ ἐξουσία ἔχει νὰ λύει τὸ Σάββατο.

   Καὶ ἐπειδὴ εἶπε ὁ Χριστός, στὸν πρώην παράλυτο· ἴδε ὑγιὴς γέγονας, μηκέτι ἁμάρτανε, δὲν πρέπει νὰ συμπεράνουμε πὼς ὅλες οἱ ἀρρώστιες προέρχονται ἀπὸ ἁμαρτίες· διότι πολλὰ νοσήματα καὶ πάθη συμβαίνουν καὶ ἀπὸ πολυφαγίες, καὶ κραιπάλες, καὶ ἄλλες ἀταξίες. Καὶ τὸ ἵνα μὴ χεῖρόν τί σοι γένηται ἄλλοι ἄλλιῶς ἐξήγησαν, τὸ πλέον εὔκολο καὶ ἁπλὸ εἶναι: ὅτι ἐξ ἁμαρτιῶν σου δόθηκε ἡ ἀσθένεια τῆς παραλυσίας· ἰδοὺ ποὺ σὲ ἐλέησε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ὑπομονή, ποὺ ἔδειξες τόσους χρόνους περιμένοντας ἄνωθεν τὴν θεραπεία σου. Λοιπόν, πρόσεχε στὸ ἑξῆς μὴν ἁμαρτάνεις, ὅπως καὶ πρότερον, γιὰ νὰ μὴ πάθεις τὰ χειρότερα καὶ κατακριθεῖς στὴν αἰώνια κόλαση ὡς ἀμετανόητος.

   Λέγουν δὲ ὅτι ἡ κολυμβήθρα ἐκείνη τὴν κολυμβήθρα τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος προεσήμαινε, ἀλλὰ κατὰ πολὺ μεγαλύτερη διαφορά· διότι ἐκείνη μόνον ἕνα ἄνθρωπο κάθε χρόνο θεράπευε, ἐνῶ ἡ κολυμβήθρα τοῦ Βαπτίσματος ὅλους καὶ κάθε καιρό· καὶ πάλι, ἐκείνη σωματικὴ ἴαση χάριζε, αὐτὴ δὲ ψυχικὴ καὶ ἁπλῶς ὅλο τὸν ἄνθρωπο καθαρίζει καὶ ζωοποιεῖ.

 

Τῷ ἀπείρῳ ἐλέει σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

 

* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 5ος, σελ. 396-399. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).

 


Ἀπολυτίκιον Ἀναστάσιμον. Ἦχος γ΄.

 

Εὐφραινέσθω τὰ οὐράνια, ἀγαλλιάσθω τὰ ἐπίγεια, ὅτι ἐποίησε κράτος ἐν βραχίονι αὐτοῦ ὁ Κύριος· ἐπάτησε τῷ θανάτῳ τὸν θάνατον· πρωτότοκος τῶν νεκρῶν ἐγένετο, ἐκ κοιλίας ᾍδου ἐρρύσατο ἡμᾶς, καὶ παρέσχε τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος ὁ αὐτός. Ἡ Παρθένος σήμερον…

 

Τὴν ψυχήν μου Κύριε, ἐν ἁμαρτίαις παντοίαις, καὶ ἀτόποις πράξεσι, δεινῶς παραλελυμένην, ἔγειρον τῇ θεϊκῇ σου ἐπιστασίᾳ, ὥσπερ καὶ τὸν παράλυτον ἤγειρας πάλαι, ἵνα κράζω σεσωσμένος· Οἰκτίρμον δόξα, Χριστὲ τῷ κράτει σου.

 

Μεγαλυνάριον.

 

Λόγῳ σου Σωτήρ μου ζωοποιῷ, ἤγειρας ἐκ κλίνης, τὸν Παράλυτον ὡς Θεός, κείμενον χρονίως παρὰ τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃς ἄρας τὴν κλίνην ᾤχετο.