Δευτέρα 10 Μαΐου 2021

Ὁ πόθος τῆς ψυχῆς




Ὁ πόθος τῆς ψυχῆς

 

 

Στὴ μοναξιά, κατάμονος, κλεισμένος στὸ κελλί μου

οἱ μέρες καὶ οἱ νύχτες μου, ὅλη ἡ ζωή, περνᾷ.

Καὶ τὴν ψυχὴ νὰ ἰδῶ λευκή, τὴ μαύρη καὶ στρεβλή μου

πόθος μου εἶναι καὶ καϋμός, παλῃὸς ποὺ δὲν γερνᾷ.


Τὴ νύχτα μέσ’ στὸ πέλαγος ὁ ναύτης ποντοπόρος

χαίρει, σκιρτᾷ κι’ ἀγάλλεται, φανὸ στὰ σκὸτη ἂν ἰδῇ.

Ἆ! καὶ σ’ ἐμένα τί χαρά, στ’ ἀπόμερ’ αὐτὸ ὄρος

λευκὸ ἐντός μου ἂν ἰδῶ, κρῖνο ἁγνὸ νἀνθῇ.


Δὸς καὶ σ’ ἐμένα, Κύριε, δέομαι, πρὶν πεθάνω

νὰ νοιώσω μέσα στὴν ψυχή, τὴν ἅγια αὐτὴ χαρά.

Γονυπετής, μὲ δάκρυα, τὴν προσευχή μου κάνω

ψυχὴ καὶ νοῦς ἂς γίνουνε, σἂν χιόνι καθαρά!

 


Τὰ ποιήματα τοῦ καλόγερου», τόμος Β΄, Ἀθῆναι 1973, σελ. 113.)