Τρίτη 11 Μαΐου 2021

Ὁ νέος καὶ οἱ λίρες




Ὁ νέος καὶ οἱ λίρες


   Ζοῦσε μιὰ φορὰ ἕνας νέος ποὺ δὲν ἀγαποῦσε τὴν δουλειά, ἀλλὰ ὁ νοῦς του ἦταν σὲ χοροὺς καὶ διασκεδάσεις. Ὁ νέος αὐτός, ποὺ δὲν ἔφερνε ποτέ στὸ σπίτι οὔτε μιὰ δραχμή, ἀλλὰ ζοῦσε εἰς βάρος τῆς οἰκογενείας του, ἐκδήλωσε ζωηρὰ τὴν ἐπιθυμία νὰ παντρευτεῖ. Τὸ εἶπε στὸν πατέρα του. Ὁ πατέρας δέχθηκε ἀλλὰ ὑπὸ ἕνα ὅρο. Νὰ πᾶνε μαζὶ σὲ ἕνα ποτάμι, ποὺ ἤτανε ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό. Θὰ στέκονταν στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ, θὰ τοῦ ἔδινε ἑκατὸ λίρες νὰ τὶς πετάξει, κι ἂν καμμιὰ ἀπὸ αὐτὲς ἔπεφτε ὄχι στὸ νερὸ ἀλλὰ ἔφθανε στὴν ἄλλη ὄχθη, τότε θὰ τὸν θεωροῦσε ἱκανὸ γιὰ γάμο. Δέχθηκε τὸν ὅρο ὁ νέος. Πατέρας καὶ γυιὸς πῆγαν στὸ ποτάμι, ποὺ τὰ νερά του ἔτρεχαν ὁρμητικά. Ὁ πατέρας ἄνοιξε τὸ πουγγί του καὶ ἔδωσε τὴν πρώτη λίρα.

   - Πέταξέ την! τοῦ λέει.

   Ὁ νέος τὴν πῆρε, ἀνασκουμπώθηκε καὶ μὲ δύναμη τὴν πέταξε. Μὰ ἡ λίρα ἔπεσε μέσα στὸ ποτάμι.

   - Μὴ στενοχωριέσαι, παιδί μου, ἔχουμε καὶ ἄλλες.

   Τοῦ ἔδωσε κι ἄλλη. Ἀλλὰ κι αὐτὴ ἔπεσε μέσα στὸ ποτάμι. Τὴν ἴδια τύχη εἶχαν καὶ ὅλες οἱ ἄλλες. Ὅλες πέσανε στὸ ποτάμι.

   Ὁ νέος ἦταν πολὺ στενοχωρημένος, γιατὶ ξεκίνησε μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι κάποια ἀπὸ τὶς ἑκατὸ λίρες θὰ ἔφθανε στὴν ἀπέναντι ὄχθη. Ὁ πατέρας τὸν παρηγόρησε.

   - Μὴ λυπᾶσαι. Θὰ ξανάρθουμε στὸ ποτάμι. Ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ἔχω ἄλλες λίρες, ἐσὺ τώρα νὰ ἐργασθεῖς, καὶ ἅμα ἀποκτήσεις λίρες, θὰ ἔρθουμε πάλι.

 

   Ὁ νέος δέχθηκε τὸν νέο τοῦτον ὅρο. Ἔπιασε δουλειά. Ἔκανε οἰκονομίες. Μάζεψε μερικὲς λίρες.

   - Πᾶμε τώρα στὸ ποτάμι, τοῦ εἶπε ὁ πατέρας.

   Πῆγαν.

   - Ρίξε, τοῦ λέει, τὴ μιὰ λίρα.

   Ὁ νέος, σκέφθηκε λίγο, κι ἀπάντησε κατηγορηματικά:

   - Ἄ, πατέρα, τὴ λίρα αὐτὴ ποὺ μοῦ λὲς νὰ ρίξω, μὲ πολὺ ἱδρῶτα τὴν ἀπέκτησα. Δὲν τὴν ρίχνω στὸ ποτάμι…

   Καὶ ὁ πατέρας τοῦ λέει:

   - Τώρα, ποὺ εἶδες μὲ τὶ κόπο βγαίνουν τὰ χρήματα, τώρα σὲ θεωρῶ ἄξιο γιὰ γάμο. Διότι ἀλλιῶς, ὄχι ἑκατὸ ἀλλὰ καὶ χίλιες λίρες νὰ σοῦ ἔδινα, σύ, ποὺ δὲν γνώριζες μὲ τὶ κόπο βγαίνουν, θὰ τὶς ἔρριχνες ὅλες στὸ ποτάμι. Δηλαδή, ὅλες θὰ τὶς σπαταλοῦσες καὶ δὲν θὰ ἔκανες ποτὲ προκοπή!


(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μικρὲς κι’ Ὠφέλιμες Διηγήσεις», Β΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)