Δευτέρα 31 Μαΐου 2021

Σκηνὴ Φρίκης




Σκηνὴ Φρίκης


Φαράγγι ἐπικίνδυνο, μὲ σκοτεινὰ τὰ βάθη

ποὺ καὶ μονάχα νὰ τὸ ἰδῇς, ζάλη ὁ νοῦς θὰ πάθῃ

στενό, μ’ ἀπότομη πλευρά, σὰν τοῖχο ἀπὸ βράχια,

κι’ ἀκούγονται ἀπὸ κάτω ’κεῖ σὰν φείδια, σὰν βατράχια,

κάτ’ ἀπ’ τὸ χεῖλος τοῦ κρημνοῦ, στ’ ἀπότομο πλευρό του

–λὲς ἀπ’ τὸ τρόμο ζάρωξε ποὔνοιωσε στὸν καιρό του–

δεντράκι βγαίνει ἀσθενικό, ποὺ στρέφει πρὸς τὰ ὕψη

σὰν νὰ φοβᾶται καὶ αὐτὸ στὸ βάραθρο νὰ σκύψῃ.

Πάνω στὸ χεῖλος τοῦ κρημνοῦ εἶναι τὸ μονοπάτι

κι’ ἀλλοίμονο ποιὸς στὸν κρημνὸ στρέψῃ ἀπὸ ’κεῖ τὸ μάτι.

Ζαλάδα πιάνει τὸ μυαλό, σύγχυσι, σκοτοδίνη

κι’ ἀμέσως τ’ ἄγριο βάραθρο τὸν δόλιο καταπίνει.

Φαίνεται τέτοιο ἔπαθε καὶ κάποιος ὁδοιπόρος

καὶ γλύστρησ’ ὅπως βάδιζε στ’ ἄγριο κεῖνο ὄρος,

ἂν κι’ ἦταν τόσο τὸ πυκνὸ σκοτάδι μέσ’ στὸ χάος

ποὺ νόμιζες ἂν θἄπεφτες, θἄπεφτες ἀεννάως.

Μὰ τοῦ Θεοῦ τὸ ἅγιο καὶ σπλαγχνικὸ τὸ χέρι

στὸ δέντρο τὸν ἐπέταξε –τὸ πῶς, Ἐκεῖνος ξέρει.

Ἐπρόλαβε καὶ πιάστηκε ἀπ’ τ’ ἀχαμνὸ δεντράκι

καὶ ξέφυγε τὸ πέσιμο, ἔστω καὶ γιὰ λιγάκι.

Τὸ δέντρο αὐτὸ ἦταν τραχύ, νομίζω ἦταν πρῖνος

γι’ αὐτὸ καταματώθηκε ὁ δυστυχὴς ἐκεῖνος.

Ἀπὸ τὸν τρόμο ὁ ἱδρὼς χυνότανε ποτάμι

καὶ λὲς πὼς ὅλος γίνηκε ὀχταποδιοῦ πλοκάμι.

Τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του στὸ δέντρο εἶχε τυλίξει

καὶ θἄθελε, ἂν μπόραγε, στὸ ξύλο του νὰ μπήξῃ.

Καὶ μ’ ὅση ὁ τρόμος τ’ ἄφησε φωνὴ μέσα στὰ στήθεια

ἐφώναζ’ ὁ ταλαίπωρος: «προφτάστε με, βοήθεια !».

Λοιπὸν θὰ πῇ καθένας σας στὸ τέλος τί συνέβη

ἢ τοὔτανε γραφτὸ ψηλὰ πάλι νὰ μὴν ἀνέβη;

Μοῦ φαίνεται καλύτερο ἀντὶ νὰ πῶ γιὰ κεῖνο

νὰ πῶ αὐτὸ ποὺ ἄκουσα κι’ ὅ,τι στὴ μνήμη κλείνω.

Τὸ σκοτεινὸ τὸ βάραθρο εἶναι ἡ ἁμαρτία

τὸ μονοπάτι τοῦ Πιστοῦ ὁ βίος κι’ ἡ πορεία,

κι’ εἶν’ ὁδοιπόρος πᾶς πιστὸς κι’ ὁ μοναχὸς ἰδίως

ποὺ στ’ ὅρος τῆς ἀσκήσεως βαδίζει ἰσοβίως.

Τὸ δέντρο ἡ προσπάθεια, ποὔχει καὶ χάρι λίγη

–γιατί ἡ πολλὴ δὲν ἔχει ’ρθεῖ, ἢ ἦρθε κι’ ἔχει φύγει–.

Καὶ ἡ φωνὴ ἡ προσευχή, ποὺ στὰ οὐράνια κράζει

καὶ τοῦ ἐλέους τὸ σχοινὶ ν’ ἁρπάξῃ αὐτὴ κοιτάζει.

Ἀλλοίμονο ἂν στὴ θέσι αὐτὴ φύγῃ κι’ ἡ λίγη χάρι

καὶ μείνουν στὴν προσπάθεια τοῦ σώματος τὰ βάρη.

Ἢ χέρια, πόδια ἄτονα μὲ μιᾶς θὰ παραλύσουν

ἢ σῶμα καὶ δεντρὶ μαζὶ στὰ βάθη θὰ κυλήσουν.

Ἀπ’ τὸν Ἐφραὶμ τὸν ἅγιον ἐπῆρα τὴν εἰκόνα

οὗ τ’ ὄνομα μακαριστὸν ἔστω εἰς τὸν αἰῶνα.

Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ, γονυπετῶ μπροστά Σου

ἂς μὴ χαρῇ ὁ Πονηρὸς ποτὲ στὰ πλάσματά Σου.

Μήτηρ Ἁγία τοῦ Θεοῦ, χριστιανῶν προστάτις

ἐπίσκεψαι κάθε ψυχὴν στὰς θλίψεις, στὰ δεινά της.

 


Τὰ ποιήματα τοῦ καλόγερου», τόμος Β΄, Ἀθῆναι 1973, σελ. 95, 96.)