Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2022

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ τῆς ΚΥΡΙΑΚΗΣ




ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΚΥΡΙΑΚΗΣ Α΄ ΛΟΥΚΑ

(Λουκ. ε΄ 1 – 11)


   «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἑστὼς ὁ Ἰησοῦς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ,

   εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα.

   ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους.

   ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν.

   καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον.

   καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν.

   καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά.

   ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε·

   θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον,

   ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν.

   καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.»



   Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, καθὼς στεκόταν ὁ Ἰησοῦς κοντὰ στὴν λίμνη Γεννησαρέτ,

   εἶδε δύο πλοῖα ἀραγμένα καὶ ἀκίνητα ἐκεῖ κοντὰ στὴν λίμνη· οἱ ψαράδες εἶχαν βγεῖ ἀπὸ αὐτὰ κ’ ἔπλεναν τὰ δίχτυα στὴν παραλία.

   Κι ἀφοῦ μπῆκε σ’ ἕνα ἀπὸ αὐτά, ποὺ ἀνῆκε στὸν Σίμωνα, τὸν παρεκάλεσε νὰ προχωρήσει σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴν ξηρά. Κι ἀφοῦ κάθισε δίδασκε ἀπ’ τὸ πλοῖο τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ.

   Ὅταν δὲ ἔπαψε νὰ μιλάει, εἶπε στὸν Σίμωνα: Ξαναφέρε τὸ πλοῖο πάλι στ’ ἀνοικτὰ τῆς λίμνης καὶ ρῖξτε τὰ δίχτυα σας γιὰ ψάρεμα.

   Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων τοῦ εἶπε: Διδάσκαλε, ὅλη τὴν νύκτα, ποὺ εἶναι κατάλληλες οἱ ὧρες γιὰ ψάρεμα, κοπιάσαμε ρίχνοντας τὰ δίχτυα καὶ δὲν πιάσαμε τίποτε. Ἀλλά, θὰ ὑπακούσω στὸν λόγο σου καὶ θὰ ρίξω τὸ δίχτυ.

   Καὶ ἀφοῦ ἔκαμαν τοῦτο, ἔκλεισαν πολὺ πλῆθος ἰχθύων· ἄρχισε δὲ νὰ σχίζεται τὸ δίχτυ ἀπὸ τὸ πολὺ βάρος.

   Καὶ προσκάλεσαν μὲ νεύματα τοὺς συνεταίρους τους, ποὺ ἦσαν στὸ ἄλλο πλοῖο, νὰ ἔλθουν, γιὰ νὰ πιάσουν μαζὶ μ’ αὐτοὺς τὰ δίχτυα μὲ τὰ ψάρια. Καὶ κεῖνοι ἦλθαν καὶ γέμισαν καὶ τὰ δύο πλοῖα τόσο πολύ, ὥστε κινδύνεψαν νὰ βυθιστοῦν.

   Ὅταν δὲ ὁ Σίμων εἶδε τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονός, ἔπεσε κάτω μπροστὰ στὰ γόνατα τοῦ Ἰησοῦ καὶ εἶπε: Κύριε, ἔβγα ἀπὸ τὸ πλοῖο μου, διότι ἐγὼ εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς καὶ δὲν μοῦ ἀξίζει νὰ βρίσκομαι τόσο κοντά σου.

   Καὶ τὰ εἶπε αὐτά, διότι τὸν κατέλαβε αὐτὸν καὶ ὅλους ἐκείνους, ποὺ ἦσαν μαζί του, μεγάλη ἔκπληξη, γιὰ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν, ποὺ εἶχαν κλείσει στὰ δίχτυα.

   Καὶ ἡ ἴδια ἔκπληξη κατέλαβε τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, τὰ παιδιὰ τοῦ Ζεβεδαίου, ποὺ ἦσαν συνεταῖροι τοῦ Σίμωνος. Καὶ εἶπε ὁ Ἰησοῦς πρὸς τὸν Σίμωνα: Μὴ φοβᾶσαι· ἀπὸ τώρα θὰ πιάνεις μὲ τὰ δίχτυα τοῦ κηρύγματός σου ζωντανοὺς ἀνθρώπους καὶ θὰ τοὺς ὁδηγεῖς στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

   Καὶ ἀφοῦ ἔφεραν πάλι στὴν ξηρὰ τὰ πλοῖα, ἀφῆκαν ὅλα, καὶ ψάρια καὶ δίχτυα καὶ πλοῖα, καὶ ἀκολούθησαν ὡς πιστοὶ μαθητὲς τὸν Χριστό.