Παρασκευή 24 Ιουλίου 2020

Σπλαγχνίσθηκε τὸν νεκρό…




Σπλαγχνίσθηκε τὸν νεκρό…


   Κάποιος ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς Πατέρες τῆς ἐρήμου διηγήθηκε τὰ ἑξῆς:
   Ἦταν κάποτε σὲ μιὰ πόλη ἕνας μαγιστριανὸς1 καλὸς κ᾿ εὐγενικὸς στὸν χαρακτῆρα, καὶ τὸν ἔστειλε ὁ βασιλιᾶς σ᾿ ἐπείγουσα ἀποστολή. Στὸν δρόμο του συνάντησε ἕνα φτωχὸ νεκρὸ ποὺ κείτονταν στὸ ἔδαφος γυμνός. Πόνεσε ἡ ψυχή του· κοντοστάθηκε, κατέβηκε ἀπὸ τ᾿ ἄλογο καὶ λέγει στὸν νεαρὸ ὑπηρέτη του:
   -Λάβε τ᾿ ἄλογό μου καὶ προχώρησε λιγάκι.
   Κι ἀφοῦ πλησίασε τὸ νεκρὸ σῶμα καὶ τὸ κύτταξε μὲ στοργὴ κ᾿ εὐσπλαγχνία, ἔβγαλε ἕνα ἀπ᾿ τὰ ἐνδύματά του, σκέπασε καλὰ τὸν ἄγνωστο νεκρό, ἔκαμε τὸ σταυρό του κι ἔφυγε…

   Δὲν πέρασαν πολλὲς ἡμέρες καὶ τὸν ξανάστειλε ὁ βασιλιᾶς σ᾿ ἄλλη ἀποστολή. Βγαίνοντας ὅμως ἀπ᾿ τὴν πόλη, ἔπεσε ἀπὸ τ᾿ ἄλογο κι ἔσπασε τὸ πόδι του. Ἀμέσως τὸν μετέφεραν στὸ σπίτι του, κι ἐκεῖ, ὅλοι οἱ γιατροὶ προσπαθήσανε νὰ τὸν βοηθήσουν. Οἱ πόνοι του ἦσαν ἀπερίγραπτοι. Πάλευε καὶ βασανιζόταν. Πέρασαν πέντε ὁλάκερες μέρες μέσα σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μαρτύριο ἀλλὰ τὸ πόδι ἀντὶ νὰ βελτιωθεῖ χειροτέρεψε. Μελάνιασε κι ἄρχισε νὰ σαπίζει. Κατάλαβαν οἱ γιατροί. Πήρανε τὴν ἀπόφαση τὴν ἑπομένη μέρα νὰ τοῦ κόψουν τὸ πόδι γιὰ νὰ μὴ σαπίσει καὶ τὸ ὑπόλοιπο σῶμα καὶ νὰ γλυτώσει ἡ ζωή του.
   Ἐκεῖνος ὅταν τὄμαθε ἔγινε περίλυπος, ἀπελπίστηκε, κ᾿ ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα τὴν μεγάλη συμφορά του. Ἀπ᾿ τὴν θλίψη καὶ τοὺς φοβεροὺς πόνους δὲν μπόρεσε νὰ κοιμηθεῖ στιγμὴ κείνη τὴν νύκτα κι ἔμεινε ξάγρυπνος.
   Κατὰ τὰ μεσάνυχτα, λοιπόν, κι ἐνῶ ὑπῆρχε φῶς στὸ σπίτι ἀρκετό, βλέπει ἕναν ἄνθρωπο νὰ κατεβαίνει ἀπὸ ἕνα μικρὸ ἄνοιγμα στὴν ὀροφὴ καὶ νἄρχεται κοντά του. Ἀφοῦ τὸν παρατήρησε ἐρευνητικά, τὸν ρωτᾶ:
   -Γιατί κλαῖς; Γιατ᾿ εἶσαι λυπημένος;
   Ὁ μαγιστριανὸς τοῦ ἀπαντᾶ:
   - Δὲν θὲς νὰ κλαίω, Κύριε; Ἔσπασα τὸ πόδι μου κι αὔριο οἱ γιατροὶ σκέφτονται νὰ μοῦ τὸ κόψουν.
   Τότε τοῦ λέγει ὁ ἄγνωστος:
   -Δεῖξε μου τὸ πόδι σου.
   Καὶ μόλις τοὔδειξε ὁ ἀσθενὴς τὸ χτυπημένο μέλος, ἄρχισε προσεκτικὰ ὁ ξένος νὰ τοῦ ἀλείφει τὸ πόδι· κι ὅταν τελείωσε τοῦ λέγει:
   -Τώρα σήκω καὶ περπάτησε.
   Ὁ ἀξιωματικὸς τοῦ εἶπε:
   -Κύριε, δὲν μπορῶ· γιατὶ τὸ πόδι εἶναι σπασμένο.
   -Στηρίξου σὲ μένα, τοῦ λέει ὁ μυστηριώδης ἐπισκέπτης.
   Ἔτσι καὶ ἔγινε. Στηριζόμενος σ᾿ αὐτὸν τὸν ἄγνωστο ἄνδρα, σηκώθηκε ἀπ᾿ τὸ κρεββάτι καὶ περπάτησε σὰ νὰ μὴν εἶχε τίποτε! Γιατρεύτηκε!
   Ὕστερα πάλι, τοῦ λέει στοργικὰ ὁ ξένος:
   -Ὁρίστε! Θεραπεύτηκες. Ξάπλωσε λοιπὸν νὰ ξεκουραστεῖς, καὶ μὴ στενοχωριέσαι πιά.
   Κατόπιν, τοῦ μίλησε μὲ ὡραία λόγια γιὰ τὴν ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης, καὶ ἰδιαιτέρως τόνισε τὸ ὅτι εἶπε ὁ Κύριός μας: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται»2 (δηλ. μακάριοι εἶναι οἱ σπλαγχνικοὶ ποὺ συμπονοῦν καὶ βοηθοῦν στὴν δυστυχία τοῦ πλησίον, διότι αὐτοὶ θὰ ἐλεηθοῦν ἀπ᾿ τὸν Θεὸ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως), καί: «Ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος»3 (δηλ. διότι ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι χωρὶς ἔλεος καὶ ἐπιείκεια γιὰ κεῖνον ποὺ ὑπῆρξε ἄσπλαγχνος στοὺς ἀδελφούς του, τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους), κι ἄλλα τέτοια πνευματικά.
   Ἔπειτα, ὅταν τελείωσε, τὸν ἀποχαιρέτησε λέγοντας:
   -Νὰ σώζεσαι!
   Κι ὁ μαγιστριανὸς λυπημένος τὸν ρωτᾶ:
   -Φεύγεις κιόλας;
   Τοῦ λέει ἐκεῖνος:
   -Γιατί, τί θέλεις; Ἀφοῦ τώρα πλέον ἔγιανες!
   Τὸν ρωτᾶ καὶ πάλι ὁ μαγιστριανός:
   -Γιὰ τ᾿ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ποὺ σ᾿ ἔστειλε δῶ, πές μου ποιός εἶσαι;
   Ἀποκρίθηκε ὁ ἄγνωστος:
   -Κύτταξέ με καλά!
   Κι αὐτὸς τὸν κύτταξε γεμᾶτος ἀπορία.
   Συνέχισε:
   -Ἀναγνωρίζεις τοῦτο τὸ ροῦχο ποὺ φορῶ;
   -Ναί, Κύριε, δικό μου εἶναι, ἀπάντησε ὁ ἀξιωματικός.
   Καὶ κεῖνος τοῦ λέγει:
   -Ἐγὼ εἶμαι, αὐτὸς ποὺ εἶδες τὸ σῶμα μου νεκρό, γυμνό, ριγμένο καὶ παρατημένο στὸν δρόμο, κι ἀμέσως μοῦ ἔρριξες μὲ στοργὴ τὸ ἔνδυμά σου καὶ μὲ σκέπασες! Μάθε, ὅτι ὁ Θεὸς μ᾿ ἔστειλε νὰ σὲ θεραπεύσω γιὰ τὸ καλὸ ποὺ μοὔκαμες· καὶ γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, παντοτινὰ νὰ Τὸν εὐχαριστεῖς καὶ νὰ Τὸν εὐγνωμονεῖς!
   Καὶ λέγοντας τοῦτα, ἀνέβηκε πάλι ἀπὸ κεῖ ποὖχε κατεβεῖ, κι ἐξαφανίστηκε…

   Ὁ μαγιστριανός, δὲν ἔπαψε ἀπὸ τότε νὰ εὐχαριστεῖ καὶ νὰ δοξάζει τὸν Θεό. Καὶ σ᾿ ὅλους ὅσους εἶχαν ἀνάγκη καὶ ζητοῦσαν τὴν βοήθειά του, μὲ πολλὴν ἀφθονία καὶ προθυμία ἀπ᾿ ὅσα εἶχε μετέδιδε, κάνοντας τὴν ἐλεημοσύνη του καὶ στοὺς νεκροὺς καὶ στοὺς ζωντανούς!…


(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ», Γ΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)


1. Μαγιστριάνος: Ἀνώτατος ἀξιωματοῦχος στὴν πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ ἱεραρχία τοῦ Βυζαντίου.
2. Ματθ. ε΄ 7.
3. Ἰακ. β΄ 13.