Παρασκευή 3 Ιουλίου 2020

Τί ἔγραφε ὁ Χριστὸς στὸ ἔδαφος;




Τί ἔγραφε ὁ Χριστὸς στὸ ἔδαφος;

Ἁγίου Νικολάου (Βελιμίροβιτς), Μητροπολίτου Ἀχρίδος


Ἅγιος Νικόλαος (Βελιμίροβιτς)
   Κάποτε, ὁ Κύριος, ποὺ ὅλους τοὺς ἀγαπᾶ, καθόταν μπροστὰ στὸ Ναὸ τοῦ Σολομῶντα στὰ Ἱεροσόλυμα, τρέφοντας τὶς πεινασμένες καρδιὲς μὲ τὴ γλυκειά του διδασκαλία. Πλῆθος ἀνθρώπων μαζεύτηκε γύρω ἀπ᾿ αὐτόν1. Ὁ Κύριος μιλοῦσε στὸν κόσμο σχετικὰ μὲ τὴν αἰώνια μακαριότητα, τὴν ἀτελείωτη εὐφροσύνη τῶν δικαίων στὴν αἰώνια οὐράνια πατρίδα. Κι᾿ ὁ κόσμος εὐφραινόταν μὲ τὰ θεϊκά του λόγια. Ἡ πίκρα πολλῶν ἀπελπισμένων ψυχῶν καὶ ἡ ἐχθρότητα πολλῶν ἀπὸ τοὺς δυσαρεστημένους ἐξαφανίστηκε, σὰν τὸ χιόνι κάτω ἀπ᾿ τὶς καυτερὲς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου. Ποιός ξέρει γιὰ πόσο μποροῦσε αὐτὴ ἡ ὑπέροχη σκηνὴ εἰρήνης καὶ ἀγάπης μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς νὰ συνεχιστεῖ, ἂν δὲν συνέβαινε κάτι τὸ ἀπρόσμενο. Ὁ Μεσσίας ποὺ ἀγαπᾶ τὸ ἀνθρώπινο γένος δὲν κουραζόταν ποτὲ ἀπὸ τοῦ νὰ διδάσκει τὸν κόσμο κι ὁ εὐσεβὴς λαὸς δὲν κουραζόταν ποτὲ ἀπὸ τὴν ἀκρόαση αὐτῆς τῆς θεραπευτικῆς καὶ θαυμάσιας διδασκαλίας.
   Ἀλλὰ κάτι τὸ φοβερό, ἄγριο καὶ σκληρὸ συνέβηκε. Σχετιζόταν, ὅπως ἀκόμα καὶ τώρα συμβαίνει, μὲ γραμματεῖς καὶ φαρισαίους.
   Τί ἔκαναν; Μήπως εἶχαν συλλάβει τὸν ἀρχηγὸ μιᾶς ὁμάδας ληστῶν; Τίποτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα αὐτά. Ἔφεραν μὲ τὴ βία μιὰ ἄτυχη ἁμαρτωλὴ γυναίκα «συλληφθεῖσαν ἐπ᾿ αὐτοφώρῳ ἐπὶ μοιχείᾳ». Τὴν ἔφεραν μὲ θριαμβευτικὲς καυχησιολογίες καὶ ὠμὲς καὶ ἐκκωφαντικὲς κραυγές. Φέρνοντάς την μπροστὰ στὸν Χριστὸ κραύγασαν: «Διδάσκαλε, αὕτη ἡ γυνὴ κατείληπται ἐπ᾿ αὐτοφώρῳ μοιχευομένη· καὶ ἐν τῷ νόμῳ ἡμῶν Μωϋσῆς ἐνετείλατο τὰς τοιαύτας λιθάζειν. Σὺ οὖν τί λέγεις;»2, δηλ.: Διδάσκαλε, αὐτὴ ἡ γυναίκα ἔχει συληφθεῖ ἐπ’ αὐτοφώρῳ νὰ καταπατεῖ τὴν συζυγικὴ πίστη· καὶ στὸ νόμο μας ὁ Μωϋσῆς διέταξε νὰ λιθοβολοῦνται αὐτὲς οἱ γυναῖκες. Ἐσύ, λοιπόν, τί λέγεις;
   Ἡ ὑπόθεση παρουσιάστηκε μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς οἱ ὁποῖοι κατήγγειλαν τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων καὶ ἦσαν εἰδήμονες στὴν ἀπόκρυψη τῶν δικῶν τους ἀτελειῶν. Τὸ φοβισμένο πλῆθος χωρίστηκε, κάνοντας τόπο στοὺς πρεσβυτέρους τους. Μερικοὶ ἔφυγαν φοβισμένοι, διότι ὁ Κύριος εἶχε μιλήσει γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν εὐτυχία, ἐνῶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ μεγαλόστομοι κραύγαζαν γιὰ θάνατο.
   Θὰ ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμὴ νὰ ἀναρωτηθεῖ κανείς, γιατί ὅλοι αὐτοὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ φρουροὶ τοῦ νόμου δὲν λιθοβόλησαν μόνοι τους τὴ γυναίκα αὐτή; Γιατί τὴ φέρανε στὸν Ἰησοῦ; Ὁ νόμος τοῦ Μωϋσῆ τοὺς ἔδινε τὸ δικαίωμα νὰ τὴ λιθοβολήσουν. Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ ἐναντιωθεῖ. Ποιός διαμαρτύρεται στὶς μέρες μας ὅταν ἀπαγγέλεται ἡ θανατικὴ ποινὴ γιὰ κάποιον ἐγκληματία; Γιατί οἱ Ἰουδαῖοι πρεσβύτεροι ἔφεραν τὴν ἁμαρτωλὴ αὐτὴ γυναίκα στὸν Κύριο; Ὄχι γιὰ νὰ πετύχουν τὴ μετατροπὴ τῆς καταδίκης της ἢ ἐπιείκεια ἀπ᾿ Αὐτόν. Κατ᾿ οὐδένα λόγο. Τὴν ἔφεραν μ᾿ ἕνα προμελετημένο διαβολικὸ σχέδιο γιὰ νὰ τσακώσουν τὸν Κύριο νὰ λέει λόγια ἀντίθετα πρὸς τὸ νόμο, ὥστε νὰ μπορέσουν κι αὐτὸν ἐπίσης νὰ τὸν κατηγορήσουν. Ἤλπιζαν μ᾿ ἕνα κτύπημα ν᾿ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ δυὸ ζωὲς -ἐκείνη τῆς ἔνοχης γυναίκας κι ἐκείνη τοῦ Χριστοῦ. «Σὺ οὖν τί λέγεις;» Γιατί τὸν ρώτησαν ἀφοῦ ὁ νόμος τοῦ Μωϋσῆ ἦταν τόσο ξεκάθαρος; Ὁ Εὐαγγελιστὴς ἐξηγεῖ τὸ σκοπό τους μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια: «τοῦτο δὲ εἶπον ἐκπειράζοντες αὐτόν, ἵνα σχῶσι κατηγορίαν κατ᾿ αὐτοῦ»3, δηλ.: Καὶ τὸ εἶπαν τοῦτο, γιὰ νὰ τὸν θέσουν σὲ πειρασμὸ καὶ νἄχουν κατηγορία ἐναντίον του. Εἶχαν ὑψώσει τὰ χέρια ἐναντίον του ἀκόμα μιὰ φορὰ προηγουμένως, ἀλλὰ τοὺς εἶχε διαφύγει4. Μὰ τώρα εἶχαν βρεῖ τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκπληρώσουν τὴν ἐπιθυμία τους. Καὶ ἦταν ἐκεῖ, μπροστὰ στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντα, ὅπου οἱ πλᾶκες μὲ τὶς Δέκα Ἐντολὲς εἶχαν διαφυλαχθεῖ στὴν κιβωτὸ τῆς Διαθήκης, ἐνώπιον ἑνὸς μεγάλου πλήθους ἀνθρώπων, ἦταν ἐκεῖ ποὺ ὁ Χριστὸς ἔπρεπε νὰ πεῖ κάτι ἀντίθετο μὲ τὸ νόμο τοῦ Μωϋσέως. Στὴ συνέχεια θὰ πετύχαιναν τὸ στόχο τους. Θὰ μποροῦσαν νὰ λιθοβολήσουν μέχρι θανάτου καὶ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἁμαρτωλὴ γυναίκα. Ἦταν πολὺ πιὸ πρόθυμοι νὰ λιθοβολήσουν Αὐτόν, παρὰ ἐκείνη, ἀκριβῶς ὅπως ἀργότερα, μὲ ἀκόμα περισσότερο ζῆλο ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο ν᾿ ἀπολύσει τὸν ληστὴ Βαραββᾶ ἀντὶ τὸ Χριστό.
   Ὅλοι οἱ παρόντες περίμεναν ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ δυὸ θὰ συνέβαινε: εἴτε ὁ Κύριος ἐν τῇ εὐσπλαχνίᾳ του θὰ ἀπόλυε τὴν ἁμαρτωλὴ γυναῖκα κι ἔτσι θὰ παραβίαζε τὸ νόμο, εἴτε θὰ ὑποστήριζε τὸ νόμο λέγοντας «―Κάμετε ὅπως εἶναι γραμμένο στὸ νόμο», κι ἔτσι θὰ παραβίαζε τὴ δική του ἐντολὴ γιὰ τὴν εὐσπλαχνία καὶ τὴν ἀγάπη. Στὴν πρώτη περίπτωση θὰ καταδικαζόταν σὲ θάνατο. Στὴ δεύτερη θὰ γινόταν ἀντικείμενο χλευασμοῦ καὶ περίγελου.
   Ὅταν αὐτοὶ ποὺ τὸν πείραζαν ἔθεσαν τὴν ἐρώτηση: «Σὺ δὲ τί λέγεις;» ἀκολούθησε νεκρικὴ σιγή. Σιγὴ ἀνάμεσα στὸ συγκεντρωμένο πλῆθος. Σιγὴ ἀνάμεσα στοὺς κριτὲς τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας. Σιγὴ κι ἐλαττωμένη ἀναπνοὴ στὴν ψυχὴ τῆς κατηγορουμένης. Ἀπόλυτη σιγὴ βασιλεύει στὰ μεγάλα τσίρκα, ὅταν οἱ θηριοδαμαστὲς παρουσιάζουν ἥμερα λιοντάρια καὶ τίγρεις καὶ τὰ διατάζουν νὰ ἐκτελέσουν διάφορες κινήσεις καὶ νὰ πάρουν διάφορες θέσεις καὶ νὰ κάνουν τρίκς μόλις τὰ διατάξουν. Ἀλλὰ ἀντικρύζουμε μπροστά μας ὄχι θηριοδαμαστὴ ἀλλὰ ἐκεῖνον ποὺ ἐξημερώνει τοὺς ἀνθρώπους, ἔργο σημαντικὰ πιὸ δύσκολο ἀπὸ τὸ προηγούμενο. Διότι εἶναι συχνὰ δυσκολότερο νὰ ἐξημερωθοῦν ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἐξαγριωθεῖ λόγῳ τῆς ἁμαρτίας ἀπὸ τὰ ζῶα ποὺ εἶναι ἄγρια ἐκ φύσεως. «Σὺ δὲ τί λέγεις;» Γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὸν πιέζουν ἐνῶ ἡ μοχθηρία τοὺς καίει τὰ σωθικὰ καὶ τὰ πρόσωπά τους εἶναι μᾶσκες μίσους.
   Τότε ὁ Νομοθέτης τῆς ἠθικότητας καὶ τῆς ἀνθρώπινης διαγωγῆς ἔσκυψε κάτω στὸ χῶμα, ἴσιωσε τὴ σκόνη μὲ τὴν παλάμη τοῦ χεριοῦ του κι ἄρχισε νὰ γράφει. Τί ἔγραψε ὁ Κύριος στὴ σκόνη; Ὁ Εὐαγγελιστὴς ἀποσιωπᾶ τὰ σχετικὰ καὶ δὲν γράφει τίποτε γι᾿ αὐτό. Ἦταν πολὺ ἀποκρουστικὸ καὶ εὐτελὲς γιὰ νὰ γραφεῖ στὸ βιβλίο τῆς χαρᾶς (τὸ Εὐαγγέλιο). Ἐν τούτοις αὐτὸ ὑπάρχει στὴν Παράδοση καὶ εἶναι φοβερό. Ὁ Κύριος ἔγραψε κάτι τὸ ἀπρόσμενο καὶ καταπληκτικὸ γιὰ τοὺς πρεσβυτέρους, τοὺς κατηγόρους τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας. Μὲ τὸ δάκτυλό του ἀποκάλυψε τὶς κρυφές τους ἀνομίες. Διότι αὐτοὶ οἱ κατήγοροι τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἄλλων ἦσαν δεξιοτέχνες στὸ κρύψιμο τῶν δικῶν τους ἁμαρτιῶν. Ἀλλὰ ἦταν ἄστοχο νὰ προσπαθοῦν νὰ κρύψουν ὁ,τιδήποτε ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Παντεπόπτου.
   «Ὁ Μ (εσιουλάμ) ἔκλεψε θησαυροὺς ἀπὸ τὸ ναό», ἔγραψε τὸ δάκτυλο τοῦ Κυρίου στὴ σκόνη.
   (σιέρ) διέπραξε μοιχεία μὲ τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδερφοῦ του.
   Σ (ιαλούμ) διέπραξε ψευδορκία.
   (λέντ) κτύπησε τὸν πατέρα του.
   (μαρίχ) διέπραξε σοδομία.
   (ωήλ) ἔχει λατρεύσει τὰ εἴδωλα.

   Κι ἔτσι ἡ μιὰ πρόταση κατόπιν τῆς ἄλλης γράφτηκε στὴ σκόνη ἀπὸ τὸ φοβερὸ δάκτυλο τοῦ δίκαιου Κριτῆ. Κι ἐκεῖνοι στοὺς ὁποίους ἀναφέρονταν αὐτὲς οἱ λέξεις, ἀφοῦ ἔσκυψαν διάβασαν τί εἶχε γραφτεῖ μ᾿ ἀνέκφραστο τρόμο. Ἔτρεμαν ἀπὸ τὸ φόβο τους καὶ δὲν τόλμησαν νὰ κοιτάξουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο στὰ μάτια. Δὲν σκέφτηκαν πιὰ τὴν ἁμαρτωλὴ γυναῖκα. Σκέφτηκαν μόνο τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸ θάνατό τους, ποὺ ἦταν γραμμένος στὴ σκόνη. Καμμιὰ γλῶσσα δὲν ἦταν ἱκανὴ νὰ σαλέψει, νὰ προσφέρει τὴν ὀχληρὴ καὶ κακιὰ ἐρώτηση: «Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λές;» Ὁ Κύριος δὲν εἶπε τίποτα. Ἐκεῖνο ποὺ εἶναι τόσο βρώμικο ἁρμόζει νὰ γραφτεῖ μόνο στὴ βρώμικη σκόνη. Ὁ ἄλλος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Κύριος ἔγραψε στὸ χῶμα εἶναι ἀκόμα σπουδαιότερος καὶ πιὸ θαυμαστός. Ἐκεῖνο ποὺ γράφεται στὴ σκόνη εὔκολα ἐξαλείφεται καὶ ἀπομακρύνεται. Ὁ Χριστὸς δὲν ἤθελε νὰ γίνουν γνωστὲς οἱ ἁμαρτίες τους στὸν καθένα. Ἂν τὸ ἐπιθυμοῦσε θὰ μποροῦσε νὰ τὶς ἀνακοινώσει μπροστὰ σ᾿ ὅλο τὸ λαὸ θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς κατηγορήσει καὶ νὰ τοὺς λιθοβολήσει μέχρι θανάτου, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο. Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἀθῶος Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ δὲ μελέτησε ἐκδίκηση ἢ θάνατο γι᾿ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει γι᾿ αὐτὸν χίλιους θανάτους, ποὺ ἐπιθυμοῦσαν τὸ δικό του θάνατο περισσότερο, παρὰ τὴν αἰώνια ζωὴ γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Ὁ Κύριος ἤθελε μόνο νὰ τοὺς διορθώσει, νὰ τοὺς κάνει νὰ σκεφτοῦν τὸν ἑαυτό τους καὶ τὶς ἁμαρτίες τους. Ἤθελε νὰ τοὺς ὑπενθυμίσει ὅτι ἐνῶ μετέφεραν τὸ φορτίο τῶν δικῶν τους ἀνομιῶν ὄφειλαν νὰ μὴν εἶναι ἄτεγκτοι κριτὲς τῶν παρανομιῶν τῶν ἄλλων. Αὐτὸ μόνο ἐπιθυμοῦσε ὁ Κύριος. Κι ὅταν αὐτὸ ἔλαβε χώρα ἴσιωσε ξανὰ τὴ σκόνη κι ὅ,τι ἦταν γραμμένο ἐξαφανίστηκε.
   Μετ᾿ ἀπ᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος σηκώθηκε καὶ τοὺς εἶπε μὲ καλωσύνη: «ὁ ἀναμάρτητος ἐξ ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπ᾿ αὐτήν»5, δηλ.: Ὁ ἀναμάρτητος ἀπὸ σᾶς ἂς ρίξει πρῶτος λίθο πάνω της. Μ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔκανε ἔμοιαζε μὲ κάποιον, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἔχει ἀφαιρέσει τὰ ὄπλα ἀπὸ τοὺς ἔχθρούς του τοὺς λέει: «τώρα πυροβολεῖστε». Οἱ πρὶν ἀπὸ λίγο ἀλαζονικοὶ δικαστὲς τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας στέκονταν τώρ᾿ ἀφοπλισμένοι, σὰν τοὺς ἐγκληματίες μπροστὰ στὸ δικαστή, ἄφωνοι κι ἀνίκανοι ν᾿ ἀντιδράσουν. Ἀλλὰ ὁ φιλάνθρωπος Σωτῆρας σκύβοντας κάτω γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ἔγραφε στὸ χῶμα. Τί ἔγραψε αὐτὴ τὴ φορά; Πιθανὸν τὶς ἄλλες τους κρυφὲς παρανομίες, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν ν᾿ ἀνοίξουν τὰ κλεισμένα τους χείλη γιὰ πολὺ καιρό. Πιθανῶς ἐπίσης νὰ ἔγραψε τί εἴδους πρόσωπα πρέπει νὰ εἶναι οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τοῦ λαοῦ. Αὐτὸ δὲν εἶναι οὐσιῶδες γιὰ μᾶς γιὰ νὰ ξέρουμε. Τὸ πιὸ σπουδαῖο πρᾶγμα στὴν προκειμένη περίπτωση εἶναι ὅτι μὲ τὸ γράψιμό του στὴ σκόνη πέτυχε τρία ἀποτελέσματα: πρῶτο ἔσπασε κι ἐκμηδένησε τὴν καταιγίδα ποὺ σήκωσαν οἱ Ἰουδαῖοι πρεσβύτεροι ἐναντίον του· δεύτερον ξεσήκωσε τὴ νεκρωμένη τους συνείδηση μέσα στὶς σκληρυμένες τους ψυχές, ἔστω καὶ γιὰ λίγο χρόνο· καὶ τρίτον ἔσωσε τὴν ἁμαρτωλὴ γυναίκα ἀπὸ τὸ θάνατο. Αὐτὸ εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου: «Οἱ δὲ (οἱ πρεσβύτεροι) ἀκούσαντες ἐξήρχοντο εἷς καθ᾿ εἷς, ἀρξαμένοι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων, καὶ κατελείφθη ὁ Ἰησοῦς καὶ ἡ γυνὴ ἐν μέσῳ οὖσα»6, δηλ.: Κ’ ἐκεῖνοι, ὅταν ἄκουσαν τὰ λόγια του, ἄρχισαν ὁ ἕνας μετὰ τῶν ἄλλον νὰ φεύγουν, ἀρχῆς γενομένης ἀπ’ τοὺς πρεσβύτερους· κι ἀπέμεινε ὁ Ἰησοῦς καὶ ἡ γυναίκα, ἡ ὁποία στεκόταν ὄρθια στὸ μέσο τῶν ἄλλων.
   Ἡ πλατεία μπροστὰ στὸ ναὸ ἄδειασε ξαφνικά. Κανένας δὲν ἔμεινε ἐκεῖ ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς δύο τοὺς ὁποίους οἱ πρεσβύτεροι εἶχαν καταδικάσει σὲ θάνατο, τὴν ἁμαρτωλὴ γυναίκα καὶ τὸν Ἀναμάρτητο. Ἡ γυναίκα ἦταν ὄρθια ἐνῶ ἐκεῖνος παρέμεινε σκυμμένος στὸ χῶμα. Ἀπόλυτη σιγὴ βασίλευε. Ξαφνικὰ ὁ Κύριος σηκώθηκε ξανακοίταξε γύρω καὶ μὴ βλέποντας κανένα ἐκτὸς ἀπὸ τὴ γυναίκα, τῆς εἶπε: «γύναι, ποῦ εἰσίν; οὐδείς σε κατέκρινεν;»7, δηλ.: Γυναίκα, ποῦ εἶναι αὐτοὶ ποὺ σὲ κατηγόρησαν; Κανεὶς δὲν σὲ κατέκρινε; Ὁ Κύριος γνώριζε ὅτι κανένας δὲν τὴν εἶχε καταδικάσει ἀλλὰ μὲ τὴν ἐρώτηση αὐτὴ ἤλπιζε νὰ τῆς ἐμπνεύσει ἐμπιστοσύνη ὥστε νὰ εἶναι ἱκανὴ ν᾿ ἀκούσει καὶ νὰ ἐννοήσει καλύτερα αὐτὰ ποὺ θὰ τῆς ἔλεγε. Ἐνήργησε σὰν τὸν ἔμπειρο γιατρὸ ποὺ πρῶτα ἐνθαρρύνει τὸν ἄρρωστο καὶ κατόπιν τούτου τοῦ δίνει τὸ φάρμακο. «Οὐδεὶς σὲ κατέκρινεν;» Ἡ γυναίκα βρῆκε τὴν ἱκανότητα τῆς ὁμιλίας καὶ ἀπάντησε: «οὐδεὶς Κύριε». Αὐτὰ τὰ λόγια βγῆκαν ἀπὸ τὸ στόμα ἑνὸς συγκινημένου πλάσματος ποὺ λίγο νωρίτερα δὲν εἶχε καμμιὰ ἐλπίδα ὅτι θὰ ξαναπεῖ κουβέντα, ἑνὸς πλάσματος ποὺ πιθανότατα εἶχε αἰσθανθεῖ τὴν πνοὴ τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή της.
   Στὸ τέλος ὁ πανάγαθος Κύριος εἶπε στὴ γυναίκα: «οὐδὲ ἐγώ σε κατακρίνω πορεύου καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν μηκέτι ἁμάρτανε»8, δηλ.: Οὔτε ἐγὼ σὲ κατακρίνω. Πήγαινε κι ἀπὸ τώρα καὶ πέρα μὴ ἁμαρτάνεις πλέον. Ὅταν οἱ λύκοι λυπήθηκαν τὸ θύμα τους οὔτε ὁ ποιμένας ἐπιθυμεῖ τὸ θάνατο τοῦ προβάτου του. Ὅμως εἶναι οὐσιῶδες νὰ ἐννοήσουμε ὅτι ἡ ἀποφυγὴ κρίσεως ἐκ μέρους τοῦ Χριστοῦ σημαίνει πολὺ περισσότερα ἀπὸ τὴν ἀποφυγὴ κρίσεως ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ὁ κόσμος δὲν σὲ κρίνει γιὰ τὴν ἁμαρτία σου σημαίνει ὅτι δὲν ἀπονέμει τιμωρία γιὰ τὴν ἁμαρτία ἀλλὰ ἀφήνει τὴν ἁμαρτία μαζί σου καὶ μέσα σου. Ὅταν ὁ Θεὸς δὲν κρίνει ἀπὸ τὴν ἄλλη, αὐτὸ σημαίνει ὅτι συγχωρεῖ τὴν ἁμαρτία σου, τὴ βγάζει ἀπὸ σένα σὰν πύο καὶ καθαρίζει τὴν ψυχή σου. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ τὰ λόγια «οὐδὲ ἐγώ σε κατακρίνω» ἔχουν τὴν ἴδια σημασία ὅπως τὸ «ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι σου ὕπαγε θύγατερ καὶ μηκέτι ἁμάρτανε».
   Τί ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση! Τί χαρὰ ποὺ προξενεῖ ἡ φανέρωση τῆς ἀλήθειας! Διότι ὁ Κύριος ἀποκάλυψε τὴν ἀλήθεια σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἦσαν χαμένοι. Τί ἀγαλλίαση ποὺ προκαλεῖ ἡ δικαιοσύνη! Διότι ὁ Κύριος δημιούργησε τὴ δικαιοσύνη. Τί ἀγαλλίαση προξενεῖ ἡ εὐσπλαχνία! Διότι ὁ Κύριος, ἔδειξε εὐσπλαχνία. Τί χαρὰ προκαλεῖ ἡ ζωή! Διότι ὁ Κύριος διαφύλαξε τὴ ζωή. Αὐτὸ εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ πάει νὰ πεῖ τὰ καλὰ νέα, αὐτὰ εἶναι τὰ χαρμόσυνα νέα, ἡ διδασκαλία τῆς χαρᾶς. Αὐτὴ εἶναι μιὰ σελίδα ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς χαρᾶς.  


1. Ἰωάν. η΄ 2.
2. Ἰωάν. η΄ 4-6, καὶ Λευιτ. κ΄ 10, Δευτ. κβ΄ 22.
3. Ἰωάνν. η΄ 6.
4. Λουκ. δ΄ 30.
5. Ἰωάν. η΄ 7.
6. Ἰωάν. η΄ 9.
7. Ἰωάν. η΄ 10.
8. Ἰωάν. η΄ 11.