Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020

Ὁ ληστής πού προσευχόταν




Ὁ ληστής πού προσευχόταν


   ταν κάποιος ἰσχυρός στρατιώτης καί δυνατός ἄνθρωπος, πού κατοικοῦσε μαζί μέ κάποιους ἄλλους ὅμοιούς του ληστές σ᾿ ἕναν πύργο κοντά σέ κάποιον βασιλικό δρόμο, κι ὅσοι περνοῦσαν ἀπό κεῖ τούς ἔγδυνε κ᾿ ἔπαιρνε ὅ,τι βαστοῦσαν κ᾿ εἴχανε πάνω τους. Εἶχε, ὅμως, καί τούτη τήν καλή συνήθεια: Νά προσεύχεται καθημερινά στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, νά Τῆς λέγει τούς «Χαιρετισμούς» καί πολλές φορές τό «Θεοτόκε Παρθένε».

   Μιά μέρα, λοιπόν, περνοῦσε ἀπό κεῖνα τά μέρη ἕνας προορατικός Πνευματικός, ἅγιος ἄνθρωπος. Οἱ ὑπηρέτες τοῦ ληστοστρατιώτου, σάν ἀνήμερα θηρία, ὁρμήσανε πάνω του, τόν γδύσανε, καί τοῦ πήρανε ὅ,τι βαστοῦσε. Ἐκεῖνος, τούς παρακάλεσε νά τόν πᾶνε στόν ἀρχηγό τους, διότι, ὅπως εἶπε, ἔπρεπε νά τοῦ μεταφέρει κάποιον λόγο. Κι ἀφοῦ τόν πῆγαν, τοῦ λέγει ὁ Ἀββᾶς:

   -Σύναξε ὅλους τούς συντρόφους σου γιά νά σᾶς ἐξηγήσω μιά ἀναγκαία ὑπόθεση.
   Κι αὐτός πρόσταξε καί συγκεντρώθηκαν.
   Τότε λέει ὁ Ἀββᾶς:
   -Εἶναι κι ἄλλος ἕνας, καί πρόσταξέ τον νἄρθει κι αὐτός.
   Ἔψαξαν καλά, κ᾿ εἶδαν ὅτι ἔλειπε ἐκεῖνος ὁ ὑπηρέτης τοῦ ἀρχηγοῦ τους, πού ἑτοίμαζε τά φαγητά, καί τοῦ ἔστρωνε κάθε βράδυ τό κρεββάτι καί τόν φρόντιζε. Φώναξαν, λοιπόν, κι αὐτόν, ὁ ὁποῖος, ἦλθε μέ τό στανιό, καί μόλις ἔβλεπε τόν Πνευματικό ἔστρεφε τούς ὀφθαλμούς του σ᾿ ἄλλο μέρος, κ᾿ ἔτρεμε ὁλόκληρος, κάνοντας κάποια σημεῖα καί σχήματα τῶν δαιμονισμένων, καί καθόλου δέν τολμοῦσε νά πλησιάσει.
   Τοῦ λέγει τότε ὁ Ἀββᾶς:
   -Σέ ὁρκίζω εἰς τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, νά ὁμολογήσεις ποιός εἶσαι καί τί θέλεις νά κάμεις ἐδῶ τοῦ κυρίου σου;
   Κι αὐτός ἀποκρίθηκε:
   -Ἐγώ δέν εἶμαι ἄνθρωπος, ἀλλά δαίμονας ἀπεσταλμένος ἀπό τόν ἀρχηγό μας νά φυλάω τοῦτον τόν ἄνθρωπο, καί νά προσέχω ἐπιμελῶς, ἄν περάσει καμμία μέρα πού νά μή κάμει προσευχή πρός τήν Παρθένο Μαρία, νά τόν φονεύσω· καί γιά τίς πολλές του ἁμαρτίες καί τά ἐγκλήματα, νά λάβω τήν ψυχή του στήν κόλαση. Καί νά· ἔχω μέχρι σήμερα δεκατέσσερα χρόνια πού τόν ὑπηρετῶ γι᾿ αὐτή τήν αἰτία, καί δέν πέρασε ποτέ μέρα ν᾿ ἀστοχήσει (παραλείψει) τήν προσευχή, ἀλλά καθ᾿ ἑκάστη στεκότανε ἀρκετή ὥρα μ᾿ εὐλάβεια δεόμενος πρός τήν Ἀειπάρθενο Μαρία, τῆς ὁποίας ἡ δύναμη μ᾿ ἐμπόδιζε νά τόν θανατώσω!
   Τοῦ λέγει ὁ Ἀββᾶς:
   -Σέ προστάζω εἰς τό ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά γίνεις ἄφαντος, καί νά μή κάμεις ποτέ κακό σ᾿ ὅποιον ἐπικαλεῖται τό ὄνομα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου!
   Κ᾿ ἔτσι, ὁ μέν δαίμονας ἐξαφανίστηκε, ὁ δέ ληστοστρατιώτης πέφτοντας στά πόδια τοῦ Ὁσίου τόν εὐχαρίστησε ὅπως ἔπρεπε γιά τήν εὐεργεσία κ᾿ ἐξομολογήθηκε παρρησίᾳ (ἐνώπιον ὅλων) τίς ἁμαρτίες του. Κι ἀφοῦ ἔφυγε ἀπό κεῖ, ἔγινε Μοναχός καί τέλειωσε τήν ζωή του μέ μετάνοια καί ἀρετή!…


(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ», Γ΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)