Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

Τόν ἔσωσαν τά δελφίνια


Δελφίνια στ' Ἅγιον Ὄρος


Τόν  ἔσωσαν  τά  δελφίνια


   Τά παλιά τά χρόνια, ὑπῆρχε κάποιος ἄνθρωπος πού καταγόταν ἀπό τό «κλεινὸν ἄστυ» δηλ. τήν Ἀθήνα, καί πού ἔπαιζε τόσ᾿ ὄμορφα τήν λύρα, ὥστε καί τ᾿ ἄλογα θηρία νοιώθανε τή μελωδία του. Τοῦτος λοιπόν, βρισκόταν σέ ξένη πόλη, καί θέλοντας νά ἐπιστρέψει στόν τόπο του τήν Ἀθήνα, μπῆκε σ᾿ ἕνα καράβι παίρνοντας μαζί του καί τό σεντοῦκι στό ὁποῖο εἶχε ὅλο τό βιός του.

   Οἱ ναῦτες τοῦ καραβιοῦ πού ἦσαν πονηροί ἄνθρωποι, κατάλαβαν ἀμέσως ὅτι ἔχει κάτι πολύτιμο μέσα στό μπαοῦλο, κ᾿ ἔβαλαν μέ τό νοῦ τους νά τόν σκοτώσουν γιά νά γίνουν κύριοι τῆς περιουσίας του. Κ᾿ ἐκεῖνος ὅμως, πῆρε εἴδηση τήν πονηρή ἀπόφασή τους, μά δέν εἶχε συντροφιά, οὔτε κάποιον νά τόν βοηθήσει κι ὁλομόναχος καθώς ἦταν, μή μπορώντας νά κάμει τίποτε γιά νά σωθεῖ, ἔκαμε μόνον προσευχή μέσα ἀπό τήν καρδιά του, καί παρακάλεσε τόν Καλό Θεό νά τόν συντρέξει στή δύσκολη τούτη ὥρα, κι ἄν εἶναι θέλημά Του, νά τόν σώσει. Ἔπειτα, πιάνοντας τήν λύρα του, ἔπαιξε πολύ παραπονετικά· ἐπειδή γνώριζε πώς σέ λίγο τόν περιμένει ὁ θάνατος…

   Ὁ Φιλεύσπλαγχνος, ὄντως, κι Ἀγαθός Θεός, τόν λυπήθηκε κ᾿ ἔστειλε δυό μεγάλα δελφίνια (διότι λέγουν οἱ φιλόσοφοι, ὅτι αὐτά τά θαλάσσια ζῶα εἶναι φίλοι τῶν ἀνθρώπων καί τούς ἀγαποῦν πολύ καί λέγουν ἐπίσης, ὅτι ἄν βροῦν ἀκόμη καί νεκρό, τόν βγάζουν ἔξω στή γῆ) καί σάν ἄκουσαν τήν γλυκοσυγκινητική μουσική του, πλησίασαν τό καράβι. Κι ὅταν εἶδε κεῖνος ὁ θλιμμένος ἄνδρας τά καλά δελφίνια, κρατώντας τήν λύρα του στά χέρια, ἔτσι ὅπως ἦταν, ρίχτηκε στή θάλασσα καί  τόν πῆραν τά κήτη αὐτά πάνω τους καί τόν ἔβγαλαν στό λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ πού ἦσαν κι ἄλλα καράβια ἀραγμένα.
   Εἴδανε τό παράξενο καί θαυμαστό τοῦτο γεγονός οἱ ναῦτες πού βρίσκουνταν στό λιμάνι, καί τρέξανε κοντά του. Ἐκεῖνος, εὐχαρίστησε πρῶτα-πρῶτα τόν Θεό πού τόν γλύτωσε (μέ τέτοιο θαυμαστό καί ὑπερφυσικό τρόπο!) ἀπ᾿ τόν βέβαιο θάνατο. Ὕστερα ἔπιασε τήν λύρα κ᾿ ἔπαιξε κλαίγοντας παραπονετικά, τόσο πολύ, πού ἔκλαψαν ὅλοι ὅσοι τόν ἄκουσαν· καί τόν ρώτησαν:
   -Τί ἄνθρωπος εἶσαι σύ καί πῶς σ᾿ ἔφεραν ἐδῶ τά δελφίνια; Σέ παρακαλοῦμε, διηγήσου μας τήν ἱστορία σου.
   Κι ἀφοῦ σταμάτησε νά παίζει τή λύρα καί νά χύνει τά δάκρυα τῆς λύπης καί τῆς χαρᾶς, ἄρχισε νά τούς διηγεῖται πῶς καί τί ἔπαθε στό ταξίδι του.
   Ἐκεῖ ὅμως, πού διηγόταν τήν συμφορά του, νάσου, ἔφθασε καί τό καράβι ἐκεῖνο, μέσα στό ὁποῖο ἦσαν οἱ πονηροί ναυτικοί πού ἤθελαν νά τόν σκοτώσουν γιά ν᾿ ἀρπάξουν τά ὑπάρχοντά του.
   Ἔτρεξαν τό λοιπόν οἱ ἄνθρωποι, κ᾿ ἔφεραν ἀπ᾿ τόν Δικαστή τοῦ τόπου αὐτοῦ κάποιον ὑπεύθυνο, καί μέ τήν ἐντολή του, τούς πιάσανε καί τούς ὁδήγησαν στό δικαστήριο. Κι ἀφοῦ ἐξετάσθηκε ἡ ὑπόθεση, στόν ἀδικημένο παρέδωσαν τό σεντοῦκι μέ τό βιός του, ἐνῶ ἐκείνους τούς κακόβουλους καί κλέφτες, τούς τιμώρησαν καθώς τούς ἔπρεπε… 


(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ», Γ΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)