Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

Καὶ μὴ ἀφίῃς…




Καὶ μὴ ἀφίῃς…


   Κάποιος χριστιανὸς πῆγε νὰ συμβουλευτεῖ τὸν ἀββᾶ Σιλουανό.
   - Ἔχω ἕναν θανάσιμο ἐχθρό, Πάτερ, τοῦ ἐξομολογήθηκε. Τὰ κακὰ ποὺ μοὔχει προξενήσει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀναρίθμητα. Πρὸ καιροῦ κέρδισε μὲ ἀπάτη ἕνα μεγάλο κομμάτι ἀπ’ τὸ χωράφι μου. Μὲ συκοφαντεῖ, ὅπου βρεθεῖ, κακολογεῖ κ’ ἐμένα καὶ τὴν οἰκογένειά μου. Μοῦ ἔχει κάνει τὸν βίο ἀβίωτο. Τώρα τελευταῖα μάλιστα ἐπιβουλεύεται καὶ τὴ ζωή μου. Δὲν παίρνει ἄλλο λοιπόν. Εἶμαι ἀποφασισμένος νὰ τὸν παραδώσω στὴν Δικαιοσύνη.
   - Κάμε ὅπως θέλεις, τοῦ εἶπε μὲ ἀδιαφορία ὁ ἀββᾶς Σιλουανός.

   - Δὲν νομίζεις, Πάτερ, πὼς ὅταν τιμωρηθεῖ καὶ μάλιστα αὐστηρά, ὅπως τοῦ πρέπει, θὰ σωθεῖ ἡ ψυχή του; ρώτησε ὁ ἄνθρωπος, ποὺ τώρα πιὰ ἄρχισε νὰ ἐνδιαφέρεται καὶ γιὰ τὴν ψυχικὴ ὠφέλεια τοῦ ἐχθροῦ του.
   Κάμε ὅ,τι σ’ ἀναπαύει, ἐξακολουθοῦσε μὲ τὸ ἴδιο ὕφος ὁ ἅγιος Σιλουανός.
   - Πηγαίνω, λοιπόν, στὸν δικαστὴ κατ’ εὐθείαν, εἶπε ὁ χριστιανὸς καὶ σηκώθηκε νὰ φύγει.
   - Μὴ βιάζεσαι τόσο, τοῦ εἶπε μὲ ἠρεμία ὁ Ὅσιος. Ἂς προσευχηθοῦμε πρῶτα νὰ κατευοδώσει ὁ Θεὸς τὴν πράξη σου.
   Ἄρχισε τὸ «Πάτερ ἡμῶν».
   - «Καὶ μὴ ἀφίῃς τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς οὐδὲ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν», ἀκούστηκε νὰ λέγει μεγαλοφώνως ὁ Ὅσιος, σὰν ἔφτασε σ’ αὐτὸν τὸν στίχο.
   - Λάθος, Γέροντα, δὲν λέγει ἔτσι ἡ Κυριακὴ Προσευχή, ἔσπευσε νὰ διορθώσει ὁ χριστιανός.
   - Ἔτσι ὅμως εἶναι, ἀποκρίθηκε μ’ ὅλη του τὴν ἀπάθεια ὁ Ἀββᾶς. Ἀφοῦ ἀποφάσισες νὰ παραδώσεις τὸν ἀδελφό σου στὸν δικαστή, ὁ Σιλουανὸς δὲν κάμει ἄλλη προσευχὴ γιὰ σένα.


(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μικρὲς κι’ Ὠφέλιμες Διηγήσεις», Β΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)