Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020

ΘΑΝΑΤΟΣ - ΚΟΙΜΗΣΗ




ΘΑΝΑΤΟΣ - ΚΟΙΜΗΣΗ


   Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σε πολλές ὁμιλίες του κακίζει τούς ἀπαρηγόρητους θρήνους κατά τίς κηδεῖες. Τονίζει, ὅτι ὁ θάνατος δέν εἶναι θάνατος, ἀλλά κοίμηση καί μετάσταση ἀπό τά πρόσκαιρα  στά αἰώνια, ἀπό τά λυπηρά στά εὐφρόσυνα.
   Ἡ λυδία λίθος γιά τό ἄν πιστεύουμε στό Χριστό καί στήν Ἀνάσταση, στήν αἰώνια ζωή καί τήν οὐράνια βασιλεία, εἶναι ὁ τρόπος, πού ἀντιμετωπίζουμε τήν ἀναχώρηση συγγενικοῦ ἤ φιλικοῦ προσώπου.
   Κρίναμε σκόπιμο, στή θέση τοῦ κυρίου ἄρθρου νά δημοσιεύσουμε σέ μετάφραση ἀπόσπασμα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἀπό τήν ὁμιλία του «Εἰς τόν πτωχόν Λάζαρον» (λόγ. Ε΄).

Τοῦ Χριστοῦ «θάνατος»
   ἀπόστολος συμβουλεύει: «Προσέχετε! Δέν θέλω, ἀδελφοί μου, νά ἔχετε ἄγνοια γιά κείνους, πού ἔχουν κοιμηθῆ. Νά μή λυπᾶστε, ὅπως καί οἱ ὑπόλοιποι, πού δέν ἔχουν ἐλπίδα. Ἄν πιστεύουμε, ὅτι ὁ Ἰησοῦς πέθανε καί ἀναστήθηκε, τότε δεχόμαστε, ὅτι καί ὁ Θεός αὐτούς, πού ἔχουν κοιμηθῆ μέ πίστη στόν Ἰησοῦ, θά τούς συνάξει κοντά Του» (Α΄ Θεσ. δ΄ 13).

   • Γιατί ἆραγε ὁ Παῦλος, ὅταν μιλάει γιά τό Χριστό, τό «θάνατό» Του τόν ἀποκαλεῖ θ ά ν α τ ο; Καί γιατί, ὅταν μιλάει γιά τό δικό μας τέλος, τό ὀνομάζει «κ ο ί μ η ση»; Ἔτσι βλέπουμε καί στό ἑπόμενο τοῦ παραπάνω χωρίο: «Ἐμεῖς οἱ ζωντανοί, πού θ᾿ ἀπομείνουμε καί θά ζοῦμε σάν ἔρθει ὁ Κύριος στή Δευτέρα Παρουσία, δέ θά προφτάσουμε ὅσους θά ἔχουν κοιμηθῆ» (Α΄ Θεσ. δ΄ 16).
   Γιά τρίτη φορά στήν ἴδια περικοπή τῆς πρώτης πρός Θεσσαλονικεῖς ὀνόμασε «κοίμηση» τό δικό μας θάνατο.
   Ὅταν ὅμως μιλάει γιά τό Χριστό, δέν λέει «κοιμήθηκε», ἀλλά λέει «πέθανε».
   Ἀσφαλῶς δέν χρησιμοποιεῖ τή διάκριση τῶν λέξεων μέ ἐπιπολαιότητα, οὔτε ἄσκοπα, ἀλλά θέλει κάτι τό σοφό καί σπουδαῖο νά διδάξει.
   • Στήν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ ὀνόμασε τό «θάνατό» Του θάνατο, γιά νά βεβαιώσει τό  Π ά θ ο ς  Του.
   • Στήν περίπτωση τή δική μας τόν ὀνόμασε «κοίμηση», γιά νά παρηγορήσει τόν πόνο μας.
   • Στήν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἀνάσταση εἶναι πραγματικότητα. Γι᾿ αὐτό μέ θάρρος ὅ,τι προηγήθηκε, τό ἀποκαλεῖ «θάνατο».
   • Σέ μᾶς ἡ ἀνάσταση βρίσκεται στήν ἐ λ π ί δ α. Γι᾿ αὐτό ὀνομάζει «κοίμηση» τό θάνατό μας. Μ᾿ αὐτή τήν ὀνομασία μᾶς παρηγορεῖ καί μᾶς γεμίζει μέ καλές ἐλπίδες.
   Αὐτός, πού κοιμᾶται, ὁπωσδήποτε θά ξυπνήσει· ὁπωσδήποτε θ᾿ ἀναστηθεῖ. Τίποτε ἄλλο, δέν εἶναι ὁ θάνατος, παρά  ὕ π ν ο ς  μ α κ ρ ύ ς.
   Σ᾿ αὐτόν, πού κοιμᾶται τόν καθημερινό ὕπνο, καί ἡ ψυχή του κάπως κοιμᾶται. Σ᾿ αὐτόν, πού ἔχει πεθάνει, δέν συμβαίνει τό ἴδιο, ἀλλ᾿ ἡ ψυχή του εἶναι ἄ γ ρ υ π ν η.  Ζεῖ τήν αἰωνιότητα.
   Λένε: Αὐτός, πού τέλειωσε ἡ ζωή του, σαπίζει, γίνεται στάχτη καί σκόνη.
   • Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς πρέπει νά χαίρεσαι.

Ξαναχτίσιμο, ξαναστήσιμο!
   • Ὅταν κάποιος πρόκειται νά οἰκοδομήσει σπίτι, πού πάλιωσε καί χάλασε, βγάζει πρῶτα τούς ἐνοίκους. Μετά γκρεμίζει τό σπίτι. Καί στή συνέχεια χτίζει λαμπρότερο.
   Κι ὅσους βγάζει ἔξω, δέν τούς λυπεῖ, ἀλλά μᾶλλον τούς εὐφραίνει. Διότι δέν προσέχουν τό γκρέμισμα τοῦ ἐρειπωμένου, πού φαίνεται. Φαντάζονται τή μελλοντική λαμπρή οἰκοδομή, πού τώρα δέν τήν βλέπουν.
   Ὁ Θεός θέλει νά κατασκευάσει νέα οἰκοδομή. Διαλύει τό σῶμα μας. Καί τήν ψυχή, πού κατοικεῖ μέσ᾿ στό σῶμα, τήν βγάζει πρῶτα ἔξω (τή στιγμή τοῦ θανάτου). Κι ὕστερα κατασκευάζει λαμπρότερο σπίτι (μέ τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων) καί ξαναβάζει μέσα τήν ψυχή, μέ ἀπείρως τώρα μεγαλύτερη ἄνεση καί δόξα.
   Ἄς μή προσέχουμε, λοιπόν, τό γκρέμισμα, ἀλλά τή μελλοντική λαμπρότητά μας.
   • Ὅταν κάποιος ἔχει ἄ γ α λ μ α κατεστραμμένο ἀπ᾿ τή σκουριά καί τό χρόνο, καί σπασμένο σέ κομμάτια, τί κάνει;
   Τό κομματιάζει τελείως καί τό βάζει σέ καμίνι. Κι ἀφοῦ λειώσει τελείως, τό κατασκευάζει πιό λαμπρό.
   Κι ὁ θάνατος τῶν δικῶν μας σωμάτων δέν εἶναι κάποια καταστροφή ἤ ἐξαφάνιση. Εἶναι ἀ ν α ν έ ω σ η.
   Ὅταν βλέπεις, σάν σέ καμίνι, νά διαλύεται ἡ σάρκα μας καί νά σαπίζει, μή σταματᾶς σ᾿ αὐτό πού βλέπεις. Νά περιμένεις τήν ἀνανέωση, τό ξανακαινούργιωμα.
   • Καί τό παράδειγμα αὐτοῦ, πού ξαναφτιάχνει, καί μάλιστα ὡραιότερο τό ἄγαλμα, νά τό δεῖς καί διαφορετικά.
   Ὁ ἀγαλματοποιός, ὅταν παίρνει σπασμένο καί ἀλλοιωμένο χάλκινο ἄγαλμα, δέν σοῦ παρουσιάζει ὕστερα χρυσό καί ἀθάνατο ἄγαλμα. Πάλι χάλκινο κατασκευάζει.
   Δέν συμβαίνει τό ἴδιο μέ τό σῶμα μας καί μέ τό Θεό. Ἐνῶ τό σῶμα, πού πρῶτα μᾶς χάρισε, εἶναι πήλινο καί θνητό, μέ τήν ἀνάσταση μᾶς τό ἐπιστρέφει ἀθάνατο καί ἄφθαρτο (Α΄ Κορ. ιε΄ 42-52).
   • Νά μή βλέπεις, λοιπόν, ἐκεῖνον, πού ἔκλεισε τά μάτια καί κείτεται ἄφωνος. Νά ὁραματίζεσαι καί νά θαυμάζεις ἐκεῖνον, πού ἀνασταίνεται. Ἐκεῖνον, πού ἀπολαμβάνει δόξα ἀνέκφραστη, ἀπερίγραπτη, θαυμαστή.
   • Ἀπ᾿ τή θέα τοῦ παρόντος νά στρέψεις τούς λογισμούς σου στήν ἐλπίδα τοῦ μέλλοντος.

Ἄλλο λύπη, ἄλλο ὀδυρμός
   Γιατί θρηνεῖς;
   -- Γιατί ἐπιθυμῶ τή συντροφιά του. Θά μοῦ λείπει.
   Κάποτε δίνεις τήν κόρη σου σέ γαμπρό, πού τήν παίρνει καί φεύγει σέ μακρυνή χώρα. Ξέρεις, πώς ἐκεῖ εἶναι εὐτυχισμένη.
   Στήν περίπτωση αὐτή θεωρεῖς φοβερό καί τρομερό γεγονός τήν ἀναχώρησή της; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἡ εἴδηση ὅτι εὐτυχεῖ σέ παρηγορεῖ γιά τό χωρισμό.
   Μέ τήν κοίμηση, τόν ἄνθρωπό σου δέν τόν παίρνει ἄνθρωπος, οὔτε σύνδουλός σου. Τόν παίρνει γιατί τόν διάλεξε, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Γιά τήν τιμή, πού σοὔκανε καί τοὔκανε ὁ Κύριος καί τόν ὁδήγησε στό παλάτι τῆς Βασιλείας Του, γι᾿ αὐτό θρηνεῖς ἀπαρηγόρητα;
   Γιατί θρηνεῖς;
   -- Μά μπορῶ νά μή πονάω; Ἄνθρωπος εἶμαι. Πῶς νά μήν ἔχω λύπη μέ τό θάνατο τοῦ δικοῦ μου ἀνθρώπου;
   Κι ἐγώ συμφωνῶ κάπως. Δέν μιλάω γιά κάποια λύπη, πού ἀνθρώπινα νιώθει κι ὁ χριστιανός γιά τό χωρισμό δικοῦ του ἀνθρώπου.
   Κακίζω ὅμως τήν ὑπερβολή τῆς λύπης.
   • Τό νά λυπᾶται κανείς, εἶναι φυσικό.
   • Τό νά ὀδύρεται ἀπαρηγόρητα, εἶναι πέρα ἀπ᾿ τό μέτρο. Εἶναι δεῖγμα ἄπιστης μανίας καί κάποιας παραφροσύνης. Αὐτό φανερώνει γυναικώδη ψυχή.
   Νά πονέσεις, νά δακρύσεις, ἀλλά νά μήν ἀπογοητεύεσαι. Νά μήν ὀργίζεσαι κατά τοῦ Θεοῦ. Νά μήν ἀγανακτεῖς.
   Ἀντίθετα, νά εὐχαριστήσεις Ἐκεῖνον, πού παίρνει τόν δικό σου, νά τόν τιμήσει.
   • Ἄν προπέμπεις τόν ἄνθρωπό σου μέ πίστη καί εὐχαριστία στόν Θεό, τότε τόν τιμᾶς καί τόν στέλνεις στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέ τά λαμπρότερα ἐντάφια.
   • Ἄν ὅμως κλαῖς ἀπελπισμένα, κάνεις τρία κακά. Τόν ἄνθρωπό σου τόν ἀδικεῖς καί τόν ἐξυβρίζεις. Τό Θεό, πού τόν πῆρε κοντά Του, τόν ἐξοργίζεις. Καί τόν ἑαυτό σου τόν βλάπτεις πολύ.
   Εὐχαρίστησε τόν Θεό, πού πρίν ἀπό σένα τόν κάλεσε κοντά Του. Ἔτσι καί τόν Θεό δοξάζεις καί τόν ἑαυτό σου ὠφελεῖς.
   Δέν εἶπα νά μή χύσεις ἕνα δάκρυ. Κι ὁ Κύριος δάκρυσε γιά τόν Λάζαρο (Ἰωάν. ια΄ 35). Δάκρυσε, ἀλλ᾿ ἔθεσε καί σέ μᾶς μέτρα καί κανόνες καί ὅρους γιά τή λύπη, πού δέν πρέπει νά ὑπερβαίνουμε.
   Ὁ Παῦλος δέ λέει νά μή λυπούμαστε καθόλου. Λέει: «Γιά κείνους, πού κοιμήθηκαν δέ θέλω νά ἔχετε ἄγνοια, γιά νά μή λυπᾶστε ὅπως καί οἱ ὑπόλοιποι, πού δέν ἔχουν ἐλπίδα» (Α΄ Θεσ. δ΄ 13).

Κακό παράδειγμα στούς ἀπίστους
   Πιστέψτε με: Ντρέπομαι. Κοκκινίζω. Θέλω νά κρύψω τό πρόσωπό μου, σάν βλέπω γυναῖκες (χριστιανές), πού στριγγλίζουν, μοιρολογᾶνε, μαλλιοτραβιοῦνται, ξεσχίζουν τά μάγουλά τους, γιατί δέν μποροῦν νά ὑποφέρουν τό θάνατο συγγενικοῦ τους προσώπου.
   Κι ὅλα αὐά τά κάνουν (στίς κηδεῖες κυρίως) μπροστά στά μάτια τῶν εἰδωλολατρῶν. Δικαιολογημένα θά ποῦν γιά τούς χριστιανούς:
   • Αὐτοί εἶναι, πού πιστεύουν στήν ἀνάσταση; Καί μάλιστα πολύ;
   • Μέ τά λόγια πιστεύουν στήν ἀνάσταση καί στήν αἰώνια ζωή.
   • Μέ τίς πράξεις τους ὅμως κάνουν ὅπως κι ἐκεῖνοι, πού δέν ἔχουνε ἐλπίδα.
   • Ἄν πίστευαν στήν ἀνάσταση, δέν θά ἔκαναν ἔτσι.
   • Ἄν εἶχαν πειστεῖ, πώς αὐτός πού φεύγει, πορεύεται γιά καλύτερη κληρονομιά, δέν θά θρηνολογοῦσαν.
   Αὐτά καί πολύ περισσότερα λένε οἱ ἄπιστοι, ὅταν ἀκοῦνε ὅσους θρηνοῦν.
   Ἄς ντρεπώμαστε, λοιπόν. Κι ἄς εἴμαστε φρόνιμοι. Νά μή προξενοῦμε βλάβη καί στούς ἑαυτούς μας καί σ᾿ ὅσους μᾶς παρακολουθοῦν.
   Γιατί θρηνεῖς;
   -- Γιατί ἦταν πολύ καλός καί εὐγενικός. Κρῖμα! Τόν χάσαμε…
   Μά ἀκριβῶς γι᾿ αὐτό τό λόγο, πρέπει νά χαίρεσαι. Γρήγορα τόν πῆρε ὁ Θεός, προτοῦ προλάβει ἡ κακία ν᾿ ἀλλάξει τή σύνεσή του (Σοφ. Σολ. δ΄ 11). Ἔφυγε γιά πέρα ἀσφαλισμένος. Δέν μπορεῖ πιά νά μεταβληθεῖ, νά χάσει τήν ἀρετή του.
   Γιατί θρηνεῖς;
   -- Γιατί ἦταν νέος. Δέν πρόλαβε νά χαρεῖ τή ζωή του.
   Γι᾿ αὐτό εἰδικά, νά δοξολογεῖς τό Θεό. Γρήγορα βγῆκε νικητής. Τοὔδωσε τό βραβεῖο, τήν κληρονομιά τῆς Βασιλείας Του.

Σεβασμός στίς εὐχές
   Σεβάσου τό περιβάλλον τῆς ὅλης ἐκφορᾶς, τήν ἐξόδιο ἀκολουθία.
   Οἱ ὕμνοι, οἱ προσευχές, ἡ σύναξη τόσων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ συγκέντρωση τόσων ἀδελφῶν, ὅλα αὐτά δέν εἶναι γιά νά κλαῖς ἐσύ καί νά ὀδύρεσαι καί νά ἐκφράζεις τήν ἀγανάκτησή σου γιά τό θάνατο τοῦ δικοῦ σου προσώπου.
   • Ὅλα αὐτά συμβαίνουν γιά νά εὐχαριστεῖς τό Θεό, πού τόν πῆρε κοντά Του.
   • Ὅταν κάποιον τόν καλοῦν νά λάβει δόξα, ὁ κόσμος τόν ζητωκραυγάζει. Αὐτό κάνει καί ἡ Ἐκκλησία. Συνάγει τούς πιστούς, γιά νά προπέμψουν μέ ζητωκραυγές (μέ χαρούμενες εὐχές) ἕνα μέλος της.
   Τόν προπέμπουν γιά τή μεγαλύτερη τιμή, πού μπορεῖ νά γίνει σέ ἄνθρωπο, γιά τήν οὐράνια καί αἰώνια δόξα.
   Ὁ θάνατος εἶναι ἀνάπαυση.
   Εἶναι ἀπαλλαγή ἀπό κόπους καί ἱδρῶτες· ἀπ᾿ τίς φροντίδες τίς βιωτικές.
   • Ὅταν, λοιπόν, δεῖς κάποιον ἀπ᾿ τούς δικούς σου νά φεύγει, νά μήν ἀγανακτήσεις, ἀλλά μέ συγκίνηση νά σκεφθεῖς:
   -- Κι ἐμένα σέ λίγο μέ περιμένει τό τέλος τῆς παρούσης ζωῆς.
   Ἐξέτασε τή συνείδησή σου. Εἶσαι ἕτοιμος; Γίνε φρονιμώτερος. Ἀπ᾿ τό φόβο τοῦ ἄλλου νιῶσε φόβο. Ἀναλογίσου τίς πράξεις σου. Διόρθωσε τά λάθη σου. Κάνε θεϊκή μεταβολή.
   Σκέψου ἀκόμα καί κάτι ἄλλο:
   Γιά ποιόν τόπο ἔφυγε ὁ συγγενής σου.
   • Ἔφυγε γιά κεῖ, ὅπου βρίσκεται ὁ Παῦλος καί ὁ Πέτρος.
   • Ἔφυγε γιά κεῖ, ποὖναι ὁ χορός ὅλων τῶν ἁγίων.
   • Σκέψου, πώς θ᾿ ἀναστηθεῖ.
   • Λογίσου μέ πόση δόξα καί λαμπρότητα εἶναι ντυμένος τώρα.
   • Σκέψου, ὅτι μέ τό νά πενθεῖς καί νά ὀδύρεσαι, οὔτε τόν πεθαμένο θά γυρίσεις πίσω, ἀλλά καί τόν ἑαυτό σου βλάπτεις.
   • Σκέψου μέ ποιούς μοιάζεις ὅταν ἀγανακτεῖς καί χτυπιέσαι. Καί ἀπόφυγε τήν ἁμαρτία αὐτή τή μεγάλη.
   Ἄς εὐχαριστοῦμε τό Θεό καί γιά τήν ἀ ν ά σ τ α σ η, ἀλλά καί γιά τήν ἐ λ π  ί δ α τῆς ἀναστάσεως. Καί ἄς θρηνοῦμε γιά ἕνα μόνο, γιά τήν ἁμαρτία. «Ἁμαρτίαν θρηνῶμεν μόνον».

(Ε.Π.Ε. 25, 552-565)
(Γιά τήν ἐλεύθερη ἀπόδοση Δ.Γ.Α.)

[Περιοδικό «Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής», τεῦχ. 486, Σεπτἐμβριος 2005, σ. 129-132.]