Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

ΠΟΝΟΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΠΕΡΙΤΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ



Γέρων Μωϋσῆς (1952 - 1η Ἰουνίου 2014)


ΠΟΝΟΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΠΕΡΙΤΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Ἄρθρο τοῦ μακαριστοῦ
ἁγιορείτου μοναχοῦ Μωϋσέως*

   Μία ἱκανὴ μερίδα σοβαρῶν ἀνθρώπων, ποὺ δὲν φωνασκοῦν εὔκολα, οὔτε ἐπιτρέπουν στὸν ἑαυτό τους νὰ παρασυρθοῦν ἀπὸ ἐνθουσιαστικοὺς λόγους δίχως βαθὺ περιεχομένο, ὄχι τόσο γνωστοὶ στοὺς πολλοὺς καὶ τοὺς μεγάλους, ἔχουν στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς τους ἕνα καϋμό. Θἄθελαν τὴν ἀνθρώπινη ἐκπροσώπηση τῆς Ἐκκλησίας πιὸ λιτή, πιὸ ἁπλή, πιὸ γνήσια, πιὸ λιγομίλητη ἀκόμη. Νὰ μιλοῦν περισσότερο τὰ ἔργα ἀπὸ τὰ λόγια, τὰ λόγια τὰ πολλά.
   Ὁ ὑπογράφων ἁπλὰ τολμᾶ νὰ μεταφέρει τὴν ἐναγώνια ἀναζήτηση τῶν ἀγαθῶν αὐτῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα τῶν νέων. Δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ γκρινιάζει καὶ νὰ παραπονεῖται ἀναίτια καὶ πρὸς δικαιολόγηση ἐκείνων, ποὺ πρόχειρα ψάχνουν νὰ βροῦν πραγματικὰ ἤ μὴ λάθη τῆς ἁγίας μητέρας μας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ ἀρνηθεῖ κανείς, τοῦ ὑπογράφοντος, τὴ μεγάλη του ἀγάπη γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη τὸν κάνει ταπεινὸ μεταφορέα τοῦ αἰτήματος καλοδιάθετων καὶ καλοπροαίρετων ἀνθρώπων.
   Συχνὰ λησμονεῖται καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς, πὼς σύμβολό της εἶναι ὁ σταυρός. Ἕνας σταυρός, ποὺ καθαγιάσθηκε ἀπὸ Ἕναν ἀναμάρτητο, ποὺ ἔπαθε γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς. Γυμνός, πένης, μόνος, σιωπῶν, μεγαλομάρτυρας, πρωτομάρτυρας, ἀνεξίκακος. Καλούμεθα νὰ ἐπανέλθουμε στὸ κλῖμα τῆς κορυφῆς τοῦ Γολγοθᾶ. Νὰ προσλάβουμε κάτι ἀπὸ τὴν ἐξαίσια καὶ πλουτοποιὸ ἐκείνη γυμνότητα, ἀπὸ τὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἀοργησία στὴ φρικτὴ πρόκληση. Ὁ Γολγοθᾶς ἦταν ἡ κατάληξη μίας ἐξαιρετικῆς πορείας ὅλο εὐλογίες κι εὐεργεσίες. Ἡ ἀρχὴ ἦταν τὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Τῆς Βηθλεέμ, ποὺ γίνεται σύμβολο τῆς ἄκρας ταπεινώσεως. Δὲ μποροῦσε περισσότερο νὰ ταπεινωθεῖ ἡ Θεότητα, λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Ἔφθασε στὴν ἄκρα ταπείνωση, τὴν ἐσχάτη, ὅσο δὲν ἔπαιρνε ἄλλο. Τὸ πνεῦμα τῆς Βηθλεέμ, τοῦ Γολγοθᾶ καὶ τοῦ Κενοῦ Μνημείου προσλαμβάνουν ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας.
   Σήμερα ἡ μνήμη, ἡ ὅραση, ἡ μελέτη δὲν ἐπιστρέφει ἐκεῖ. Μερικὲς φορὲς τὰ προσπερνᾶ ἤ σταθμεύει βιαστικὰ γιὰ ἕνα ἑορταστικὸ σχολιασμό, γιὰ τὶς ἀνάγκες μιᾶς ἐπίκαιρης ὁμιλίας. Ἀλλοιθωρισμὸς σοβαρὸς ὑπάρχει κάπου πρὸς τὰ δυτικά, πρὸς τὴ Ρώμη… Θέλουμε νὰ κατεβάσουμε τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ κι ὄχι ν᾿ ἀνεβάσουμε τὴ γῆ στὸν οὐρανό, ὅπως λέγει ὁ καθολικισμὸς καὶ ὁ σοσιαλισμὸς καὶ σχολιάζει ὁ ἰδιαίτερος μεγάλος Ντοστογιέφσκυ. Θεωροῦμε τὴν ὑπερδραστηριότητα, ὑπερκοινωνικότητα, πολυπραγμοσύνη καὶ κατάθεση λόγου ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ ἀπαραίτητη, σπουδαία, πρώτη ἀνάγκη. Ὁ μακαριστός, ὅμως, μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος συχνὰ ἔλεγε πὼς τὸ κέντρο πάντα τῆς ἱερατικῆς διακονίας θὰ πρέπει νἆναι ἡ ἁγία Τράπεζα, τὰ δεόμενα χέρια τοῦ λειτουργοῦ…
   Δυστυχῶς ὁ ἄμβωνας μεταβάλλεται ἐνίοτε σ᾿ ἕνα ἀκόμη «παράθυρο» τῆς πονηρῆς τηλεοράσεως. Ὁ ἱεροκήρυκας, ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ πεῖ τὴ γνώμη του γιὰ διάφορα θέματα στὶς συζητήσεις τῆς τηλεοράσεως τῆς περασμένης ἑβδομάδος, τὴν Κυριακὴ σχολιάζει τὴν ἐπικαιρότητα τὴ φθηνή, καταθέτοντας τὴ γνώμη του, κατακεραυνώνοντας τοὺς «ἐχθρούς» τῆς Ἐκκλησίας. Μιλᾶ ἄσπλαγχνα, βάναυσα, ἀδιάκριτα, μεγαλόστομα, βερμπαλιστικά, στομφωδῶς, ἐπιδεικτικῶς, ψηλώνοντας τὸν ἄμβωνα πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὸ κωδωνοστάσιο τῆς Ἐκκλησίας. Ξέρετε, ἕνας δάσκαλος, ἕνας καθηγητής, ἕνας δικαστὴς ἤ δικηγόρος προετοιμάζεται γιὰ τὴν ὁμιλία του τῆς ἑπομένης ἡμέρας, ὁ ἱεροκήρυκας, ὅμως, ὄχι πάντοτε. Ὁ κόσμος στὴν Ἐκκλησία μεταβαίνει μὲ ἄλλη διάθεση κι ἀκούει κι ἐκεῖ φωνές, παρατηρήσεις, τοῦ ζητοῦν κάθε τόσο χρήματα. Ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ παραμυθία, ἀπὸ ἀλήθεια ἀπὸ ἀγάπη, ἀγάπη κι ἀλήθεια, ὅπως ἔχουμε ξαναπῆ. Τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας θὰ πρέπει νἆναι καθαρὰ πνευματικό, κυρίως μετανοίας. Νὰ προσφέρει ἦθος ἀνώτερο, οὐσία καὶ νόημα.
   Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι γιὰ τοὺς ἀπαιτητικούς. Ἔχει καὶ μπορεῖ νὰ προσφέρει βαθὺ νόημα βίου, ἱερότητα σκοπῶν, ἐλπίδα στὰ κοσμικὰ ἀδιέξοδα, ἀφοβία θανάτου, ἦθος καὶ ὕφος, φιλότιμο καὶ μεράκι. Τονίζει τὴ μοναδικότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, τὴν ἀρχοντικὴ ἀξιοπρέπεια τῆς ἀνόθευτης ταπεινοφροσύνης, τὴ χάρη τῆς ἐπιείκειας καὶ ἀνεκτικότητος, τὴν εὐλογία τῆς συγχωρητικότητος, τὴν ἄνεση τῆς ἀλληλοπεριχώρησης. Στενέψαμε τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας σὲ νοσηροὺς ἠθικισμούς, σὲ ἀνιαροὺς εὐσεβισμούς, σὲ ἄχαρες τυπικότητες, στὴ χειρότερη τῆς ὑπερηφάνειας ταπεινολογία καὶ ταπεινοσχημία. Κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, στὴ θεομίσητη καὶ ἀξιοκατάκριτη παχυλὴ ὑποκρισία. Μείναμε στὶς ἐντυπώσεις, στὴν ἐπιφάνεια, στὸν παρασυρμὸ ἀπὸ δημοσκοπήσεις. Πλανεθήκαμε ἀπὸ τὴν εὐμάρεια, τὸν εὐδαιμονισμὸ καὶ τὴν ἐκκοσμίκευση. Ἐπαναφέρουμε ἕναν παλαιοδιαθηκικὸ Θεό, ποὺ μοιράζει πλούτη, ὑγεία καὶ μακροζωΐα. Ὁ ὄνος τῆς Βαϊφόρου λησμονήθηκε. Ἐπενδύουμε μὲ ἄφθονες προφάσεις τάσεις ὑπεροχῆς, δόξας καὶ ἐξουσίας.
   Σήμερα, ποὺ πολλοὺς ἀπογοητεύουν διάφοροι ἐκτὸς Ἐκλησίας καὶ ἡ Ἐκκλησία θὰ μποροῦσε νἆναι μιὰ ἀνοιχτὴ ἀγκαλιά, ἕνα καταφύγιο, μιὰ βαθύτερη καὶ μεγαλύτερη ἐλπίδα, μένουμε κυνηγώντας τὰ δικαιώματά μας, τὴν ἀναγνώριση καὶ ἰσχύ μας. Τὸ κῦρος μας, ὅμως, τὸ πραγματικὸ θὰ ἐνυπάρχει στὸ λίκνο τῆς Βηθλεέμ, στὴ σκιὰ τοῦ Σταυροῦ. Δὲν θέλουμε ν᾿ ἀκούσουμε τὴ φωνὴ τοῦ κάλλους τῆς εὔλαλης σιωπῆς, τὴ δύναμη τῆς παραδοχῆς τῆς ἀδυναμίας μας, τὸν πλοῦτο τῆς πενίας, τὴ χάρη ἀπὸ τὴν παραίτηση καὶ μὴ ἀναγνώριση, τὸ σμίλεμα ἀπὸ τὴ δοκιμασία.
   Τὰ δυνατὰ φῶτα τῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ἠχηρὲς μεγαφωνικὲς ἐγκαταστάσεις, οἱ κάποτε ἀκατανόητες κι ἐπηρμένες ψαλμωδήσεις, ὁ βαρὺς στολισμὸς κουράζουν ἀρκετούς. Καταφεύγουν στὰ παρεκκλήσια, στὰ ἐξωκκλήσια, στὰ μοναστηράκια, στὸ Ἅγιον Ὄρος. Πάντα ὁ ἄνθρωπος στὰ κατάβαθά του ἀναζητᾶ τὴν ἡσυχία, τὴ σεμνότητα, τὴν ταπεινότητα, τὴν ἀλήθεια. Ἡ γνησιότητα, ἡ ντομπροσύνη, ἡ ἀκρίβεια, ἡ διαφάνεια ἀπαραίτητα θὰ πρέπει πάντοτε νὰ λάμπει καὶ νὰ μοσχοβολᾶ στὶς ἐκκλησιαστικὲς αὐλές, στοὺς ἐνοριακοὺς περίγυρους, στὶς ἱερατικὲς καρδιές.
   Σ᾿ ἕνα κόσμο κουρασμένο, ταραγμένο κι ἀνήσυχο, σὲ μιὰ ἐποχὴ παράξενη, ποὺ συνεχῶς ἀλλάζει, σὲ μιὰ Ἑλλάδα, ποὺ καθημερινὰ ἀπογοητεύει τοὺς τίμιους καὶ εἰλικρινεῖς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει καὶ μπορεῖ νὰ προσφέρει αὐτὸ ποὺ κανεὶς μὰ κανεὶς ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ δώσει. Νὰ δώσει αὐτό, ποὺ προεῖπα· νόημα καὶ σκοπὸ ὀρθοῦ βίου. Εἶναι λυπηρό, λοιπόν, ἡ ἀνθρώπινη ἐκκλησιαστικὴ ἐκπροσώπηση νὰ μὴ δίνει τὸ ἕνα, τὸ πρῶτο, τὸ κύριο, τὸ ἐξαίσιο ἐξέχον, τὸ «ἑνὸς δὲ ἐστι χρεία» (Λουκ. ι΄ 42) καὶ νὰ τυρβάζει περὶ πολλά, διαφημίζοντας τὰ καλὰ της καὶ νὰ μὴ ψάχνει γιὰ τὸ «ἀπολωλός» ἕνα.
   Ἡ Ἐκκλησία μας προσφέρει τὴν ἄϋλη χαρὰ τοῦ ποιητῆ, τὴν ὑπέρ «πάντα νοῦν εἰρήνη» στὸν ἐργάτη τῆς ἐπιμελοῦς καὶ ὑπομονετικῆς παθοκτονίας καὶ φίλο κι ἐραστὴ τῶν ἔνθεων ἀρετῶν κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Ἡ Ἐκκλησία μεταμορφώνει, λευκαίνει, ἀνακαινίζει, μὲ τὸ πελέκημα τοῦ ὑπερφίαλου «ἐγώ» καὶ τὴν αὐτοπροαίρετη πρόσληψη τοῦ ὑγιοῦς φρονήματος ταπεινοφροσύνης. Αὐτὴ τὴν Ἐκκλησία τὴ χαριτόδοτη τὴν ἔχει μεγάλη ἀνάγκη ὁ ταλαιπωρημένος τόπος, ὁ ἀνέραστος νεοελληνικὸς βίος, τὰ σχολεῖα ὅλων τῶν βαθμίδων, ἡ πεινασμένη καὶ διψασμένη γιὰ γνησιότητα, ἀλήθεια καὶ ζωὴ ψυχή μας. Ὁ ὑπογράφων ὡς ἀδαής, ἔνδακρυς, ἁπλὰ μετέφερε λόγους ἀρκετῶν ἀγωνιώντων. Συγχωρέστε τὴ φιλόδοξη ἀχθοφορία του, νομίζοντας πὼς θὰ ραγίσει τὴν αὐτάρκεια κάποιων, κουβαλώντας τη, μάλιστα, ἀπὸ τὸν ἱερὸ Ἄθωνα, τὸν τόπο τῆς περισυλλογῆς καὶ τοῦ αὐτοέλεγχου. Κάποιος μοῦ εἶπε «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ». Ἐπιτρέψτε μου νὰ ἐλπίζω. Εὐχαριστῶ.


* «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ», 24 Νοεμβρίου 2006, σελ. 1η καί 2η.)