Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

Νὰ μαζέψεις ὅλα τὰ φτερά…



Νὰ μαζέψεις ὅλα τὰ φτερά…


   ταν κάποτε ἕνας ἄνθρωπος. Ἐκτελοῦσε μὲ ἀκρίβεια ὅλα τὰ θρησκευτικά του καθήκοντα. Νήστευε Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ καὶ ὅλες τὶς ἄλλες περιόδους τῶν νηστειῶν τῆς Ἐκκλησίας. Πήγαινε στὴν ἐκκλησία τακτικά. Ἔκανε σταυρούς. Ἄναβε κεριά. Προσκυνοῦσε ὅλες τὶς εἰκόνες, καὶ στεκόταν δίπλα στὸ ἀναλόγιο καὶ βοηθοῦσε τὸν ψάλτη. Ἐξωτερικῶς φαινόταν ὅτι εἶναι ἕνας εὐσεβὴς χριστιανός. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὁ κατὰ τὰ ἄλλα τόσο προσεκτικός, δὲν ἔδινε σημασία σ’ ἕνα ἁμάρτημα. Καὶ τὸ ἁμάρτημα αὐτὸ ἤτανε ἡ κατάκριση. Δὲν τὸ εἶχε τίποτα νὰ κατακρίνει τοὺς πάντες. Ὁ πνευματικός, στὸν ὁποῖο πήγαινε καὶ ἐξωμολογεῖτο, διέκρινε τὸ ἁμάρτημά του αὐτὸ καὶ προσπαθοῦσε νὰ τοῦ ἐπιστήσει τὴν προσοχή. Ἀλλ’ αὐτὸς δὲν ἔδινε καμμία σημασία. Θεωροῦσε τὴν κατάκριση κάτι μικρὸ καὶ ἀσήμαντο. Καὶ ἐξακολουθοῦσε νὰ κατακρίνει. Ὁ πνευματικὸς ὅμως, ποὺ ἤθελε νὰ μὴ πάει ὁ ἄνθρωπος στὴν κόλαση ἀλλὰ νὰ σωθεῖ, μιὰ φορὰ ποὺ πῆγε νὰ ἐξομολογηθεῖ, μὲ κάποιο παράδειγμα τὸν ἔκανε νὰ συναισθανθεῖ τὸ ἁμάρτημά του. Νὰ ποιὸ εἶναι τὸ παράδειγμα:

   Τοῦ ἔβαλε κανόνα νὰ πάει σ’ ἕνα πολὺ μακρινὸ μέρος, νὰ πάρει ἕναν πετεινό, κι ἀπὸ κεῖ ν’ ἀρχίσει νὰ βαδίζει γιὰ νὰ φτάσει στὸ μοναστήρι, ὅπου ἦταν τὸ κελλὶ τοῦ πνευματικοῦ. Ἀλλὰ βαδίζοντας νὰ μαδάει τὸν πετεινὸ καὶ νὰ σκορπάει τὰ φτερά του στὸν δρόμο. Παράξενο φάνηκε στὸν ἄνθρωπο αὐτὸ ποὺ τοῦ ζήτησε νὰ κάνει ὁ πνευματικός· ἀλλὰ ὑπάκουσε. Ἐκτέλεσε τὴν ἐντολὴ τοῦ πνευματικοῦ. Πῆγε στὸ μέρος ποὺ τοῦ εἶπε, πῆρε ἕναν πετεινό, καὶ βαδίζοντας στὸν δρόμο τὸν μαδοῦσε καὶ σκορποῦσε τὰ φτερά. Μαδημένο ἔφερε τὸν πετεινὸ στὸ κελλί του.

   -Γέροντα, τοῦ λέει, ἐκτέλεσα τὴν ἐντολή σου.

   -Τώρα, τοῦ λέει ὁ πνευματικός, θὰ κάνεις τὸ ἑξῆς: Ὅλο τὸν δρόμο, ποὺ ἔκαμες μαδώντας τὸν πετεινὸ καὶ σκορπώντας τὰ φτερά, θὰ τὸν ξανακάνεις καὶ θὰ προσπαθήσεις νὰ μαζέψεις ὅλα τὰ φτερὰ ποὺ σκόρπισες.

   Ὁ ἄνθρωπος ὑπάκουσε κ’ ἐκτέλεσε τὴν ἐντολὴ τοῦ πνευματικοῦ. Βάδισε καὶ πάλι τὸν δρόμο. Ἀλλὰ πουθενὰ φτερό. Διότι τὴν προηγούμενη νύχτα φύσηξε ἕνας πολὺ δυνατὸς ἄνεμος, πῆρε τὰ φτερὰ καὶ τὰ σκόρπισε πολὺ μακριά. Καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπόρεσε νὰ βρεῖ οὔτε ἕνα. Λυπημένος ἐπέστρεψε στὸ κελλί.

   -Ποῦ εἶναι τὰ φτερά; τὸν ρωτᾶ ὁ πνευματικός.

   -Γέροντα, φύσηξε ἄνεμος τὴ νύχτα, σκόρπισε τὰ φτερὰ καὶ δὲν μπόρεσα νὰ μαζέψω οὔτε ἕνα.

   Τότε ὁ πνευματικὸς τοῦ λέγει:

   -Ἐπίτηδες σοῦ εἶπα νὰ κάνεις αὐτὸ ποὺ ἔκανες. Διότι ἤθελα νὰ σὲ διδάξω πόσο μεγάλο κακὸ εἶναι ἡ κατάκριση. Τὰ λόγια, παιδί μου, ποὺ καὶ σὺ λὲς κατακρίνοντας πότε τὸν ἕνα καὶ πότε τὸν ἄλλο, εἶναι σὰν ταὰ φτερὰ τοῦ πετεινοῦ ποὺ μαδοῦσες καὶ πετοῦσες καὶ τά ’παιρνε ὁ ἄνεμος. Ἔτσι καὶ τὰ λόγια τῆς κατακρίσεως φεύγουν ἀπὸ τὸ στόμα σου καὶ ἐλαφρότερα ἀπὸ τὰ φτερὰ διασκορπίζονται, φτάνουν στ’ αὐτιὰ πολλῶν ἀνθρώπων, οἱ ἄνθρωποι ποὺ τ’ ἀκοῦνε κατακρίνουν κι αὐτοὶ καὶ ἁμαρτάνουν. Ἔτσι δυσφημεῖται καὶ πληγώνεται ἡ τιμὴ καὶ ἡ ὑπόληψη τῶν ἄλλων. Καὶ ὅσο δύσκολο στάθηκε νὰ μαζέψεις τὰ φτερὰ ποὺ σκόρπισες, ἄλλο τόσο δύσκολο εἶναι νὰ ἀνακαλέσεις ὅλα ἐκεῖνα τὰ λόγια ποὺ εἶπες ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Ἡ ἁμαρτία σου εἶναι μεγάλη. Καὶ ἐὰν ἐξακολουθήσεις νὰ κατακρίνεις, ἔστω κι ἂν κάμεις νηστεῖες, κινδυνεύεις νὰ χάσεις τὴν ψυχή σου. Διότι αὐτὸς ποὺ κατακρίνει δείχνει ὅτι στερεῖται τῆς ἀγάπης, ποὺ εἶναι τὸ κύριο γνώρισμα τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανοῦ. Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ δὲν κατακρίνει, ἀλλὰ μὲ πολλὴ συμπάθεια βλέπει τὰ ἐλαττώματα τοῦ ἄλλου καὶ προσπαθεῖ νὰ τὸν διορθώσει.


[Ἀπό τό θαυμάσιο βιβλίο: Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου, μητροπολίτου Φλωρίνης, «ΠΟΙΚΙΛΑ», ἐκδόσεις Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολικῆς Ἀδελφότητος «Ο ΣΤΑΥΡΟΣ», Ἀθῆναι 1992, σελ. 309-313.]