Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

ΟΜΙΛΙΑ ΙΕ΄ ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΕΩΣ (Α΄)



ΟΜΙΛΙΑ ΙΕ΄
ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΕΩΣ (Α΄)

Μεγάλου Βασιλείου*

   Γιά τήν φιλόθεη ψυχή, τό νά ἐνθυμεῖται συνεχῶς τόν Θεό εἶναι πρᾶγμα εὐσεβές καί πού δέν ἔχει κόρο. Γιά τόν (ἀνθρώπινο) λόγο ὅμως, εἶναι πρᾶγμα τολμηρό νά περιγράψει αὐτά πού ἔχουν σχέση μέ τόν Θεό. Διότι ἡ διάνοια πέφτει πολύ ἔξω ἀπό τήν ἀξία τῶν πραγμάτων καί ὁ λόγος ἐπίσης παρουσιάζει μέ ἀσάφεια αὐτά πού ἔχουν κατανοηθεῖ.
   Ἐάν λοιπόν ἡ διάνοιά μας ὑπολείπεται πάρα πολύ ἀπό τό μέγεθος τῶν πραγμάτων, ὁ δέ λόγος εἶναι κατώτερος καί ἀπό τήν ἴδια τήν διάνοια, πῶς δέν εἶναι ἀναγκαία ἡ σιωπή γιά νά μή νομισθεῖ ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς κατωτερότητας τῶν λόγων διατρέχει κίνδυνο τό θαῦμα τῆς θεολογίας;

   Σέ ὅλα τά λογικά ὄντα λοιπόν ἐκ φύσεως ὑπάρχει μέσα τους ἡ ἐπιθυμία νά δοξάζουν τόν Θεό, ὅλοι ὅμως ἐξ ἴσου ὑστεροῦν στό νά μιλήσουν ἐπαξίως γιά τόν Θεό. Καί ἀκόμη ὁ ἕνας διαφέρει ἀπ᾿ τόν ἄλλο ὡς πρός τόν πόθο τῆς εὐσέβειας. Κανείς ὅμως δέν ἔχει σκοτισθεῖ τόσο καί δέν ἐξαπατᾶ τόν ἑαυτό του, ὥστε νά νομίζει ὅτι ἔχει φθάσει στό ἀκρότατο σημεῖο τῆς κατανοήσεως. Ἀλλ’ ὅσο κι ἄν φανεῖ ὅτι προκόπτει στή γνώση, τόσο περισσότερο αἰσθάνεται τήν ἀδυναμία.
   Τέτοιος ὑπῆρξε ὁ Ἀβραάμ! Τέτοιος ὑπῆρξε ὁ Μωυσῆς! Ὅταν μπόρεσαν νά δοῦν τόν Θεό, ὅσο μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά τόν δεῖ, τότε ὁ καθένας περισσότερο ταπείνωνε τόν ἑαυτό του. Ὁ Ἀβραάμ ὀνόμαζε τόν ἑαυτό του «γῆν καὶ σποδὸν»1 (δηλ. χῶμα καί στάκτη), καί ὁ Μωυσῆς ἔλεγε «ἰσχνόφωνος καὶ βραδύγλωσσος ἐγώ εἰμι»2 (δηλ. ἔχω ἀδύνατη φωνή καί εἶμαι βραδύγλωσσος). Διότι ἔβλεπε τήν ἀδυναμία τῆς γλώσσης, ἡ ὁποία δέν μποροῦσε νά τόν ἐξυπηρετήσει στά μεγάλα νοήματα.
   Πλήν ὅμως, ἐπειδή κάθε αὐτί εἶναι ἀνοικτό τώρα γιά νά ἀκούσει θεολογική διδασκαλία καί δέν ὑπάρχει κόρος γιά τέτοια ἀκούσματα στή συνάθροιση, πού ἐπιβεβαιώνει τόν λόγο τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ ὅτι «οὐ πληρωθήσεται οὖς ἀπὸ ἀκροάσεως»3 (δηλ. τό αὐτί δέν γεμίζει ποτέ ὅσα καί ἄν ἀκούσει), εἶναι ἀνάγκη νά μιλήσουμε, ὅσο μποροῦμε. Καί θά ποῦμε, ὄχι ὅσος εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά ὅσο ἐμεῖς μποροῦμε (ἀνθρωπίνως, νά μιλήσουμε γιά Ἐκεῖνον). Διότι οὔτε, ἐπειδή ἀδυνατοῦμε μέ τά μάτια μας νά διαπεράσουμε τό διάστημα μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς, παραιτούμαστε κιόλας καί ἀπό τό νά παρατηροῦμε ὅσο μποροῦμε. Ἔτσι καί τώρα μέ ταπεινά λόγια θά ἐκπληρώσουμε τό χρέος πρός τήν εὐσέβεια καί θά ἐπιτρέψουμε στό μεγαλεῖο τῆς φύσεως νά ἔχει τό προβάδισμα τῆς νίκης ἔναντι κάθε λόγου.
   Διότι οὔτε οἱ γλῶσσες τῶν ἀγγέλων, ὅποιες κι ἄν εἶναι, οὔτε αὐτές τῶν ἀρχαγγέλων, ἀφοῦ συνενωθοῦν μαζί μέ ὁλόκληρη τήν λογική φύση, θά μπορέσουν νά φθάσουν στό ἐλάχιστο μέρος, ἐκτός ἄν ἐξισωθοῦν μέ τό ὅλο. Ἐσύ ὅμως ἐάν ἐπιθυμεῖς νά λέγεις ἤ νά ἀκούεις κάτι γιά τόν Θεό, νά ἐγκαταλείψεις τό σῶμα σου, ν᾿ ἀφήσεις τίς σωματικές αἰσθήσεις, νά ἐγκαταλείψεις τήν γῆ, νά ἐγκαταλείψεις τήν θάλασσα, νά πετάξεις πάνω ἀπ᾿ τόν ἀέρα, νά περιφρονήσεις τίς ἐποχές καί τήν εὐταξία τῶν καιρῶν, τόν διάκοσμο τῆς γῆς, νά βρεθεῖς πάνω ἀπ᾿ τούς αἰθέρες, νά διαβεῖς τ᾿ ἄστρα, τά θαυμαστά γύρω ἀπό αὐτά, τήν εὐπρέπειά τους, τίς διαστάσεις τους, καί τό τί χρειάζονται στό σύμπαν· τήν εὐταξία, τήν λαμπρότητα, τήν θέση, τήν κίνηση καί ποιές εἶναι οἱ μεταξύ τους σχέσεις ἤ ἀποστάσεις.
   Ὅλα αὐτά ἀφοῦ τά διαβεῖς μέ τήν λογική, ἀφοῦ ὑπερβεῖς τόν οὐρανό καί βρεθεῖς πάνω ἀπό αὐτόν, νά παρατηρήσεις μέ μόνη τήν διάνοια τά κάλλη πού ὑπάρχουν ἐκεῖ· τίς ἐπουράνιες δυνάμεις, τίς χοροστασίες τῶν ἀγγέλων, τίς ἐπιστασίες τῶν ἀρχαγγέλων, τήν δόξα τῶν κυριοτήτων, τά προεδρεῖα τῶν θρόνων, τίς δυνάμεις, τίς ἀρχές καί τίς ἐξουσίες4. Ἀφοῦ διατρέξεις τά σύμπαντα καί μέ τούς λογισμούς σου ἀνατείλεις πάνω ἀπ᾿ ὅλη τήν κτίση καί ἀνυψώσεις τόν νοῦ σου πέρα ἀπ’ αὐτά, νά ἐννοήσεις τή θεία φύση· σταθερή, ἄτρεπτη, ἀναλλοίωτη, ἀπαθῆ, ἁπλῆ, ἀσύνθετη, ἀδιαίρετη, «φῶς ἀπλησίαστο»5, δύναμη ἀπερίγραπτη, μέγεθος ἀπεριόριστο, δόξα πού ὑπεραστράπτει, ἀγαθότητα ἀξιοπόθητη, ὁμορφιά ἀνυπέρβλητη καί πού προσβάλλει μέν σφοδρά τήν πληγωμένη ψυχή, ἀλλά δέν μπορεῖ διά τοῦ λόγου νά ἐκφρασθεῖ ἐπαξίως.

  Ἐκεῖ ὑπάρχουν ὁ Πατέρας καί ὁ Υἱός καί τό ἅγιο Πνεῦμα, ἡ ἀδημιούργητη φύση, τό ἀξίωμα τοῦ Δεσπότου, ἡ φυσική ἀγαθότητα. Ὁ Πατέρας εἶναι ἡ ἀρχή τῶν ὅλων. Εἶναι ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως τῶν ὄντων. Εἶναι ἡ ρίζα τῶν ζωντανῶν ὑπάρξεων.

   Εἶναι αὐτός ἀπ᾿ ὅπου προῆλθε ἡ πηγή τῆς ζωῆς, ἡ σοφία, ἡ δύναμη, ἡ ἀπαράλλακτη «εἰκόνα τοῦ ἀόρατου Θεοῦ»6, πού εἶναι ὁ Υἱός, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα, ὁ ζωντανός Λόγος, πού εἶναι Θεός καί ὁ ὁποῖος εἶναι κοντά στόν Θεό7. Αὐτός ὑπῆρχε, δέν προστέθηκε. Ὑπῆρχε πρίν ἀπ᾿ ὅλους τούς αἰῶνες. Δέν ἀποκτήθηκε ἐπί πλέον ὕστερα. Εἶναι Υἱός, δέν εἶναι ἀπόκτημα. Εἶναι ποιητής, δέν εἶναι ποίημα. Εἶναι κτίστης, δέν εἶναι κτίσμα. Εἶναι ὅλα ὅσα εἶναι καί ὁ Πατέρας του.
   Εἶπα· Υἱός καί Πατέρας. Παρακαλῶ νά φυλάξεις αὐτές τίς ἰδιότητες. Ἐνῶ παραμένει κατά τήν ὕπαρξή του Υἱός, εἶναι ὅλα ὅσα καί ὁ Πατέρας, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου πού εἶπε· «πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι»8 (δηλ. ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατέρας μου, εἶναι δικά μου). Πράγματι ὅλα ὅσα ὑπάρχουν στήν πρωτότυπη μορφή εἶναι τῆς εἰκόνας. Διότι «ἐθεασάμεθα» λέγει ὁ εὐαγγελιστής, «τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός»9 (δηλ. εἴδαμε τήν δόξα του, μιά δόξα πού ἔχει ἕνας μονογενής Υἱός ἀπό τόν πατέρα του). Δηλαδή, τά θαύματα πού τοῦ δόθηκαν δέν προέρχονται ἀπό δωρεά καί χάρισμα, ἀλλά ἀπό τήν φυσική κοινωνία τοῦ Υἱοῦ πού ἔχει τό ἀξίωμα τῆς πατρικῆς θεότητας. Διότι τό νά λάβεις εἶναι κοινό γνώρισμα καί σ᾿ αὐτή τήν κτίση, τό νά ἔχεις ὅμως ἀπό τή φύση εἶναι γνώρισμα αὐτοῦ ὁ ὁποῖος γεννήθηκε. Σάν Υἱός λοιπόν φυσικά ἔχει αὐτά πού εἶναι τοῦ Πατέρα. Σάν μονογενής ὅμως ἔχει ὅλα γενικῶς στόν ἑαυτό του, χωρίς νά μοιράζεται τίποτε μέ κάποιον ἄλλο. Ἀπό τήν ἴδια λοιπόν τήν ὀνομασία τοῦ Υἱοῦ διδασκόμασθε, ὅτι κοινωνεῖ μέ τήν πατρική φύση.
   Δέν ἔχει κτισθεῖ κατόπιν προσταγῆς, ἀλλά ἐξέλαμψε ἀπό τήν οὐσία χωρίς διάλειμμα. Εἶναι ἑνωμένος μαζί μέ τόν Πατέρα αἰώνια· ἴσος σέ ἀγαθότητα, ἴσος σέ δύναμη, καί κοινωνός τῆς δόξης τοῦ Πατρός. Διότι, μέ τό νά δείχνει στόν ἑαυτό ὁλόκληρο τόν Πατέρα, τί ἄλλο εἶναι παρά σφραγῖδα καί εἰκόνα (τοῦ Πατρός);
   Κι ὅσα μετά ταῦτα σοῦ λέγει γιά τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀναφερόμενος στήν οἰκονομία τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, τήν ὁποία ἐπετέλεσε ἀφοῦ φανερώθηκε σέ μᾶς σαρκικά, μέ τό νά λέγει δηλαδή ὅτι ἀποστέλλεται καί τίποτε δέν μπορεῖ ἀπό μόνος του νά κάμει καί ὅτι ἔλαβε ἐντολή καί ἄλλα παρόμοια, νά μή σοῦ δώσουν ἀφορμές γιά νά ἐλαττώσεις τήν θεότητα τοῦ Μονογενοῦς. Διότι ἡ συγκατάβαση (τοῦ Θεοῦ) πρός τήν δική σου ἀδυναμία δέν πρέπει νά γίνει ἐλάττωση τῆς ἀξίας τοῦ δυνατοῦ. Νά ἐννοεῖς λοιπόν τήν μέν φύση θεοπρεπῶς, τά δέ λόγια πού εἶναι κάπως ταπεινά νά τά δέχεσαι ὅπως ἁρμόζουν στήν οἰκονομία τῆς ἐνσαρκώσεως. Γι᾿ αὐτά ἐάν θέλαμε τώρα νά μιλήσουμε λεπτομερειακῶς, ἡ ὑπόθεση χωρίς νά τό καταλάβουμε, θά κατέληγε σέ ἀπεραντολογία.

(συνεχίζεται…)

* PG 31, σελ. 464-472.
_________________________
1. Γέν. ιη΄ 27.
2. Ἔξοδ. δ΄ 10.
3. Ἐκκλησ. α΄ 8.
4. Βλ. Κολασ. α΄ 16 καί Ἐφεσ. α΄ 21. Πρόκειται περί τῶν οὐρανίων διακοσμήσεων γιά τίς ὁποῖες κάνουν λόγο καί ἄλλοι πατέρες, ἰδιαιτέρως ὅμως ὁ Ψευδοδιονύσιος στήν Οὐράνιον ἐκκλησιαστικήν ἱεραρχίαν 3, 1· 3, 2· 8, 1 καί ὁ Νικήτας Στηθᾶτος στό ὁμώνυμο ἔργο του, Περί οὐρανίου καί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας 25· 39· 45 κ. ἑξ. Νικήτα Στηθάτου, Μυστικά συγγράμματα, (ἔκδ. Παν. Κ. Χρήστου), Θεσσαλονίκη 1957.
5. Α΄ Τιμ. στ΄ 16.
6. Κολασ. α΄ 15.
7. Πρβλ. Ἰωάν. α΄ 2.
8. Ἰωάν. ιστ΄ 15.
9. Ἰωάν. α΄ 14.