Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

Ὑπακοή καί Θεία Λειτουργία…




Ὑπακοή καί  Θεία Λειτουργία…¹


   Στήν ἐποχή τοῦ βασιλέως Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379-395), βρισκόταν στήν Κωνσταντινούπολη ἕνας ἄνθρωπος πού ζοῦσε μ᾿ ἀρετή, ἦταν πάμπλουτος στά νειάτα του, κ᾿ εἶχε μοναχογυιό πού λεγόταν Θεόφιλος. Στά γεράματά του ὅμως, φτώχεψε πολύ, καί μή ἔχοντας τ᾿ ἀπαραίτητα γιά τή σωματική του συντήρηση, κάποια μέρα κάλεσε τόν γυιό του καί τοῦ εἶπε:

   -Παιδί μου, ὁρίστε, καθώς βλέπεις, ἐγώ εἶμαι ἀδύναμος καί φτωχός, τόσο πολύ, ὥστε δέν ἔχω πῶς ν᾿ ἀνταπεξέλθω στίς ἀνάγκες τῆς ζωῆς. Θέλω, λοιπόν, νά σέ παρακαλέσω νά μοῦ κάμεις μιά χάρη γιά νά σωθῶ κ᾿ ἐγώ ὁ ταπεινός τώρα στά γερατειά μου, ἀλλά καί σύ ν᾿ ἀξιωθεῖς, γιά τήν ὑπακοή σου, τήν εὐτυχία τῶν οὐρανῶν.
   Κι ὁ καλός γυιός του ἀποκρίθηκε:
   -Λέγε, πατέρα μου, ὅ,τι ὁρίσεις καί γώ δέν θά παρακούσω στίς ἐντολές σου.
   Τότε λέει ὁ γέρος στόν γυιό του:
   -Ὁ Ἀβραάμ εἶχε ἕνα γυιό πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός, καί πῆγε στό βουνό γιά νά τόν σφάξει· κι ἐκεῖνος ὁ εὐλογημένος ὁ Ἰσαάκ, δέν ἔκαμε πίσω, ἀλλά καί τά ξύλα βάσταζε μετά χαρᾶς, καί μέ πολλή προθυμία ἀκολουθοῦσε τόν πατέρα του. Καί ὄχι μόνον τοῦτος, ἀλλά κι ἄλλοι πολλοί ὑπάκουσαν τούς πατέρες τους καί δέν ζημιώθηκαν. Ἔτσι κάμε καί σύ, γυιέ μου ἀγαπημένε, ὑπάκουσε στήν ἐντολή μου κι ἐλπίζω στόν Φιλάνθρωπο Θεό, ὅτι δέν θά λυπηθεῖς γι᾿ αὐτό.
   Τοῦ λέγει ὁ Θεόφιλος:
   -Μήπως θέλεις κ᾿ ἐσύ νά μέ θανατώσεις;
   Κ᾿ ἐκεῖνος τοῦ ἀποκρίνεται:
   -Μή γένοιτο, παιδάκι μου, νά πράξω τόσο φοβερή ἁμαρτία. Ἀλλά μιά ἐντολή κάμε, καί καταδέξου νά σέ πουλήσω σάν δοῦλο μου· γιά νά πορευθῶ τώρα στά γεράματά μου, μέ τά χρήματα πού θά λάβω καί νά μή τριγυρίζω σάν ἄπορος καί πένης ζητῶντας ἐλεημοσύνη. Καί νά ξεύρεις, ὅτι ὁ Καλός Θεός πού ἀγαπᾶ τούς ἐλεήμονες καί πονόψυχους ἀνθρώπους, θά κάμει ἔλεος σέ σένα γιά τούτη τήν καλωσύνη· θά σοῦ δώσει δέ, ἄπειρο πλοῦτο σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο καί στόν αἰώνιο κόσμο θ᾿ ἀναπαύσει τήν ψυχή σου ἐν κόλποις Ἀβραάμ. Πρόσεξε ὅμως, νά φυλάξεις καί μιά δεύτερη ἐντολή μου, ἕως τήν ὥρα τοῦ θανάτου σου: Ὁποιανδήποτε ὑπηρεσία κι ἄν ἔχεις, ὅπου κι ἄν σέ στείλει ὁ ἀφέντης σου, θυμίσου νά πηγαίνεις πρῶτα στήν θεία Λειτουργία, ὅταν εἶναι ὁ καιρός, κ᾿ ἔπειτα, μετά τήν ἀπόλυση τῆς Ἐκκλησίας, νά πηγαίνεις στήν ἐργασία σου. Ἐπίσης, νἄχεις πολλήν εὐλάβεια στήν Παναγία μας. Ἐάν κάμεις ἔτσι, ὁ Κύριος θά σέ λυτρώσει ἀπό μεγάλο κι ἀφόρητο κίνδυνο καί θά σέ προστατεύει πάντοτε!
   Κι ὁ ὑπάκουος γυιός του, ἀποκρίθηκε μετά προθυμίας:
   -Ὅπως θέλεις, πατέρα μου, κάμε.

   Τήν ἑπομένη, λοιπόν, ἡμέρα, πούλησε ὁ πατέρας, πού ὀνομαζόταν Ἰουλιανός, τόν γυιό του σέ κάποιον Πατρίκιο², ἄρχοντα τοῦ παλατιοῦ, πού λεγότανε Κωνσταντῖνος· ἐκεῖνος ἀγάπησε τόν νέο πάρα πολύ γιά τήν μεγάλη του ὑπακοή, τήν σωφροσύνη, τήν ταπείνωση, τήν ὡραιότητα τοῦ προσώπου, τήν γνώση του καί γιά τά γράμματα πού γνώριζε· γι᾿ αὐτό τόν εἶχε πάντοτε στήν συνοδεία καί στό τραπέζι του, ἐπειδή τόν ὑπηρετοῦσε ἐπιμελῶς.
   Κάποια μέρα, πηγαίνοντας στά βασίλεια ὁ ἀφέντης του, λησμόνησε νά πάρει μαζί του τόν χαρτοφύλακα μέσα στόν ὁποῖο εἶχε τίς βασιλικές ἐντολές. Ἔστειλε λοιπόν, τόν Θεόφιλο νά τρέξει γρήγορα νά τοῦ τόν φέρει. Κι ὁ νέος ἔτρεχε ὅσο μποροῦσε. Μπαίνοντας στό δωμάτιο τοῦ Πατρικίου, μέ τό θάρρος πού εἶχε, ἄρπαξε τόν χαρτοφύλακα. Τήν ὥρα ἐκείνη, ὅμως, ἦταν ξαπλωμένη στό κρεββάτι ἡ γυναῖκα τοῦ Πατρικίου μ᾿ ἕναν δοῦλο της καί μοίχευε. Ἀλλ᾿ ὁ νέος, ἀπ᾿ τήν βιασύνη του, δέν τούς ἀντιλήφθηκε. Μά κεῖνοι οἱ ἄθλιοι, πού ἔκαμαν τήν ἁμαρτία, σχεδίασαν ἐναντίον του φοβερά πράγματα…

   Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Πατρίκιος, τοῦ λέει, ἐξοργισμένη τάχα, ἡ μοιχαλίδα κι ἀθεόφοβη γυναῖκα του:
   -Γι᾿ αὐτό ἀγόρασες τόν δοῦλο τοῦτον, γιά νά ἔλθει στήν κλίνη μου νά μέ μοιχεύσει ὁ ξεδιάντροπος; Κι ἄν δέν φώναζα νά μέ βοηθήσει ὁ τάδε, θἄπαιρνε τήν τιμή μου ὁ ἀσεβέστατος. Μήπως εἶμαι ᾿γώ ἀπό τυχαῖο γένος καί μέ καταφρόνησες; Μά τήν εὐχή τῶν γονιῶν μου καί τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μου, σέ προειδοποιῶ ὅτι, ἐάν αὔριο δέν δῶ τό κεφάλι αὐτοῦ τοῦ αὐθάδους καί ἀλητήριου δούλου κομμένο, δέν κάθομαι πλέον οὔτε μιά ὥρα στό σπίτι σου, ἀλλά σέ χωρίζω, παίρνω τήν προῖκα μου καί φεύγω.
   Σάν ἄκουσε τοῦτα ὁ Πατρίκιος θύμωσε κατά τοῦ δούλου του καί τῆς ὑποσχέθηκε νά κάμει ἀμέσως τό θέλημά της.

   Τήν ἄλλη μέρα, συναντήθηκε στό παλάτι μέ τόν ἔπαρχο καί τοῦ λέει:
   -Αὔριο τό πρωΐ θά σοῦ στείλω ἕνα δοῦλο μου κι ὅταν ἔλθει κόψ᾿ του τό κεφάλι, βάλ᾿ το σ᾿ ἕνα σάκκο, σφράγισέ το καί νά μοῦ τό στείλεις.
   Ὁ ἔπαρχος τοῦ ἀποκρίνεται:
   -Ἐγώ, ἄδικη κρίση δέν κάνω· μονάχα, ἐάν μαρτυρήσουν τρεῖς ἄνθρωποι γραπτῶς, ὅτι εἶναι ἄξιος θανάτου, τότε θά τόν φονεύσω.       
   Καί ὁ Πατρίκιος εἶπε ἐνώπιον τριῶν μαρτύρων τήν κατηγορία, ὡς ἑξῆς:
   -Νεαρόν δοῦλο ἀγόρασα κι αὐτός ὁ ἄθλιος ἐπίεσε τήν κυρία του νά κοιμηθεῖ μαζί της.
   Λέγοντας αὐτά, ἔγραψε τήν ἀπόφαση τοῦ θανάτου μέ τό ἴδιο του τό χέρι καί τότε δέχθηκε ὁ ἔπαρχος νά τόν θανατώσει…

   Ὅταν ξημέρωσε, κάλεσε ὁ Πατρίκιος τόν ἀθῶο Θεόφιλο, καί τοῦ λέγει:
   -Πήγαινε στόν ἔπαρχο καί πές του ὅτι τόν χαιρετῶ καί νά μοῦ στείλει ἀπάντηση.
   Πηγαίνοντας, λοιπόν, ὁ καλός δοῦλος, πέρασε μπροστά ἀπό κάποιο Ἱερό Ναό τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, στόν ὁποῖο τήν ὥρα ἐκείνη λειτουργοῦσαν κι ἐδιάβαζαν τόν Ἀπόστολο. Τότε θυμήθηκε τήν πατρική παραγγελία κ᾿ ἐντολή, καί μπαίνοντας στήν Ἐκκλησία παρέμεινε προσευχόμενος ἕως τήν ἀπόλυση τῆς θείας Λειτουργίας…

   Ὁ κάκιστος δοῦλος, πού μοίχευε τήν πατρικία, βλέποντας, ὅτι ἄργησε νά στείλει τό κεφάλι ὁ ἔπαρχος, εἶπε πρός τόν Πατρίκιο:
   -Πηγαίνω ἐγώ νά τό φέρω, ἄν ὁρίζεις.
   Κι ἐκεῖνος τοῦ λέγει:
   -Πήγαινε.

   Περπατοῦσε τρέχοντας ὁ κακός δοῦλος, σά νά ἔμελλε νά λάβει πολυτιμότατο θησαυρό, καί φθάνοντας στήν κατοικία τοῦ ἐπάρχου μπαίνοντας τόν χαιρέτησε ἐκ μέρους τοῦ Πατρικίου. Μά κάπου ἐκεῖ στεκόταν κρυφά ὁ δήμιος μέ τήν ἀκονισμένη σπάθη κι εὐθύς τοῦ ἔκοψε τό κεφάλι, τό ὁποῖο ἔβαλαν σέ λεκάνη μέ νερό κι ἀφοῦ τό ἔπλυναν, τό τύλιξαν σέ μαντήλι καί τὄβαλαν σέ σάκκο· κι ὅταν θά σφράγιζαν τόν σάκκο, νάτος ἔφθασε κι ὁ πιστός καί ἄδολος ὑπηρέτης, πού εἶχε πρωτύτερα λειτουργηθεῖ, κι ἀφοῦ χαιρέτησε τόν ἔπαρχο ἔλαβε ἀπ᾿ αὐτόν τό κεφάλι σφραγισμένο στό σάκκο, δίχως νά γνωρίζει τί περιέχει μέσα.
   Καί σάν ἔφθασε στόν Πατρίκιο καί τόν εἶδαν ὅλοι, ἐθαύμασαν, καί ἰδιατέρως ἡ κυρία του, διότι ἐνῶ τόν ἔστειλε γιά νά τοῦ κόψουν τό κεφάλι, αὐτός ἐπέστρεψε ζωντανός. Τόν ρώτησαν τί κρατοῦσε, κι ἀποκρίθηκε λέγοντας:
   -Καθώς παράγγειλες, κύριέ μου, χαιρέτησα τόν ἔπαρχο κι ἀμέσως μοῦ ἔδωκε αὐτό τό πρᾶγμα νά σοῦ φέρω, ἀλλά δέν γνωρίζω τί ἔχει μέσα.

   Ἔλαβαν τότε αὐτό οἱ ὑπηρέτες καί τό ξεσφράγισαν, καί βρῆκαν τό κεφάλι τοῦ μοιχοῦ. Ἡ δέ μοιχαλίδα πατρικία τρόμαξε κ᾿ ἔμεινε ἄλαλη πολλήν ὥρα. Ἔπειτα, ἀφοῦ συνῆλθε ὁ νοῦς της, κατάλαβε τήν δίκαιη ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ· καί φοβήθηκε μήπως πάθει τά ὅμοια καί κείνη πού ἦταν ἡ αἴτιος τοῦ κακοῦ· γι᾿ αὐτό, ἔκλαψε ἐξ ὅλης καρδίας καί ὁμολόγησε ἐνώπιον πάντων τήν ἀνομία της, λέγοντας:
   -Ἐγώ, ἀφέντη μου, ἡ ἄθλια καί ταλαίπωρη, εἶμαι ἡ ἀφορμή τοῦ μεγάλου κακοῦ καί φοβᾶμαι μήπως πάθω τά ἴδια κατά τά ἔργα μου. Ἐπειδή, «οὐ ἐστι κρυπτόν», ὅπως λέγει ἡ φωνή τοῦ Κυρίου, «ὅ οὐ φανερόν γενήσεται»³. Ἐγώ, κύριέ μου, ἔκανα τήν πονηρή ἁμαρτία μέ τόν φονευθέντα δοῦλο ἐπί τριάμισι χρόνια μέχρι σήμερα, καί δέν τό γνώριζες. Καί τοῦτος ὁ νέος δοῦλος εἶναι καθαρός ἀπό μένα καί ἁμαρτία καθόλου δέν ἔπραξε, ἀλλ᾿ ἄδικα τόν κατηγόρησα ἡ ταλαίπωρη. Ὁ Κύριος, ὅμως, εἶναι «δίκαιος καί δικαιοσύνας ἠγάπησεν», καί ἀποδίδει «ἑκάστῳ κατά τά ἔργα αὐτοῦ»· λοιπόν, ἀφέντη μου, συγχώρησέ με διά τούς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ, καί ὑπόσχομαι νά μή σοῦ φταίξω ἀπό σήμερα καί πλέον…
   Ἐν τῷ μεταξύ, κυριεύθηκαν ὅλοι ἀπό φόβο, φρίκη κ᾿ ἔκσταση, καί δόξαζαν τόν Φιλάνθρωπο Θεό, διότι οὐδέποτε παραβλέπει κι ἐγκαταλείπει ἐκεῖνον πού κάμει τό πανάγιο θέλημά Του!

   Τότε ὁ Πατρίκιος ρώτησε τόν νέο νά τοῦ πεῖ ὅλα τά σχετικά μ᾿ αὐτόν, δηλαδή τήν πολιτεία του καί τίς ἀρετές του.
   Κ᾿ ἐκεῖνος, διηγήθηκε τήν πρωτύτερη εὐγένεια τοῦ πατέρα του, τήν ὕστερη φτώχεια του, τήν ὑπακοή τήν ὁποία ἔκαμε νά πουληθεῖ ὡς δοῦλος γιά νά περιθάλψει τό γῆρας του, καί τήν παραγγελία, τήν ὁποία τοῦ ἔδωσε ἐκεῖνος νά πηγαίνει πρῶτα στήν ἱερή Λειτουργία, καί ὅλα τά ὑπόλοιπα. Καί σάν τἄκουσε, ὁ Πατρίκιος, τόν εἶχε πλέον ὄχι ὡς ὑπηρέτη, ἀλλ᾿ ὡς γυιό του ἀληθινό καί γνήσιο. Κι ὄχι μονάχα τοῦτα, ἀλλά καί κληρονόμο τόν ἔγραψε σ᾿ ὅλον του τόν πλοῦτο, ἐπειδή, πολύ τόν ἀγάπησε!

   Διά τοῦτο, καί μεῖς ἄς φοβηθοῦμε τά κρίματα τοῦ Θεοῦ κι ἄς πηγαίνουμε τακτικά στήν Ἐκκλησία· ἄς στεκόμαστε μετά φόβου καί τρόμου μέχρι τήν ἀπόλυση, ὅπως ἐάν βλέπαμε καί μέ τά αἰσθητά μάτια τόν ἴδιο τόν Δεσπότη Χριστό, ὁποῖος μέλλει νά μᾶς κρίνει κατά τήν φοβερή ἐκείνη ἡμέρα τῆς κοινῆς ἀναστάσεως· καί νά μή ἐξερχόμασθε τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ προτοῦ τελειώσει Ἀκολουθία. Οὔτε νά τολμήσει κανείς νά μιλήσει κατά τήν ὥρα αὐτῆς ἐντός τοῦ Ναοῦ καθόλου, διότι ὅποιος βγαίνει ἀπό τήν Ἐκκλησία χωρίς μεγάλη ἀνάγκη, πεῖ τίποτε περί σωματικῶν φροντίδων καί ὑλικῶν πραγμάτων ἀνωφελῶν καί ματαίων, αὐτός μιμεῖται τόν Ἰούδα, ὁ ὁποῖος σηκώθηκε ἀπό τόν μυστικό δεῖπνο, ἔφυγε καί πῆγε νά προδώσει τόν Ἰησοῦ μας, ὁ ἀχάριστος.


   1. «Ο ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ τῆς ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ», τόμος Β΄ μήν Φεβρουάριος, σελ. 277-280. Βλ. καί «Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία», (Θαῦμα ξε΄) σελ. 431-434.
   2. Πατρίκιος (λατ. patricius): «Στό ρωμαϊκό καί βυζαντινό κράτος ἦταν μέλος τῆς ἀνώτατης κοινωνικά καί πολιτικά τάξης». (Γ. Μπαμπινιώτη, «Λεξικό», σελ. 1358). «Στά βυζαντινά χρόνια, καί μέχρι τόν 12ο αἰ., ἦταν τιμητικός τίτλος (ὄχι κληρονομικός), πού ἀπονεμόταν ἀπό τόν αὐτοκράτορα σέ ἀνώτατους στρατιωτικούς καί πολιτικούς ἄρχοντες (στρατηγούς, διοικητές ἐπαρχιῶν, κλπ.). Οἱ πατρίκιοι ἔπαιρναν μέρος καί στή σ ύ γ κ λ η τ ο (συλλογικό νομοθετικό καί διοικητικό σῶμα εὐγενῶν). Ὁ πρόεδρος τῆς συγκλήτου λεγόταν π ρ ω τ ο πατρίκιος».
   3. Λουκ. η΄ 17.
   4. Ψαλμ. ι΄ 7.
   5. Πρβλ. Ρωμ. β΄ 6.

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ», Γ΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)