Σάββατο 13 Ιουνίου 2020

Τά κρίματα τοῦ Θεοῦ…




Τά κρίματα τοῦ Θεοῦ…


   Κάποιος Ἀββᾶς ἀπό τούς ἀσκητές, εἶχε παρρησία στόν Θεό καί παρακαλοῦσε συχνά μέ πολλά δάκρυα, νά τοῦ φανερώσει τίς κρίσεις καί ἀποφάσεις Του, πού γίνονται μέ τέτοιον τρόπο, πού δέν τίς καταλαβαίνουν οἱ ἄνθρωποι ἀλλά νομίζουν πώς εἶναι παράξενα καμώματα.
   Ὁ Μεγαλοδύναμος Κύριος, γιά πολύ καιρό δέν ἤθελε νά τοῦ δείξει τίποτε, ἐπειδή εἶναι ἀδύνατον στήν ἀνθρωπότητα νά γνωρίσει καί νά κατανοήσει τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ.
   Μά κι ὁ Ἀσκητής δέν ἔπαυε νύκτα καί μέρα νά δέεται καί νά παρακαλεῖ.

   Καί λοιπόν, μία τῶν ἡμερῶν, θέλοντας ὁ Θεός νά τόν πληροφορήσει, ἔβαλε στήν καρδιά του λογισμό κι ἐπιθυμία νά πάει νά δεῖ ἕνα Γέροντα ἀσκητή, ὁ  ὁποῖος ἦταν σ᾿ ἄλλον τόπο κι ἔπρεπε νά κάμει πολλῶν ἡμερῶν δρόμο…

   Σάν ἄρχισε τήν πορεία του ὁ Ἀσκητής, τοῦ ἔστειλε ὁ Θεός ἕναν ἅγιο Ἄγγελο μέ τήν μορφή νεαροῦ Μοναχοῦ, πού τόν συναπαντᾶ καί τόν χαιρετᾶ μέ τόν καλογερικό χαιρετισμό:
   -Εὐλόγησον Πάτερ.
   Κι ὁ Ἀββᾶς ἀποκρίθηκε:
   -Ὁ Θεός συγχωρήσει σε, παιδί μου.
   Λέγει ὁ Ἄγγελος πρός τόν Γέροντα:
   -Ποῦ πηγαίνεις Ἀββᾶ;
   Τοῦ λέει ὁ Ἀσκητής:
   -Πηγαίνω  στόν τάδε Ἀσκητή νά τόν δῶ.
   -Κ᾿ ἐγώ ἐκεῖ πηγαίνω, λέγει ὁ Ἄγγελος, ἄς πᾶμε οἱ δυό ἀντάμα.

   Περπατῶντας μαζί τήν πρώτη μέρα, κατά τό σούρουπο πῆγαν νά διανυκτερεύσουν σ᾿ ἕνα χωριό, πού ἦταν ἕνας ἄνθρωπος θεοφοβούμενος κ᾿ εὐλαβής τούς φιλοξένησε καί τούς περιποιήθηκε μέ χαρά, καί γιά νά τούς τιμήσει ἔφερε στό τραπέζι δίσκο ἀσημένιο. Μά, ὅταν ἔπρεπε ν᾿ ἀναχωρήσουν, πῆρε ὁ Ἄγγελος κρυφά τόν δίσκο, τόν πέταξε ψηλά στόν ἀέρα καί χάθηκε.
   Ὁ Γέροντας σάν εἶδε τοῦτο, λυπήθηκε, ἀλλά δέν μίλησε…

   Τήν δεύτερη μέρα, πῆγαν καί κόνεψαν σ᾿ ἄλλο χωριό. Ἐκεῖ τούς φιλοξένησε μέ περισσή ἀγάπη κάποιος καλόψυχος, φιλομόναχος κ᾿ εὐλαβέστατος χριστιανός, ποὔχε ἕνα μοναχογυιό καί τόν ἔφερε μπροστά τους γιά νά τόν εὐλογήσουν καί νά τόν εὐχηθοῦν. Μά ὁ Ἄγγελος, ὅταν κίνησε μέ τόν Ἀσκητή γιά νά φύγουν, ἅρπαξε τό παιδί ἀπ᾿ τόν λαιμό καί τὄπνιξε… Βλέποντας τό συμβάν τοῦτο, ἐξεπλάγη καί τρόμαξε ὁ Ἀββᾶς, μολαταῦτα, ἐσιώπησε καί πάλι…

   Περπατῶντας μαζί καί τήν τρίτη μέρα, πῆγαν γιά νά καταλύσουν σ᾿ ἕναν ἄλλον τόπο, ὅμως ἐκεῖ δέν βρέθηκε κανείς νά τούς ὑποδεχθεῖ καί φιλοξενήσει γι᾿ αὐτό καί κάθισαν στό ὕπαιθρο κοντά σέ μιά αὐλή. Σ᾿ ἐκείνη τήν αὐλή, ὑπῆρχε ἕνας τοῖχος ἑτοιμόρροπος, κι ὁ Ἄγγελος σηκώθηκε, ἀνασκουμπώθηκε, τόν γκρέμισε καί τόν ξανάχτισε ἀμέσως ἀπ᾿ τά θεμέλια…

   Βλέποντας κι αὐτά τά καμώματα ὁ Ἀσκητής, δέν μπόρεσε πλέον νά βαστάξει, κι ἄρχισε νά λέγει πρός τόν Ἄγγελο:
   -Σέ ξορκίζω στ᾿ ὄνομα τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου νά μοῦ πεῖς τήν ἀλήθεια. Τί εἶν᾿ αὐτά πού ἔκαμες; Ἄγγελος εἶσαι ἤ δαίμονας; Τά ἔργα πού ἔκαμες, δέν εἶναι ἀνθρώπου ἔργα.
   -Τί ἔκανα;  ρώτησε ὁ Ἄγγελος.
   Κι ὁ Γέροντας εἶπε:
   -Χθές καί προχθές, μᾶς δέχθηκαν ἐκεῖνοι οἱ καλοί καί φιλόχριστοι ἄνθρωποι καί μᾶς φιλοξένησαν μέ πολλή ἀγάπη καί σύ, πῆρες τοῦ ἑνός τόν πολύτιμο δίσκο καί τόν ἔρριξες στόν ἀέρα κ᾿ ἐξαφανίσθηκε, καί τοῦ ἄλλου ἔπνιξες τό πολυαγαπημένο μοναχοπαίδι! Καί τώρα, ἐδῶ πού ἤλθαμε δέν μᾶς ἔδωκαν καμμιά παρηγοριά καί φιλοξενία, καί σύ ἔπιασες νά χτίζεις καί νά τούς εὐεργετεῖς!…

   Τότε, τοῦ λέει ὁ Ἄγγελος:
   -Ἄκουσε Ἀββᾶ, νά σοῦ φανερώσω κι ἐγώ τήν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων.
   Ἐκεῖνος ὁ πρῶτος, πού μᾶς δέχθηκε μέ καλωσύνη, εἶναι, ὄντως, ἄνθρωπος θεοφιλής καί δίκαιος, διοικεῖ καί κυβερνᾶ τά ὑπάρχοντά του, κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ δίσκος, ὅμως, ὁ ἀσημένιος προέρχεται ἀπό ἄδικη κληρονομιά, καί γιά νά μή χάσει μαζί μ᾿ ἐκεῖνον καί τόν μισθό ὅλων τῶν ἀγαθῶν πού κάνει, μέ πρόσταξε ὁ Καλός Θεός νά τόν ἐξαφανίσω, γιά νά εἶναι ἡ φιλοξενία του καθαρή κι ἄδολη…

   Ὁ δεύτερος, πού μᾶς δέχθηκε μέ πλούσια ἀγάπη καί μᾶς φιλοξένησε, εἶναι εὐλαβής καί πολλῆς ἀρετῆς ἄνθρωπος ἄν ὅμως, ζοῦσε καί μεγάλωνε ὁ γυιός του ἐκεῖνος, θἄμελλε νά γίνει ἐργαλεῖο τοῦ Σατανᾶ καί νά πράξει πολλά κακά καί ἄτοπα, καί θά γινόταν αἰτία νά λησμονηθοῦν τά καλά ἔργα τοῦ πατέρα του. Γιά τοῦτο, ὅρισε ὁ Ἀγαθός Θεός νά πεθάνει ὁ γυιός του ἔτσι μικρός-μικρός, γιά νά σωθεῖ κ᾿ ἡ δική του ψυχή, καί τοῦ πατέρα του…

   -Καλῶς ἔπραξες ὅλα τοῦτα, εἶπε ὁ Ἀββᾶς. Ἀλλ᾿ ἐδῶ τί ἔχεις νά πεῖς; Γιατί ξανάχτισες τόν τοῖχο;

   Τοῦ ἀποκρίνεται ὁ Ἄγγελος:
   -Γνώρισε Πάτερ καί περί αὐτοῦ, ὅτι ὁ ἰδιοκτήτης τῆς αὐλῆς τούτης, εἶναι κακός κι ἄδικος ἄνθρωπος, καί θέλει νά βλάψει πολλούς μά δέν μπορεῖ λόγῳ τῆς φτώχειας του. Ὁ παππούς του ὅμως, ὅταν ἔχτιζε κεῖνον τόν τοῖχο ἔκρυψε μέσα σ᾿ αὐτόν πολλά χρήματα, κι ἄν τόν ἀφήναμε νά πέσει, ὁ κακότροπος ἄνθρωπος πού τόν ἐξουσιάζει θἄπαιρνε ἀφορμή νά τόν ξαναχτίσει κι ἀνακατώνοντας τά λιθάρια θἄβρισκε τόν θησαυρό αὐτόν γιά νά τόν μεταχειρισθεῖ στίς κακές του ἐπιθυμίες. Γιά τόν λόγο τοῦτο, μέ πρόσταξε ὁ Παντογνώστης Θεός νά στερεώσω τόν τοῖχο, νά μή βρεῖ τά χρήματα ὁ κακόψυχος ἄνθρωπος, ἐπειδή ὅπως σοῦ προεῖπα, θά τά χρησιμοποιήσει στά κακά του θελήματα γιά βλάβη τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλ᾿ ἔχει ὁ Θεός καιρό, νά φανερώσει τόν κρυμμένο θησαυρό σέ κάποιον ἄλλον ἄνθρωπο πού θά τόν μεταχειρισθεῖ σ᾿ ἀγαθά κι ὠφέλιμα ἔργα…

   Αὐτά, Γέροντά μου, εἶναι ἀπ᾿ τίς κρίσεις καί τίς ἀποφάσεις τοῦ Θεοῦ πού ζητοῦσες νά μάθεις. Πήγαινε, λοιπόν, στό κελλάκι σου καί μή σέ νοιάζει γιά τά πράγματα τοῦ κόσμου, πῶς καί γιατί γίνονται. Διότι, «τά κρίματα» τοῦ μεγάλου καί φοβεροῦ Θεοῦ εἶναι «ἄβυσσος πολλή», ὅπως εἶπε ὁ προφήτης, καί οἱ ὁδοί Αὐτοῦ εἶναι ἀνεξιχνίαστες κι ἀκατανόητες κ᾿ εἶναι ἀδύνατον στόν ἄνθρωπο νά γνωρίσει τά πάντα ἐπακριβῶς.
   Πίστευε, Πάτερ, ὅτι ὁ Θεός δέν κάνει καμμιά ἀδικία, ἀλλ᾿ ὅσα ἀφήνει νά γίνονται, δικαίως καί καλῶς γίνονται!…

   Σάν ἄκουσε, ἀπ᾿ τόν ἅγιο Ἄγγελο, τούς λόγους τούτους, ὁ σεβάσμιος Ἀσκητής δόξασε τόν Ὕψιστο Θεό! Κ᾿ ἐπέστρεψε στό ταπεινό του κελλί, δίχως τοῦ λοιποῦ νά ἐξετάζει τά κρίματα τοῦ Πανσόφου Θεοῦ!


(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ», Γ΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)