Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2023

Ὁ ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Μέγας




Ὁ ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Μέγας

Ἑορτάζει τὴν κ΄ (20η) Ἰανουαρίου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Τί κοινόν, Εὐθύμιε, σοὶ καὶ τῷ βίῳ;

Πρὸς Ἀγγέλους ἄπαιρε τοὺς ξένους βίου.

Λῆξε βίου Εὐθύμιος εἰκάδι ἠϋγένειος.


   Τοῦτος ὁ ὅσιος πατὴρ ἡμῶν καὶ μέγας Εὐθύμιος ἦταν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Γρατιανοῦ, ἐν ἔτει τοζ΄ (377), καταγόμενος ἀπὸ τὴν Μελιτινὴ ποὺ βρίσκεται στὴν Ἀρμενία, γυιὸς γονέων εὐσεβῶν καὶ πιστῶν, τοῦ Παύλου καὶ τῆς Διονυσίας.

   Καὶ καθὼς ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης γεννήθηκε ἀπὸ στεῖρα μητέρα, ἔτσι καὶ ὁ ὅσιος τοῦτος Εὐθύμιος γεννήθηκε ἀπὸ στεῖρα κ’ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ ὄνομα Εὐθύμιος, προτοῦ νὰ συλληφθεῖ. Ἐπειδὴ δηλαδὴ οἱ γονεῖς του παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸ νὰ τοὺς δώσει τέκνο, γιὰ τοῦτο ἔγινε σ’ αὐτοὺς φωνὴ δι’ Ἀγγέλου, ἡ ὁποία ἔλεγε νὰ εὐθυμοῦν καὶ νὰ χαίρουν –ἢ μᾶλλον ὅτι πρέπει νὰ εὐθυμοῦν καὶ νὰ χαίρουν ὅλοι καὶ ὄχι μόνον οἱ γονεῖς του–, καθότι μαζὶ μὲ τὴν γέννηση τοῦ παιδιοῦ θὰ καταλυθεῖ πᾶσα αἵρεση καὶ καθολικὴ (γενικὴ) εἰρήνη θὰ χαρισθεῖ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Κ’ ἔτσι γιὰ τὴν αἰτία αὐτὴ ὀνομάσθηκε ὁ ὅσιος τοῦτος Εὐθύμιος.

   Ἀφοῦ δὲ πέθανε ὁ πατέρας τοῦ ἁγίου, προσφέρθηκε ὁ ὅσιος ἀπὸ τὴν μητέρα του στὸν Εὐτρώϊο τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Μελιτινῆς, ἀπὸ τὸν ὁποῖο συναριθμήθηκε στὸ τάγμα τῶν κληρικῶν. Κι ἐπειδὴ στάθηκε ἐπιτήδειος στὴν παιδεία τῶν ἱερῶν μαθημάτων καὶ ὑπερέβαλε ὅλους τοὺς ἐνάρετους στὴν αὔξηση τῆς ἀσκήσεως καὶ ἀρετῆς, ἀναγκάσθηκε νὰ χειροτονηθεῖ Πρεσβύτερος καὶ νὰ δεχθεῖ τὴν προστασία κ’ ἐπιμέλεια τῶν ἱερῶν ἀσκητηρίων καὶ μοναστηριῶν. Κι ὅταν ἔφθασε στοὺς εἰκοσιεννέα χρόνους τῆς ἡλικίας του, πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ συγκατοίκησε μὲ τὸν ὅσιο Θεόκτιστο σ’ ἕνα σπήλαιο, τὸ ὁποῖο βρισκόταν στὸ βουνό. Καί ’κεῖ κατοικῶντας ὁ ὅσιος ἐλευθέρωσε πολλοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ δεινὰ πάθη καὶ ἀσθένειες.

   Λέγεται δὲ ὅτι καὶ ὁ ὅσιος τοῦτος Εὐθύμιος ἀπὸ πολὺ λίγα ψωμιὰ ἔθρεψε τετρακόσιους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν στὸ μοναστῆρι. Κι ὄχι μόνον αὐτὸς ἔλυσε τὴν στείρωση τῆς μητέρας του καὶ γεννήθηκε, ἀλλὰ καὶ ἄλλες στεῖρες κι ἄτεκνες γυναῖκες ἀπέδειξε γόνιμες καὶ πολύτεκνες διὰ τῆς προσευχῆς του. Αὐτὸς ἄνοιξε τὶς πύλες τοῦ οὐρανοῦ, καθὼς καὶ ὁ μέγας Ἠλίας, κ’ ἔφερε βροχὴ καὶ μὲ αὐτὴ γιάτρεψε τὴν γῆ, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ ἀκαρπία. Φανέρωσε δὲ τὴν ἐσωτερικὴ λαμπρότητα τῆς ψυχῆς τοῦ θείου Εὐθυμίου ὁ στύλος τοῦ πυρός, τὸν ὁποῖο εἶδαν οἱ παρεστῶτες ὅτι κατέβηκε ἀπ’ τοὺς οὐρανούς, ὅταν λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος τὴν ἀναίμακτη θυσία, κ’ ἔλαμπε τὸν Ὅσιο ἕως ποὺ τελείωσε ὁ καιρὸς τῆς ἱερουργίας.

   Σημεῖο δὲ καὶ ἀπόδειξη τῆς τέλειας καθαρότητας καὶ ἁγνείας τοῦ Ὁσίου τούτου στάθηκε τὸ νὰ βλέπει νοερὰ μὲ τὸ διορατικὸ μάτι τῆς ψυχῆς τὶς διαθέσεις καὶ καταστάσεις τῶν ψυχῶν ἐκείνων, ποὺ πλησίαζαν γιὰ νὰ μεταλάβουν τὰ ἄχραντα μυστήρια· δηλαδή, ποιός μεταλαμβάνει μὲ καθαρὴ συνείδηση, καὶ ποιός μὲ μολυσμένη. Κι ἀφοῦ ἔφτασε στὸν ἐνενηκοστὸ ἕβδομο χρόνο τῆς ζωῆς του, ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον.

   Ἦταν δὲ κατὰ μὲν τὸ εἶδος τοῦ προσώπου χαρίεις (χαριτωμένος), κατὰ δὲ τὸν τρόπο τῆς ψυχῆς ἦταν εὐκολοπλησίαστος καὶ ἁπλοῦς, κατὰ τὸ χρῶμα ἦταν λευκός. Καὶ κατὰ τὴν ἡλικία καὶ τὸ ἀνάστημα τοῦ σώματος ἦταν εὐπρεπὴς καὶ σεμνός· εἶχε τὶς τρίχες λευκὲς καὶ τὸ γένι μακρὺ ἕως στοὺς μηρούς του.

   Καὶ λέγουν γιὰ τὸν ἅγιο τοῦτον ὅτι, ὅταν ἔμελλε ν’ ἀποθάνει κάποιος μοναχὸς τὸν ὁποῖο νόμιζαν οἱ πολλοὶ –κρίνοντας μὲν κατὰ τὰ ἔξω καὶ τὰ φαινόμενα– ὅτι ἦταν σώφρων καὶ ἐγκρατὴς καὶ ἅγιος, ὅμως –κατὰ δὲ τὰ ἔσω καὶ τὴν καρδία– ἦταν ἀκόλαστος καὶ ἀκρατής, ἐπειδὴ συγκατατίθετο καὶ γλυκαινόταν στοὺς αἰσχροὺς λογισμούς, ὅταν, λέγω, ὁ μοναχὸς τοῦτος ἔμελλε νὰ πεθάνει, ἔβλεπε ὁ μακάριος Εὐθύμιος ἕναν Ἄγγελο, ποὺ βάσταζε ἀκόντιο μὲ τρία δόντια καὶ μ’ αὐτὸ ξερίζωνε κι ἔβγαζε βίαια τὴν ψυχὴ τοῦ ἀθλίου ἐκείνου μοναχοῦ, κ’ εὐθὺς ἄκουσε καὶ φωνή, ἡ ὁποία φανέρωνε τὰ κρυπτὰ κι αἰσχρὰ διανοήματα τοῦ ἀποθανόντος. Τελεῖται δὲ ἡ τοῦ Ὁσίου σύναξη στὴν ἁγιώτατη μεγάλη Ἐκκλησία.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 3ος, σελ. 104-106. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).