Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2023

Ὁ ἅγιος μάρτυς Νικηφόρος




Ὁ ἅγιος μάρτυς Νικηφόρος

Ἑορτάζει τὴν θ΄ () Φεβρουαρίου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Τὸν ἐκ παλαιοῦ κλητικὸν Νικηφόρον,

Τμηθέντα γνῶθι πρακτικὸν Νικηφόρον,

Φασγάνῳ ἀμφ’ ἐνάτῃ, Νικηφόρε, δειροτομήθης.


   Τοῦτος ὁ ἅγιος μάρτυς Νικηφόρος ἦταν κατὰ τοὺς χρόνους Οὐαλλεριανοῦ καὶ Γαληΐνου τῶν βασιλέων, ἐν ἔτει σξ΄ (260), ἰδιώτης κατὰ τὴν τύχη. Τοῦτος λοιπὸν εἶχε ὑπερβολικὴ φιλία μὲ κάποιον Σαπρίκιο ποὺ ἦταν ἱερέας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος ὕστερ’ ἀπὸ κάποια αἰτία, –καὶ μᾶλλον ἀπὸ διαβολικὴ ἐνέργεια–, μίσησε τὸν ἅγιο κ’ ἔγινε ἐχθρός του ἀφίλιωτος. Γιὰ  τὸν λόγο αὐτόν, ὁ ἅγιος Νικηφόρος πολλὲς φορὲς μεταχειρίσθηκε μεσίτες κ’ ἔβαλε διαμεσολαβητὲς στὸν Σαπρίκιο ζητῶντας συγχώρηση καὶ ἐπικαλούμενος τὴν παλαιὰ φιλία. Ὁ Σαπρίκιος ὅμως ἐπ’ οὐδενὶ δὲν ἤθελε νὰ συγχωρήσει τὸν φίλο του, ἀλλὰ φύλαγε (διατηροῦσε) τὴν ἔχθρα καὶ τὴν μνησικακία στὴν καρδιά του.

   Μιὰ φορὰ δέ, κρατήθηκε ὁ Σαπρίκιος ἀπ’ τοὺς εἰδωλολάτρες ὡς Χριστιανὸς καὶ ὡς ἱερεὺς τῶν Χριστιανῶν καὶ ὁδηγεῖτο στὸ νὰ βασανισθεῖ. Τότε ὁ θεῖος Νικηφόρος σκεπτόμενος ὅτι ἦταν ὁ ἁρμόδιος (κατάλληλος) καιρὸς γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τὸν Σαπρίκιο ἀπ’ τὴν ἔχθρα, ἔτρεξε κ’ ἔπεσε στὰ πόδια του παρακαλῶντάς τον νὰ τὸν συγχωρήσει, ἂν καὶ τοῦτος ὁ εὐλογημένος δὲν ἦταν αἴτιος τῆς ἔχθρας αὐτῆς. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν εἰσακουγόταν, ὁ ἀοίδιμος Νικηφόρος, πολλὲς φορὲς τὸν πρόφθανε στὴν ὁδὸ κ’ ἔπεφτε στὰ πόδια του ζητῶντας συγχώρηση· ἀλλ’ ὁ σαπρὸς Σαπρίκιος ἔμενε ἀδυσώπητος καὶ δὲν ἤθελε νὰ καμφθεῖ.

   Ἀφοῦ δὲ δοκίμασε πολλὰ βάσανα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν πείσθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, στὸ τέλος καταδικάσθηκε ν’ ἀποκεφαλισθεῖ. Μεταφερόταν λοιπὸν ὁ δυστυχὴς Σαπρίκιος στὸν τόπο τῆς καταδίκης καὶ πλησίαζε στὸ νὰ λάβει τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Τότε ὁ καλὸς Νικηφόρος φοβούμενος μήπως τὸ μαρτύριο τοῦ Σαπρικίου γίνει ἀπρόσδεκτο στὸν Θεό, λόγῳ τοῦ πάθους τῆς ὀργῆς καὶ τῆς μνησικακίας τὴν ὁποία εἶχε, προσπαθοῦσε μὲ κάθε τρόπο κ’ ἔκαμε τὰ πάντα γιὰ νὰ τὸν καταπείσει νὰ διαλύσει τὴν ἔχθρα, ὥστε νὰ γίνει τὸ μαρτύριό του ἀκατηγόρητο· ἀλλ’ ὁ Σαπρίκιος οὔτε τότε ἄφησε τὴν ὀργὴ καὶ τὴν μνησικακία. Κ’ ἔτσι, γυμνώθηκε ὁ ἄθλιος ἀπὸ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, σκοτίσθηκε στὸν νοῦ κι ἀρνήθηκε, –ἀλίμονο!– τὸν Χριστὸ καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ πλησίον ἔχασε καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ1. Βλέποντας τοῦτο ὁ μακάριος Νικηφόρος λυπήθηκε ἄμετρα κ’ ἔχυσε πολλὰ δάκρυα καὶ πολὺ παρακάλεσε τὸν Σαπρίκιο νὰ μὴ ἐκπέσει τελείως ἀπ’ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ γίνει παίγνιο στοὺς ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους ἐχθρούς, τυράννους μαζὶ καὶ δαίμονες.

   Ἐπειδὴ ὅμως, ἔλεγε τὰ λόγια του σὲ κωφό, κατὰ τὴν κοινὴ παροιμία, διὰ τοῦτο ἀντὶ τοῦ Σαπρικίου ποὺ ἀρνήθηκε, μπῆκε ὁ τρισόλβιος Νικηφόρος στὸν ἀγῶνα τοῦ μαρτυρίου καὶ ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὸν Χριστό. Κ’ ἔτσι, κατὰ προσταγὴ τοῦ ἡγεμόνα ἀποκεφαλίσθηκε ὁ ἀοίδιμος κ’ ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τὸ στεφάνι.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 3ος, σελ. 239-241. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).


1. Εἶναι εὐκαιρία νὰ ποῦμε ἐδῶ τὰ τοῦ θείου Χρυσορρήμονος λόγια: «Ἀγάπης οὐδέν, οὔτε μεῖζον, οὔτε ἴσον ἐστίν, οὐδὲ αὐτὸ τὸ μαρτύριον, ὃ πάντων ἐστὶ κεφάλαιον τῶν ἀγαθῶν, καὶ πῶς; Ἄκουσον. Ἀγάπη μὲν καὶ χωρὶς μαρτυρίου ποιεῖ μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ, μαρτύριον δὲ χωρὶς ἀγάπης οὐκ ἂν ἰσχύσειε τοῦτο ἐργάσασθαι» (Λόγ. εἰς τὸν μεγαλομάρτυρα Ῥωμανόν). Καὶ πάλι ἑρμηνεύοντας τὸ «Ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις τὴν ἀγάπην, ἥτις ἐστὶ σύνδεσμος τῆς τελειότητος» λέγει: «ὃ δὲ θέλει εἰπεῖν τοῦτό ἐστιν· ὅτι πάντα ἐκεῖνα αὕτη συσφίγγει· ὅπερ ἂν εἴπῃς ἀγαθὸν ταύτης ἀπούσης οὐδέν ἐστιν, ἀλλὰ διαρρεῖ. Οἷα γὰρ ἐάν τις ἔχῃ κατορθώματα, πάντα φροῦδα ἀγάπης μὴ οὔσης» (Λόγ. η΄ εἰς τὴν πρὸς Κολασσαεῖς). Καὶ πάλι λέγει ὀ αὐτὸς ὅτι οὐδὲ τοὺς ἀπίστους πρέπει νὰ μισοῦμε, ἀλλὰ τὰ πονηρὰ αὐτῶν δόγματα: «Τί οὖν φησιν, ἂν ἐχθροὶ ὦσι καὶ Ἕλληνες, οὐ δεῖ μισεῖν; Μισεῖν μέν, οὐκ ἐκείνους δέ, ἀλλὰ τὸ δόγμα μισεῖν, οὐ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὴν πονηρὰν πρᾶξιν, τὴν διεφθαρμένην γνώμην· ὁ μὲν γὰρ ἄνθρωπος ἔργον Θεοῦ, ἡ δὲ πλάνη ἔργον τοῦ διαβόλου· μὴ τοίνυν ἀναμίξῃς τὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ τοῦ διαβόλου» (λόγ. λγ΄ εἰς τὴν Α΄ πρὸς Κορινθ.). Ἁρμόδιο εἶναι νὰ ἀναφέρουμε ἐδῶ καὶ ἐκεῖνο ποὺ γράφει ὁ Εὐεργετινός, σελ. 541, δηλαδή, ὅτι δύο ἀδελφοὶ πιάσθηκαν στὸν καιρὸ τοῦ διωγμοῦ κι ἀφοῦ βασανίσθηκαν ρίχθηκαν στὴν φυλακή. Ἐπειδὴ ὅμως ἀκολούθησε μεταξύ τους κάποιος παροξυσμὸς καὶ λογοτριβή, ὁ μὲν ἕνας ἀφοῦ μετανόησε, διὰ τοῦτο ἔβαλε μετάνοια γρήγορα στὸν ἀδελφὸ λέγοντας· «ἀκολουθεῖ σὲ μᾶς αὔριο νὰ τελειωθοῦμε μὲ τὸ μαρτύριο, γι’ αὐτὸ ἂς διαλύσουμε τὴν ἔχθρα κι ἂς κάμουμε ἀγάπη»· ὁ ἄλλος ὅμως δὲν πείσθηκε νὰ κάμει τὸ ἴδιο. Καὶ τὴν ἑπομένη ἡμέρα ὁδηγήθηκαν καὶ οἱ δύο στὸ κριτήριο καὶ βασανίσθηκαν· κ’ ἐκεῖνος ποὺ δὲν θέλησε νὰ λύσει τὴν ἔχθρα, εὐθὺς μὲ τὴν πρώτη δοκιμὴ τῶν βασάνων νικήθηκε κι ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Ὅταν λοιπὸν τὸν ρώτησε ὁ ἄρχοντας, «γιατί χθὲς ποὺ δοκίμασες τόσα βάσανα δὲν ἀρνήθηκες, καὶ τώρα τόσο γρήγορα νικήθηκες;» Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Διότι χθὲς μὲν εἶχα ἀγάπη μὲ τὸν ἀδελφό μου, γιὰ τοῦτο καὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μ’ ἐνδυνάμωνε κ’ ὑπέμεινα τὰ βάσανα, τώρα δέ, ἐπειδὴ μνησικάκησα στὸν ἀδελφό μου, γιὰ τοῦτο γυμνώθηκα ἀπ’ τὴν σκέπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν παρηγορία καὶ τὴν δύναμη.»