Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2023

Ὁ ὅσιος Ἀβραάμης




Ὁ ὅσιος Ἀβραάμης

Ἑορτάζει τὴν ιδ΄ (14η) Φεβρουαρίου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Πράξει τὸ ταὐτὸν εὗρε κλήσεως πλέον,

Πρὸς τὸν σύνοικον Ἀβραὰμ Ἀβραάμης.


   Τοῦτος ὁ Ὅσιος ἦταν κατὰ τοὺς χρόνους Θεοδοσίου τοῦ μεγάλου, ἀπὸ τὴν πόλη Κύρρο1, στὴν ὁποία γεννήθηκε κι ἀνατράφηκε καὶ σύναξε τὸν πλοῦτο τῆς ἀσκητικῆς πολιτείας κι ἀρετῆς. Μὲ τόση δὲ ἀγρυπνία καὶ ὁλονύκτια στάση καὶ νηστεία κατεδαπάνησε τὸ σῶμά του ὁ μακάριος, ὥστ’ ἔμεινε ἀκίνητος γιὰ πολλοὺς χρόνους, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ περπατᾶ. Μαθαίνοντας δὲ ὅτι ἦταν ἕνα χωριὸ κοντὰ στὸ ὄρος τοῦ Λιβάνου γεμάτο ἀπὸ εἴδωλα πῆγε ἐκεῖ κι ἀφοῦ νοίκιασε μιὰ οἰκία κάθησε ἡσυχάζοντας τρεῖς ἡμέρες. Κατὰ τὴν τετάρτη μέρα, ἐνῶ ἔβγαινε ἥσυχος, πρῶτα μὲν πιάσθηκε καὶ χώθηκε μὲ χῶμα ἀπ’ τοὺς ἐκεῖ εἰδωλολάτρες. Ἔπειτα δὲ προστάζονταν ἀπ’ αὐτοὺς ἀναγκαστικῶς νὰ φύγει μακριὰ ἀπ’ τὸν τόπο αὐτόν. Ἐρχόμενοι ὅμως τότε ’κεῖ αὐτοὶ ποὺ συγκέντρωναν τοὺς φόρους, ἔδερναν ἄσπλαγχνα τοὺς κατοίκους ζητῶντας ἀπ’ αὐτοὺς τὰ βασιλικὰ δοσίματα. Ὁ δὲ ὅσιος Ἀβραάμης τοὺς σπλαγχνίσθηκε κ’ ἔδωκε στοὺς φορολόγους τὰ δοσίματα αὐτῶν κι ἔτσι ἐλευθέρωσε ἀπ’ τοὺς δαρμοὺς ἐκείνους ποὺ πρωτύτερα τὸν τιμωροῦσαν καὶ τὸν βασάνιζαν.

   Κ’ ἐκεῖνοι βλέποντας τοῦτο ὑπερθαύμασαν τὴν φιλανθρωπία τοῦ Ὁσίου· ἐξ αὐτῆς λοιπὸν τῆς αἰτίας ἔγιναν Χριστιανοί, κι εὐθὺς ἔκτισαν καὶ Ἐκκλησία καὶ τὸν ἀνάγκαζαν (πίεζαν) νὰ γίνει σ’ αὐτοὺς ἱερεύς. Ὁ δὲ Ὅσιος ἀφοῦ ἱερώθηκε κάθισε τρεῖς χρόνους ἐκεῖ καὶ τοὺς ὁδήγησε καλῶς πρὸς τὴν εὐσέβεια καὶ τοὺς στερέωσε, κ’ ὕστερα γύρισε πάλι στὸ ἀσκητικό του κελλὶ ἀφήνοντας σ’ ἐκείνους ἄλλον ἰερέα ἀντὶ τοῦ ἑαυτοῦ του.

   Μὲ τέτοια λοιπὸν θεάρεστα ἔργα διαλάμποντας ὁ Ὅσιος ἔγινε ἐπίσκοπος τῶν Καρρῶν2, ἡ ὁποία ἦταν πόλη τῆς Παλαιστίνης γεμάτη ἀπὸ εἴδωλα. Πηγαίνοντας δὲ ἐκεῖ μὲ μύριους πόνους καὶ μὲ θεόπνευστες διδασκαλίες ἐπανέφερε μέσα σὲ λίγο καιρὸ τοὺς κατοίκους στὴν εὐσέβεια καὶ τοὺς πρόσφερε στὸν Κύριο, διδάσκοντάς τους πρῶτα διὰ τῶν ἔργων. Καθόσον σὲ ὅλο τὸν καιρό, κατὰ τὸν ὁποῖον ἦταν ἀρχιερεύς, οὔτε ψωμὶ ἔτρωγε, οὔτε ὄσπρια, οὔτε χόρτα μαγειρεμένα ἀπὸ φωτιά, ἀλλὰ μόνον ἔτρωγε μαρούλια καὶ πικρίδες καὶ μακεδονήσια κι ἄλλα ὅμοια χόρτα ὠμά, ἔπινε δὲ καὶ λίγο νερό.

   Κι ἀκούγοντας τὰ περὶ αὐτοῦ θαυμαστὰ ὁ βασιλεὺς Θεοδόσιος, τὸν κάλεσε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ λοιπὸν ὁ Ὅσιος ἀφοῦ πῆγε κ’ ἔζησε λίγο καιρὸ παρέδωκε τὴν ἁγία ψυχή του εἰς χεῖρας Θεοῦ. Τὸ δὲ σῶμά του τὸ ἔστειλε στὴν πόλη τῶν Καρῶν μετὰ μεγάλης τιμῆς ὁ ἀνωτέρω εὐσεβέστατος βασιλεὺς Θεοδόσιος.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 3ος, σελ. 264-267. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).



1. Κύρρος, ἦταν ἀρχαία ἑλληνιστικὴ πόλη στὴν ἐπαρχία Κυρρηστικὴ τῆς βορείου Συρίας. Εἶναι ἡ σημερινὴ Μουχαφαζὰτ (Mouhafazat) ἡ ὁποία βρίσκεται 70 χιλιόμετρα βορειοδυτικὰ ἀπὸ τὸ Χαλέπι, κοντὰ στὰ τουρκικὰ σύνορα.

2. ΚάρρεςΚάρραι, εἶναι ἡ βιβλικὴ Χαρρὰν ἀρχαία πόλη τῆς Μεσοποταμίας στὴν σημερινὴ Τουρκία, στὰ πρωτοχριστιανικὰ χρόνια ἦταν γνωστὴ ὡς Ἑλληνόπολις.