Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2023

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ τῆς ΚΥΡΙΑΚΗΣ

 



ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ

(Λουκ. ιε΄ 11-32)


   «Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς.

   καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον.

   καὶ μετ᾽ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως.

   δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι.

   καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους.

   καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ.

   εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι!

   ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου·

   οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.

   καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.

   εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου.

   εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας,

   καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν,

   ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι.

   Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν,

   καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα.

   ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν.

   ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν.

   ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ·

   ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν.

   ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾽ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν·

   εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.»



   Εἶπε ὁ Κύριος τὴν ἑξῆς παραβολή: Ἕνας ἄνθρωπος εἶχε δύο γυιούς.

   Καὶ εἶπε ὁ νεώτερος ἀπὸ αὐτοὺς στὸν πατέρα: Πατέρα, δός μου τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας ποὺ μοῦ ἀνήκει. Καὶ ὁ πατέρας μοίρασε σ’ αὐτοὺς τὴν περιουσία του.

   Κ’ ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ νεώτερος γυιὸς μάζεψε ὅλα ὅσα τοῦ εἶχε δώσει ὁ πατέρας καὶ ταξίδεψε σὲ μακρυνὴ χώρα. Καὶ κεῖ σπατάλησε τὴν περιουσία του ζῶντας ἕνα βίο ἄσωτο.

   Κι ὅταν ξόδεψε ὅλα ὅσα εἶχε, ἔπεσε μεγάλη πεῖνα στὴν χώρα ἐκείνη καὶ αὐτὸς ἄρχισε νὰ στερεῖται καὶ νὰ πεινᾶ.

   Κι ἀπὸ τὴν πεῖνα πλέον ζαλισμένος πῆγε καὶ προσκολλήθηκε σὰν δοῦλος σ’ ἕνα ἀπ’ τοὺς κατοίκους τῆς χώρας ἐκείνης. Καὶ αὐτὸς τὸν ἔστειλε στὰ χωράφια του, νὰ βόσκει χοίρους.

   Κ’ ἐπιθυμοῦσε νὰ γεμίσει τὴν κοιλιά του ἀπ’ τὰ ξυλοκέρατα, ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τοῦ ἔδιδε.

   Κάποια ὅμως ἡμέρα συνῆλθε (ἀπὸ τὴν ζάλη καὶ τὸ κατάντημα τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς του) καὶ εἶπε: Πόσοι μισθωτοὶ τοῦ πατέρα μου ἔχουν μὲ τὸ παραπάνω ψωμιὰ καὶ φαγητά, κ’ ἐγὼ χάνομαι ἀπὸ τὴν πεῖνα!

   Θὰ σηκωθῶ, θὰ πάω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ πῶ: Πατέρα μου, ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ ἐνώπιόν σου.

   Δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομασθῶ γυιός σου· κάμε με σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες σου.

   Καὶ σηκώθηκε καὶ ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα του. Ἐνῶ δὲ ἀκόμη βρισκόταν σὲ μακρυνὴ ἀπόσταση, ὁ πατέρας του, (ποὺ ἀπὸ καιρὸ τώρα τὸν περίμενε καὶ παρατηροῦσε πάντοτε μὲ λαχτάρα στὸν δρόμο), τὸν εἶδε καὶ τὸν σπλαγχνίσθηκε, ἔτρεξε νὰ τὸν προϋπαντήσει, ἔπεσε μὲ στοργὴ στὸν τράχηλο τοῦ παιδιοῦ του, τὸ ἀγκάλιασε καὶ τὸ γέμισε φιλήματα.

   Τότε ὁ γυιὸς τοῦ εἶπε: Πατέρα, ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ καὶ ἐνώπιόν σου καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ὀνομασθῶ γυιός σου.

   Κι ὁ πατέρας στράφηκε πρὸς τοὺς δούλους καὶ εἶπε: Βγάλτε τὴν πιὸ καλὴ φορεσιὰ καὶ ἐνδύσατέ τον, καὶ δῶστε του τὸ δακτυλίδι στὰ χέρια, καὶ δῶστε του ὑποδήματα στὰ πόδια.

   Καὶ φέρτε τὸ καλοθρεμμένο μοσχάρι, σφάξτε το κι ἑτοιμάστε τὸ πιὸ πλούσιο τραπέζι, γιὰ νὰ εὐφρανθοῦμε ὅλοι.

   Διότι ὁ γυιός μου αὐτὸς ἦταν νεκρὸς καὶ ἀναστήθηκε, χαμένος ἦταν καὶ βρέθηκε. Κι ἄρχισαν νὰ εὐφραίνονται.

   Ἀλλὰ ὁ μεγαλύτερος γυιὸς βρισκόταν στὸ χωράφι καὶ καθὼς τὴν ὥρα ποὺ ἐρχόταν πλησίασε στὸ σπίτι, ἄκουσε μουσικὰ ὄργανα, τραγούδια καὶ χορούς.

   Κι ἀφοῦ κάλεσε ἕνα ἀπ’ τοὺς ὑπηρέτες, τὸν ρώτησε τί ἆραγε εἶναι αὐτὰ ποὺ γίνονται.

   Καὶ κεῖνος τοῦ εἶπε ὅτι· Ἦλθε ὁ ἀδελφός σου καὶ ὁ πατέρας σου ἔσφαξε τὸ καλοθρεμμένο μοσχάρι, ἐπειδὴ τὸν ὑποδέχθηκε πίσω ὑγιή.

   Αὐτὸς θύμωσε καὶ δὲν ἤθελε νὰ μπεῖ στὸ σπίτι. Βγῆκε λοιπὸν ὁ πατέρας ἔξω καὶ μὲ στοργὴ πολλὴ τὸν παρακαλοῦσε.

   Ἐκεῖνος ὅμως ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε στὸν πατέρα του: Ἰδοὺ τόσα χρόνια σὲ ὑπηρετῶ καὶ ποτὲ δὲν ἀθέτησα ἐντολή σου. Κι ὅμως, σὲ μένα δὲν ἔδωσες ποτὲ ἕνα κατσίκι, γιὰ νὰ εὐφρανθῶ (διασκεδάσω) μὲ τοὺς φίλους μου.

   Κι ὅταν ἦλθε τοῦτος ὁ γυιός σου, ποὺ κατέφαγε τὸ βιό σου μὲ πόρνες, ἔσφαξες γιὰ χάρη του τὸ καλοθρεμμένο μοσχάρι.

   Καὶ ὁ πατέρας τοῦ εἶπε: Παιδί μου, σὺ πάντοτε εἶσαι μαζί μου, καὶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μου εἶναι δικά σου·

   ἔπρεπε καὶ σὺ νὰ εὐφρανθεῖς καὶ νὰ χαρεῖς, διότι ὁ ἀδελφός σου αὐτὸς ἦταν νεκρὸς καὶ τώρα ξαναζεῖ, χαμένος ἦταν καὶ βρέθηκε.