Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Πολύκαρπος, ἐπίσκοπος Σμύρνης




Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Πολύκαρπος, ἐπίσκοπος Σμύρνης

Ἑορτάζει τὴν κγ΄ (23η) Φεβρουαρίου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Σοὶ Πολύκαρπος ὡλοκαυτώθη, Λόγε,

Καρπὸν πολὺν δοὺς ἐκ πυρὸς ξενοτρόπως.

Εἰκάδι ἐν τριτάτῃ κατὰ φλὸξ Πολύκαρπον ἔκαυσεν.


   Τοῦτος ὁ ἅγιος Πολύκαρπος μαθήτευσε στὸν Θεολόγο καὶ Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, μαζὶ μὲ τὸν Θεοφόρο Ἰγνάτιο. Ἔγινε ἐπίσκοπος Σμύρνης μετὰ τὸν ἅγιο Βουκόλο, ὁ ὁποῖος προφήτευσε γιὰ τὴν ἀρχιερωσύνη ποὺ ἔμελλε τοῦτος νὰ λάβει.

   Ὅταν δὲ κίνησε διωγμὸ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν ὁ ἀσεβὴς βασιλεύς, ἐν ἔτει ρμγ΄ (143), τότε πιάσθηκε καὶ ὁ θεῖος τοῦτος Πολύκαρπος καὶ προσφέρθηκε στὸν ἀνθύπατο τῆς Σμύρνης κι ἀφοῦ ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὸν Χριστὸ τελείωσε τὸ μαρτύριο διὰ πυρὸς κ’ ἔτσι ἔλαβε ὁ μακάριος παρὰ Κυρίου τὸ ἀμαράντινο στεφάνι.

   Τοῦτος ὁ ἅγιος ἔλαβε παρὰ Κυρίου καὶ τὴν χάρη τῶν θαυμάτων. Κι ἔτσι, προτοῦ μὲν νὰ γίνει ἀρχιερεύς, διὰ προσευχῆς του γέμισε ἀπὸ σῖτο τὶς ἀποθῆκες τῆς γυναῖκας ἐκείνης ἡ ὁποία τὸν ἀνέθρεψε, καὶ τὶς ὁποῖες εἶχε ἀδειάσει πρωτύτερα γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν φτωχῶν ἀδελφῶν. Ἀφοῦ δὲ ἔγινε ἀρχιερεὺς κράτησε τὴν ὁρμὴ μιᾶς πυρκαγιᾶς καὶ διὰ προσευχῆς του ἔφερε βροχὴ στὴν γῆ ἐν καιρῷ ἀβροχίας καὶ πάλι ἐμπόδισε τὴν ἀμετρία καὶ ὑπερβολὴ τῆς βροχῆς.

   Σημείωσαι, ὅτι καὶ τοῦτα τ’ ἀξιόλογα γράφονται περὶ τῆς σταθερότητας τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου· δηλαδή, ὅτι τοῦτος στάθηκε μπροστὰ στὸν ἀνθύπατο, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ ζητοῦσε νὰ τὸν θανατώσει ὡς φταίχτη, βλέποντας ὅμως τὴν γηραλέα καὶ σεβάσμια ἡλικία καὶ πολιά του καὶ ἀκούγοντας τὴν καλὴ φήμη τῆς ἐνάρετης πολιτείας του, τόσο πολὺ τὸν ἀγάπησε, ὥστε ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπ’ τὸν θάνατο καὶ νὰ τοῦ φυλάξει τὴν ζωή. Γι’ αὐτὸ τοῦ πρότεινε νὰ βλασφημήσει τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μιὰ φορὰ μόνο, ὄχι μὲ τὴν καρδιά, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν γλῶσσα καί, ἂν τὸ κάμει τοῦτο, εὐθὺς θὰ τὸν στείλει στὴν ἐπισκοπή του ὄχι μόνον ἐλεύθερο ἀπὸ πᾶσα ὕβρι, ἀλλὰ καὶ γεμάτον ἀπὸ πολλὰ χαρίσματα (δῶρα). Σὲ τοῦτον δὲ τὸν διαβολικὸ λόγο φοβήθηκε καὶ τρόμαξε ὁ σεβάσμιος γέροντας· Ἔπειτα σηκώνοντας τὰ μάτια του στὸν οὐρανό, ἀποκρίθηκε:

   – Εἶναι, ὀγδονταέξι χρόνοι, κατὰ τοὺς ὁποίους ἐγὼ δουλεύω τοῦτον τὸν καλὸν ἀφέντη μου τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος δὲν μοῦ προξένησε καμμία λύπη στὸ τόσο διάστημα τῆς ζωῆς μου, καὶ μάλιστα μοῦ χάρισε μύριες εὐεργεσίες. Καὶ λοιπόν, πῶς σὺ θέλεις τώρα νὰ βρίσω ἐγὼ τέτοιον ἀγαθὸ κ’ εὐεργετικώτατό μου ἀφέντη; Νὰ μὴ γίνει τοῦτο ποτέ!

   Κι ὄχι μόνο τὰ λόγια του στάθηκαν τέτοια σταθερὰ καὶ γενναῖα, ἀλλὰ καὶ τὰ ἔργα του ὑπῆρξαν σύμφωνα μὲ τὰ λόγια· διότι, ὅταν ἄναψε ἡ πυρκαγιὰ καὶ ἀποφασίσθηκε νὰ βαλθεῖ σ’ αὐτήν, τότε ὁ γενναῖος τῆς εὐσεβείας ἀγωνιστὴς γεμάτος ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀγαλλόμενος, μόνος ἔλυσε τὰ ὑποδήματά του, μόνος ξεντύθηκε τὸ ἐπανωφόρι του καὶ μόνος ἀναβαίνοντας ἐπάνω στὴν πυρκαγιὰ ξάπλωσε ἥσυχα, ὄχι ὡς φταίχτης γιὰ ν’ ἀφήσει τὴν ζωή, ἀλλ’ ὅπως ὁ θρυλλούμενος φοίνιξ, γιὰ ν’ ἀλλάξει τὰ φτερὰ καὶ νὰ πετάξει στὰ οὐράνια.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 3ος, σελ. 307-309. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).