Κυριακή 11 Ιουνίου 2023

Ἡ σύναξη τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ ἐν τῷ Ἄδειν




Ἡ σύναξη τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ ἐν τῷ Ἄδειν

Ἑορτάζεται τὴν ια΄ (11η) Ἰουνίου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Ἦσας Γαβριὴλ πρὶν τὸ «Χαῖρε» τῇ Κόρῃ,

Ἄδεις δὲ καὶ νῦν «Ἄξιον σὲ ὑμνέειν».


   Αὐτὴ ἡ σύναξη καὶ ἑορτὴ τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ ἀκολούθησε στὸ Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθω, σ’ ἕνα κελλὶ τοῦ Μοναστηρίου τοῦ Παντοκράτορος, ἐπονομαζόμενο «Ἄξιόν ἐστιν», σὲ τόπο ποὺ καλεῖται Ἄδειν· κι ἀκολούθησε διὰ τὸ ἑξῆς θαῦμα:

   Κατὰ τὴν Σκήτη τοῦ Πρωτάτου ποὺ βρίσκεται στὶς Καρυές, ἐκεῖ κοντὰ σὲ θέση τῆς ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος εἶναι λάκκος μεγάλος, ὁ ὁποῖος ἔχει διάφορα κελλιά. Σ’ ἕνα λοιπὸν τῶν κελλιῶν τούτων, τιμώμενο ἐπ’ ὀνόματι τῆς Κυρίας Θεοτόκου τῆς Κοιμήσεως, κατοικοῦσε κάποιος Ἱερομόναχος γέροντας κ’ ἐνάρετος μαζὶ μ’ ἕναν ὑποτακτικό. Κ’ ἐπειδὴ ἦταν συνήθεια νὰ γίνεται ἀγρυπνία κάθε Κυριακὴ στὴν Σκήτη τοῦ Πρωτάτου, κατὰ τὸ ἑσπέρας ἑνὸς Σαββάτου θέλοντας νὰ πάει ὁ γέροντας στὴν ἀγρυπνία, λέγει στὸν μαθητή του:

   – Παιδί μου, ἐγὼ πάω γιὰ ν’ ἀκούσω τὴν ἀγρυπνία, ὡς συνήθως· ἐσὺ μεῖνε στὸ κελλὶ κι ὅπως μπορεῖς διάβασε τὴν Ἀκολουθία σου.

   Κ’ ἔτσι ἀπῆλθε. Ἀφοῦ ὅμως πέρασε ἡ ἑσπέρα, ἰδού, κάποιος κρούει τὴν θύρα τοῦ κελλιοῦ, ὁ δὲ ἀδελφὸς τρέχοντας κι ἀνοίγοντας βλέπει ὅτι ἦταν ἕνας ξένος μοναχὸς ἄγνωστος σ’ αὐτόν, ὁ ὁποῖος εἰσῆλθε κ’ ἔμεινε στὸ κελλὶ τὴν νύκτα ἐκείνη. Στὴν ὥρα δὲ τοῦ Ὄρθρου σηκώθηκαν κι ἔψαλλαν καὶ οἱ δύο τὴν Ἀκολουθία. Ὅταν ὅμως ἦλθαν στὴν «Τιμιωτέραν», ὁ μὲν ντόπιος μοναχὸς ἔψαλλε μόνο «Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβὶμ» καὶ τὰ ὑπόλοιπα μέχρι τέλους, τὸν συνήθη δηλαδὴ καὶ παλαιὸ ὕμνο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Ποιητοῦ, ὁ δὲ ξένος ἐκεῖνος μοναχός, κάνοντας ἄλλη ἀρχὴ τοῦ ὕμνου ἔψαλλε ὡς ἑξῆς:


«Ἄξιόν ἐστιν ὡς άληθῶς

μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον,

τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον

καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν»


   Ἔπειτα συνῆψε μαζὶ καὶ τὴν «Τιμιωτέραν» μέχρι τὸ τέλος. Καὶ σὰν ἄκουσε τοῦτο ὁ ντόπιος μοναχὸς θαύμασε καὶ λέει πρὸς τὸν φαινόμενο ξένο:

   – Ἐμεῖς ψάλλουμε μόνο «Τὴν τιμιωτέραν», τὸ δὲ «Ἄξιόν ἐστιν» οὐδέποτε ἀκούσαμε οὔτε μεῖς οὔτε οἱ πρὶν ἀπὸ μᾶς· ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ, κάμε ἀγάπη καὶ γράψε καὶ σὲ μένα τὸν ὕμνο αὐτὸν γιὰ νὰ τὸν ψάλλω καί ’γὼ στὴν Θεοτόκο.

   Κ’ ἐκεῖνος τοῦ ἀποκρίθηκε:

   – Φέρε μου μελάνι καὶ χαρτὶ γιὰ νὰ τὸν γράψω.

   Κι ὁ ντόπιος, λέγει:

   – Δὲν ἔχω οὔτε μελάνη οὔτε χαρτί.

   Ὁ δὲ φαινόμενος ξένος, τοῦ εἶπε:

   – Φέρε μου μία πλάκα.

   Κι ὁ μοναχὸς ἔτρεξε βρῆκε πλάκα καὶ τὴν ἔφερε. Κι ἀφοῦ τὴν ἔλαβε ὁ ξένος ἔγραψε πάνω σ’ αὐτὴν μὲ τὸ δάχτυλό του τὸν προρρηθέντα ὕμνο, δηλαδή, τὸ «Ἄξιόν ἐστιν», καί, ὢ τοῦ θαύματος! τόσο βαθιὰ χαράκτηκαν τὰ γράμματα πάνω στὴν σκληρὴ πλάκα, σὰ νὰ γράφτηκαν ἐπάνω σὲ ἁπαλώτατο κερί· ἔπειτα λέει στὸν ἀδελφό:

   – Ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς ἔτσι νὰ ψάλλετε καὶ σεῖς καὶ ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι.

   Καὶ τοῦτα λέγοντας ἔγινε ἄφαντος. Ἦταν ἅγιος Ἄγγελος ἀπεσταλμένος ἀπ’ τὸν Θεὸ γιὰ ν’ ἀποκαλύψει τὸν Ἀγγελικὸ τοῦτον ὕμνο πρὸς τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, καὶ μᾶλλον ἦταν ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ὅπως φαίνεται κι ἀπὸ τοῦτο ποὺ γράφεται στὰ Μηναία κατὰ τὴν παροῦσα ἡμέρα, δηλαδὴ τό: «Ἡ σύναξη τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ ἐν τῷ Ἄδειν». Διότι οἱ τότε πατέρες τελοῦσαν σύναξη κ’ ἑορτὴ καὶ λειτουργία κατ’ ἔτος στὸ ἀνωτέρω κελλὶ τοῦ «Ἄδειν», εἰς μνήμην τοῦ θαύματος, τιμῶντας καὶ δοξάζοντας τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος, καθὼς ἀπ’ ἀρχῆς ἕως τέλους στάθηκε ὁ ἔνθεος ὑμνολόγος τῆς Θεοτόκου καὶ τροφέας καὶ διακονητὴς καὶ χαροποιὸς Εὐαγγελιστής Της, ἔτσι ὑπηρέτησε καὶ στὸ ν’ ἀποκαλύψει τὸν ὄντως Θεομητορικὸ τοῦτον ὕμνο, ὅπως θἄπρεπε μόνο σ’ Αὐτὸν μιὰ τέτοια διακονία.

   Κι ἀφοῦ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία ὁ γέροντας καὶ μπῆκε στὸ κελλί, ἀρχίζει ὁ ὑποτακτικός του νὰ ψάλλει τὸ «Ἄξιόν ἐστιν», ὅπως ὁ ἅγιος Ἄγγελος τοῦ παρήγγειλε, κι ἀκολούθως δείχνει στὸν Γέροντά του καὶ τὴν πλάκα, μὲ τὰ ἀγγελοχάρακτα γράμματα. Ὁ δὲ ἀκούγοντας καὶ βλέποντας τοῦτα ἔμεινε ἐκστατικὸς γι’ αὐτὸ τὸ θαυμάσιο. Ἔλαβαν λοιπὸν καὶ οἱ δύο τὴν ἀγγελοχάρακτη ἐκείνη πλάκα, πήγανε στὸ Πρωτάτο καὶ ἀφοῦ τὴν ἔδειξαν στὸν Πρῶτο τοῦ ἁγίου Ὄρους καὶ στοὺς λοιποὺς γέροντες τῆς κοινῆς συνάξεως διηγήθηκαν σ’ αὐτοὺς πάντα ὅσα ἔγιναν. Κ’ ἐκεῖνοι, ἀφοῦ δοξάσανε τὸν Θεὸ ὁμοφώνως καὶ εὐχαριστήσανε τὴν Κυρία μας Θεοτόκο γιὰ τὸ παράδοξο τοῦτο, εὐθὺς ἀπέστειλαν τὴν πλάκα στὴν Κωνσταντινούπολη πρὸς τὸν Πατριάρχη καὶ πρὸς τὸν βασιλέα, σημειώνοντας σὲ αὐτοὺς διὰ γραμμάτων ὅλη τὴν ὑπόθεση τοῦ μεγάλου θαύματος.

   Ἔκτοτε δὲ ὁ μὲν ἀγγελικὸς αὐτὸς ὕμνος διαδόθηκε σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη, γιὰ νὰ ψάλλεται στὴν Θεομήτορα ἀπ’ ὅλους τοὺς ὀρθοδόξους, κι ἀπ’ αὐτὰ ἀκόμα τὰ μικρὰ παιδιά, ἡ δὲ ἁγία εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ἡ εὑρισκομένη στὴν Ἐκκλησία τοῦ κελλιοῦ ἐκείνου ὅπου ἔγινε τοῦτο τὸ θαῦμα, μεταφέρθηκε ἀπὸ τοὺς πατέρες τοῦ ἁγίου Ὄρους στὴν μεγαλοπρεπῆ ἐκκλησία τοῦ Πρωτάτου καί ’κεῖ βρίσκεται μέχρι σήμερα, ἐνθρονισμένη ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ συνθρόνου ἐντὸς τοῦ ἁγίου Βήματος, ἐπειδὴ μπροστὰ ἀπὸ τὴν εἰκόνα τούτη ἐψάλη γιὰ πρώτη φορὰ ὑπὸ τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ ὁ ὕμνος τοῦτος. Τὸ δὲ κελλὶ ἐκεῖνο βρίσκεται ἀκόμη, κι ὀνομάζεται ἀπ’ ὅλους ἕως σήμερα «Ἄδειν», ποὺ σημαίνει «ψάλλειν», διότι ἐψάλη γιὰ πρώτη φορὰ σὲ αὐτὸ ὁ Ἀγγελικὸς καὶ Θεομητοροπρεπὴς αὐτὸς ὕμνος.


Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 5ος, σελ. 212-215. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).