Πέμπτη 29 Ιουνίου 2023

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ τῆς ἑορτῆς τῶν ἁγίων ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου




ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

 τῶν ἁγίων πρωτοκορυφαίων ἀποστόλων

Πέτρου καὶ Παύλου

(Β΄ Κορ. ια΄ 21 – ιβ΄ 9)


   «Ἀδελφοί, ἐν ᾧ δ᾽ ἄν τις τολμᾷ, ἐν ἀφροσύνῃ λέγω, τολμῶ κἀγώ.

   Ἑβραῖοί εἰσι; κἀγώ. ᾽Ισραηλῖταί εἰσι; κἀγώ. σπέρμα ᾽Αβραάμ εἰσι; κἀγώ.

   διάκονοι Χριστοῦ εἰσι; παραφρονῶν λαλῶ, ὑπὲρ ἐγώ· ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόντως, ἐν φυλακαῖς περισσοτέρως, ἐν θανάτοις πολλάκις·

   ὑπὸ ᾽Ιουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον·

   τρὶς ἐρραβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρὶς ἐναυάγησα, νυχθήμερον ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα·

   ὁδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις λῃστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις·

   ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι·

   χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἐπίστασίς μοι καθ᾽ ἡμέραν, μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν.

   Τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;

   Εἰ καυχᾶσθαι δεῖ, τὰ τῆς ἀσθενείας μου καυχήσομαι.

   Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι.

   ἐν Δαμασκῷ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων,

   καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ.

   Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου.

   οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ.

   καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, Θεὸς οἶδεν·

   ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι.

   ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου.

   ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ βλέπει με ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ.

   Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι.

   ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾽ ἐμοῦ·

   καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι χάρις μου· γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾽ ἐμὲ δύναμις τοῦ Χριστοῦ


Ἀπόδοση στὴν νεοελληνική:

   Ἀδελφοί, σὲ ὁτιδήποτε τολμᾶ νὰ καυχηθεῖ κανείς, –μὲ ἀφροσύνη τὸ λέγω αὐτό–, τολμῶ καί γώ.

   Εἶναι Ἑβραῖοι ἐκεῖνοι; Καί γὼ εἶμαι Ἑβραῖος· εἶναι Ἰσραηλῖτες, ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, δηλαδὴ τοῦ πατριάρχου Ἰακώβ; εἶμαι καί γώ. Καυχῶνται ὅτι εἶναι ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ; Εἶμαι καί γώ.

   Καυχῶνται ὅτι εἶναι ὑπηρέτες τοῦ Χριστοῦ μιλῶ σὰν παραλογιζόμενος αὐτὴ τὴν στιγμὴεἶμαι ἐγὼ παραπάνω ἀπὸ αὐτοὺς διάκονος τοῦ Χριστοῦ. (Τὸ ἀπέδειξε ὅλη μου ἡ ζωὴ ὡς Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ.) Διότι ἐγὼ ὑποβλήθηκα σὲ κόπους περισσότερους ἀπ’ ὁποιονδήποτε ἄλλον· ὑπέμεινα πληγὲς ἀναρίθμητες στὸ σῶμα μου, ρίχτηκα στὶς φυλακὲς κ’ ἔμεινα φυλακισμένος περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον· πολλὲς φορὲς ἀντίκρυσα ἐμπρός μου τὸν θάνατο.

   Ἀπ’ τοὺς Ἰουδαίους πέντε φορὲς μαστιγώθηκα μὲ σαράντα παρὰ μία μαστιγώσεις κάθε φορά.

   Τρεῖς φορὲς χτυπήθηκα μὲ ραβδιά· μιὰ φορὰ λιθοβολήθηκα· τρεῖς φορὲς ναυάγησα· ἐπὶ ἕνα ἡμερονύκτιο ἔμεινα ναυαγὸς στὴν θάλασσα.

   Ἐργάσθηκα γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου μὲ κουραστικὲς καὶ μακρὲς ὁδοιπορίες πολλὲς φορές, μὲ κινδύνους ἀπὸ ποτάμια καὶ μάλιστα κατὰ τὸν χειμῶνα ποὺ πλημμύριζαν. Ἀντίκρυσα κινδύνους ἀπὸ ληστές, κινδύνους ἀπ’ τοὺς ὁμοεθνεῖς μου Ἑβραίους, κινδύνους ἀπὸ ἐθνικοὺς καὶ εἰδωλολάτρες, κινδύνους μέσα στὶς πόλεις, κινδύνους μέσα σὲ ἔρημες περιοχές, κινδύνους στὴν θάλασσα, κινδύνους ἐκ μέρους ψευδαδέλφων, ποὺ ὑποκρίνονταν, ὅτι εἶναι Χριστιανοί.

   Ἐκπλήρωσα μέχρι σήμερα τὴν ἀποστολή μου μὲ κόπο καὶ μόχθο, μὲ ἀγρυπνίες πολλὲς φορές, μὲ πεῖνα καὶ δίψα, μὲ νηστεῖες καὶ στερήσεις πολλὲς φορές, μὲ τὸ ψῦχος τοῦ χειμῶνα καὶ μὲ τὰ λίγα ροῦχα, ποὺ εἶχα γιὰ νὰ καλύπτω τὴν γυμνότητά μου.

   Καὶ γιὰ νὰ μὴ ἀναφέρω τόσα καὶ τόσα ἄλλα, μὲ ταλαιπωροῦσε καὶ μ’ ἔριχνε σὲ στενοχώρια ἡ καθημερινὴ πίεση κ’ ἐνόχληση ἐχθρῶν καὶ φίλων, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ ἀγωνιώδης φροντίδα γιὰ τὶς Ἐκκλησίες.

   Ποιός Χριστιανὸς ἀσθενεῖ καὶ δὲν ἀσθενῶ μαζί του καὶ δὲν συμπάσχω καί ’γώ; Ποιός σκοντάφτει καὶ πέφτει καὶ δὲν καίγομαι καί ’γὼ μέσα σ’ αὐτὴ τὴν θλίψη;

   Ἐὰν ὅμως πρέπει νὰ καυχηθῶ, θὰ καυχηθῶ γιὰ τὴν ἀσθένεια καὶ ἀδυναμία μου μέσα στοὺς πειρασμοὺς καὶ τοὺς διωγμούς.

   ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι εὐλογημένος καὶ δοξασμένος στοὺς αἰῶνες, γνωρίζει ὅτι δὲν ψεύδομαι, (καὶ ὅτι αὐτὰ ποὺ θὰ σᾶς πῶ εἶναι ἀπολύτως ἀληθινά).

   Στὴν Δαμασκό, διοικητὴς διορισμένος ἀπτὸν βασιλιὰ Ἀρέτα, φρουροῦσε τὴν πόλη τῶν Δαμασκηνῶν, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ μὲ συλλάβει·

   καὶ ἀπὸ ἕνα παράθυρο, μέσα σἕνα σχοινένιο καλάθι, μὲ κατέβασαν ἔξω ἀπτὸ τεῖχος καὶ ξέφυγα ἀπὸ τὰ χέρια του.

   Νὰ καυχηθῶ (γιὰ ὅσα ἔπαθα κἔπραξα γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο), δὲν μὲ συμφέρει ἀπὸ πνευματικῆς ἀπόψεως. Ἀλλὰ θὰ ἔλθω σὲ ὀπτασίες καὶ ἀποκαλύψεις, ποὺ ἔλαβα ἀπὸ τὸν Κύριο.

   Γνωρίζω ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ ζεῖ ἐν Χριστῷ, ὁποῖος πρὸ δεκατεσσάρων ἐτῶνεἴτε βρισκόταν στὸ σῶμα του τὴν ὥρα ἐκείνη, δὲν ξέρω· εἴτε ἦταν ἐκτὸς τοῦ σώματος, δὲν ξέρω, Θεὸς τὸ γνωρίζειεἶχε ἁρπαγεῖ κιἀνεβεῖ ἕως τὸν τρίτο οὐρανό.

   Καὶ ξέρω, ὅτι αὐτὸς ἄνθρωποςεἴτε μέσα στὸ σῶμα του εἴτε ἔξω ἀπτὸ σῶμα του, δὲν ξέρω, Θεὸς γνωρίζει

   ὅτι ἁρπάχθηκε στὸν παράδεισο κι ἄκουσε λόγους, ποὺ ἀνθρώπινη γλῶσσα δὲν μπορεῖ νὰ διατυπώσει καὶ ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται στὸν ἄνθρωπο νὰ τοὺς πεῖ καὶ νὰ τοὺς ἀποκαλύψει.

   Γιὰ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν θὰ καυχηθῶ, γιὰ τὸν ἑαυτό μου ὅμως δὲν θὰ καυχηθῶ, παρὰ μόνο γιὰ τὶς ἀσθένειές μου, (ὅπως αὐτὲς φάνηκαν στὶς περιόδους τῶν διωγμῶν καὶ τῶν κινδύνων).

   Ἐὰν ὅμως θελήσω νὰ καυχηθῶ (γιὰ τοὺς ἀγῶνες μου καὶ γιὰ τὰ ἔργα, ποὺ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἔκαμα ὑπὲρ τοῦ Εὐαγγελίου), δὲν θὰ εἶμαι ἄφρων, διότι θὰ πῶ τὴν ἀλήθεια. Διστάζω ὅμως κι ἀποφεύγω νὰ τὸ πράξω, μήπως τυχὸν κανεὶς σχηματίσει γιὰ μένα ἰδέα ἀνώτερη, ἀπ’ ὅ,τι βλέπει σ’ ἐμένα ἢ ἀπ’ ὅ,τι ἀκούει ἀπὸ μένα.

   Καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύομαι, λόγῳ τῶν ὑπερβολικῶν ἀποκαλύψεων, (ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς καὶ) μοῦ δόθηκε ἀγκάθι στὸ σῶμα, ἄγγελος τοῦ σατανᾶ, γιὰ νὰ μὲ χαστουκίζει, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύομαι.

   Γιὰ τὸ ἀγκάθι αὐτὸ (τὴν θλίψη καὶ δοκιμασία), τρεῖς φορὲς παρακάλεσα τὸν Κύριο γιὰ ν’ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ μένα·

   καὶ μοῦ εἶπε: Σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρη μου· γιατὶ ἡ δύναμή μου τελειοποιεῖται μέσα στὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Μὲ πολὺ μεγάλη εὐχαρίστηση λοιπόν, θὰ καυχιέμαι περισσότερο γιὰ τὶς ἀσθένειές μου, ὥστε νὰ κατοικήσει σὲ μένα ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ.