Σάββατο 3 Ιουνίου 2023

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ τῆς ΚΥΡΙΑΚΗΣ




ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

 ΚΥΡΙΑΚΗΣ τῆς ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

(Πράξ. β΄ 1 – 11)


   «Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό.

   καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι·

   καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ’ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν,

   καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι.

   Ἦσαν δὲ ἐν Ἰερουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν·

   γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν.

   ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι;

   καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν,

   Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν,

   Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι,

   Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;»



   Καθὼς προχωροῦσε νὰ συμπληρωθεῖ καὶ νὰ κλείσει ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ ὁποία εἶχε ἀρχίσει ἀπ’ τὴν προηγούμενη ἑσπέρα, ἦσαν ὅλοι οἱ πιστοὶ ὁμόψυχοι, συγκεντρωμένοι στὸ ἴδιο μέρος.

   Καὶ ξαφνικὰ ἦλθε ἀπ’ τὸν οὐρανὸ ἕνας ἦχος, σὰν ἰσχυρὴ βοὴ ἀνέμου ποὺ κινεῖται μὲ ὁρμή, καὶ γέμισε ὅλο τὸ σπίτι, μέσα στὸ ὁποῖο κάθονταν οἱ μαθητές.

   Καὶ παρουσιάσθηκαν σὲ αὐτοὺς γλῶσσες σὰν ἀπὸ φλόγες πυρός, νὰ διαμοιράζονται· καὶ στὸν καθένα ἀπὸ αὐτοὺς κάθισε ἀπὸ μία γλῶσσα.

   Καὶ γέμισαν ὅλοι ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιο κι ἄρχισαν νὰ μιλοῦν ξένες γλῶσσες καὶ νὰ κηρύττουν τὶς ὑψηλὲς ἀλήθειες, ὅπως τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο τοὺς φώτιζε καὶ τοὺς ἔδιδε τὴν δύναμη νὰ μιλοῦν.

   Βρίσκονταν δὲ στὴν Ἱερουσαλὴμ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ἄλλοι ὡς μόνιμοι κάτοικοι, κι ἄλλοι ὡς προσωρινοὶ λόγῳ τῆς ἑορτῆς, ἄνδρες Ἰουδαῖοι εὐσεβεῖς ἀπὸ κάθε ἔθνος ποὺ ὑπῆρχε κάτω ἀπ’ τὸν οὐρανό.

   Ὅταν δὲ ἔγινε ἡ βοὴ ἀπ’ τὸν οὐρανό, μαζεύτηκε τὸ πλῆθος ἐκεῖ κι ὅλοι κυριεύθηκαν ἀπὸ σύγχυση καὶ ἀπορία, διότι ὁ καθένας τους ἄκουε τοὺς μαθητὲς νὰ μιλοῦν τὴν δική του γλῶσσα.

   Κ’ ἐκπλήσσονταν ὅλοι καὶ θαύμαζαν, λέγοντας μεταξύ τους: Τί συμβαίνει; Ὅλοι αὐτοί, ποὺ μιλοῦν, δὲν εἶναι Γαλιλαῖοι;

   Καὶ πῶς, ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς, τοὺς ἀκοῦμε νὰ μιλοῦν τὴν δική μας γλῶσσα, ποὺ μάθαμε ἀπὸ τῆς γεννήσεώς μας;

   Καὶ εἴμασθε ἀπὸ τόσα πολλὰ ἔθνη· Πάρθοι καὶ Μῆδοι κ’ Ἐλαμῖτες καὶ κάτοικοι τῆς Μεσοποταμίας, τῆς Ἰουδαίας καὶ τῆς Καππαδοκίας, τοῦ Πόντου καὶ τῆς Ἀσίας,

   τῆς Φρυγίας καὶ τῆς Παμφυλίας, τῆς Αἰγύπτου καὶ τῶν περιοχῶν τῆς Λιβύης, ποὺ εἶναι πλησίον τῆς Κυρήνης, ὅπως ἐπίσης καὶ οἱ παρεπίδημοι Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοι τὴν καταγωγὴ καὶ προσήλυτοι ἀπὸ ἄλλα ἔθνη.

   Κι ἀκόμη Κρῆτες καὶ Ἄραβες, πῶς συμβαίνει νὰ τοὺς ἀκοῦμε νὰ κηρύττουν τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ στὶς δικές μας γλῶσσες;